Στην πλατεία της αγίας είχαν στηθεί τα όργανα του θεάτρου. Η σκηνή, το σεντόνι, οι τενεκέδες για το ηχητικό φόντο, λάμπες γκαζιού, όπως αυτές που φέγγουν το χάραμα μες στα νερά. Οι βοηθοί χρωμάτιζαν μ΄επιμέλεια τις φιγούρες, έλεγχαν τις αρθρώσεις, έτσι που να εκπληρωθεί η μνήμη των νευρόσπαστων, εκτοπλασματικών αθυρμάτων του Belmer. Πολύ αργότερα φάνηκαν οι πρώτοι θεατές. Μικρά παιδιά με τις μητέρες εργάτριες της τοπικής υφαντουργίας, ντυμένα φτωχικά με λυπημένα, ανθινά φορέματα και χλωμά πρόσωπα του θανάτου.Οι πλανόδιοι που συρρέουν σ΄ανάλογες περιστάσεις πουλούσαν λογιών πράγματα. Όπως αρωματικά έλαια, κεριά σε σχήμα υδρίας, μουσικά κουτιά, κοστούμια, τρανζίστορ. Ειδικά ετούτα τα τελευταία διαδραμάτιζαν έναν καίριο λόγο στη φρενήρη ατμόσφαιρα του απογεύματος. Εγώ τριγυρνούσα την πλατεία και πρότεινα χαμογελώντας μια φωτογραφία, έτσι που σε λίγη ώρα ολόκληρη η γενιά της πόλης να΄χει καταγραφεί σε φιλμ. Οι βοηθοί επέτρεψαν μερικές. Κρατούσαν τις φιγούρες όπως νεαρά αγάλματα με μια τρυφερότητα σχεδόν θηλυκή. Αργά τ΄απόγευμα η πλατεία ήταν κατάμεστη απ΄ανθρώπους, πουλιά και εστίες. Τα παιδιά γελούσαν με την ψυχή τους και μόνο κάποια, ελάχιστα θορυβημένα απ΄τα μυστήρια της ανατολής γύρευαν μ΄αγωνία τη μητέρα.Εκείνος περπατούσε μες στο πλήθος με τ΄άσπρο κοστούμι. Βρωμούσε ούζο και βγάζοντας το καπέλο του χαιρετούσε αριστοκρατικά τις εύθραστες καρδιές. Με τ΄αργό του βήμα πλησίασε και ψιθύρισε κάτι παράδοξο. Ένας ακατανόητος συλλογισμός, έξω και πέρα από τη γνώριμη γλώσσα.
Η πιο θλιβερή ώρα είναι Αλίκη όταν ερημώνουν οι πλατείες και γκρεμίζονται μεμιάς τα υπαίθρια θέατρα των σκιών.
Οι βοηθοί μάζεψαν δίχως βιασύνη το μεγάλο τελάρο, το ετοιμόρροπο τραπέζι όλο σημάδια από παλιά χέρια. Φόρτωσαν τ΄αυτοκίνητο και έπειτα κάπνισαν μες στη νύχτα. Η μυρωδιά της βενζίνης έμενε στον αέρα. Αργότερα φορτώθηκαν όλοι στο φορτηγό. Μέτρησαν τις εισπράξεις, μέτρησαν ξανά και ξανά τις φιγούρες αφήνοντας κάθε μια τακτικά μες στην κασέλλα του θεατρώνη.
Θα πάψεις Αλίκη να μ΄αγαπάς και εγώ ίσως δεν θα σε συλλογίζομαι πια. Με τ΄όνειρο στα μάτια, όπως αγκάθι ή γυμνά θεμέλια προσηλωμένα στον ουρανό θα μιλώ για σένα. Που χειροκροτούσες δακρυσμένη στο τέλος και ύστερα, πολύ μετά απ΄τα σβησμένα φώτα που χόρευες στα πόδια της αγίας γεννώντας τρομερούς ανεμοστρόβιλους αμερικανικού τύπου.
[Ζωγραφική: Sam Francis.]