Απεβίωσε σήμερα στη Βαρκελώνη μία από τις σημαντικότερες πεζογράφους της Ισπανίας, η Άννα Μαρία Ματούτε. Έγραψε το πρώτο της διήγημα σε ηλικία πέντε ετών, ενώ την πρώτη της νουβέλα, Μικρό Θέατρο (Pequeño teatro) την ολοκλήρωσε στα δεκαεπτά της χρόνια. Είχε τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και το Βραβείο Θερβάντες, το 2010. Στα διηγήματά της ενέταξε πολλές φορές στοιχεία του μύθου, της μαγείας και του φανταστικού, ενώ έγραψε και πολλά βιβλία για παιδιά.
Τα ρολόγια
(μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου)
Ντρέπομαι που το ομολογώ, όμως μέχρι πρότινος αδυνατούσα να κατανοήσω τα ρολόγια. Δεν αναφέρομαι στον εσωτερικό τους μηχανισμό —ούτε το ράδιο, ούτε το τηλέφωνο, ούτε καν τους δίσκους του γραμμοφώνου δεν έχω κατανοήσει ακόμη: αποτελούν για μένα καθαρή μαγεία, όσες φορές κι αν μου τα έχουν εξηγήσει—, αλλά στον αριθμό που προκύπτει από τη θέση των δειχτών τους. Αυτοί υπήρξαν για μένα ένα από τα μεγαλύτερα και πλέον συναρπαστικά μυστήρια, κι ακόμα και σήμερα πολλές φορές έτσι μου φαίνονται, τολμώ να πω. Αν με ρωτήσουν ξαφνικά τι ώρα είναι και πρέπει να κοιτάξω γρήγορα το ρολόι, νομίζω ότι οι φορές που θα απαντήσω σωστά είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Παρόλ’ αυτά, αν υπάρχει κάτι που αληθινά επιθυμώ, αυτό είναι ένα ρολόι. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα. Όταν ήμουν μικρή, ποτέ δεν το ζήτησα, γιατί πάντοτε το θεωρούσα κάτι πέρα από τις δυνάμεις μου, πέρα από τη γνώση και την αντίληψή μου. Μου άρεσαν, βέβαια. Θυμάμαι ένα ρολόι ψηλό, με εκκρεμές, που χτυπούσε την ώρα αργά, ύστερα από μια μελωδία λαϊκή:
Φεύγουνε πια οι βοσκοί για την Εξτρεμαδούρα
Μένει η οροσειρά χωρίς χαρά, χωρίς μουρμούρα…
Μου άρεσε επίσης κι ένα ρολόι ηλιακό, που ήταν ζωγραφισμένο στην πρόσοψη μιας εκκλησιάς, στην εξοχή. Αυτό το ρολόι μού φαινόταν τόσο μυστήριο κι αινιγματικό που, μερικές φορές, ξαπλωμένη κάτω από τις λεύκες στην όχθη του ποταμού, περνούσα ώρες κοιτώντας πώς η σκιά της σιδερένιας ράβδου έδειχνε το πέρασμα του χρόνου. Κι αυτό ταυτόχρονα με άγχωνε, αλλά και μου προκαλούσε απίστευτη οκνηρία. Το ίδιο με ανησυχεί και με ελκύει το τικ-τακ που ακούγεται μες στη σιωπή και το σκοτάδι, όταν ξυπνώ τα μεσάνυχτα. Είναι κάτι μυστηριώδες, αλλά και εκνευριστικό. Στην ασθένεια, αν είναι μακρόχρονη και πρέπει να μείνουμε κλινήρεις, η συντροφιά του ρολογιού είναι πράγμα από τη μια απαραίτητο, από την άλλη βαρετό. Μου αρέσουν τα ρολόγια, με συναρπάζουν, μα νομίζω πως τα μισώ. Είναι φορές που η σκιά των επίπλων στον τοίχο, μεταμορφώνεται σε πελώριο ρολόι, που δείχνει το αναπόφευκτο πέρασμα. Και μήπως εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε ένα μεγάλο αμείλικτο ρολόι, που χτυπά αδιάκοπα τον χρόνο του;
Εύχομαι ν’ αποκτήσω ένα ρολόι. Πολλές φορές έχω σκεφτεί πως μου είναι απαραίτητο. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ να το αγοράσω. Αλήθεια, το χρειάζομαι; Θα το καταλάβω ποτέ;