Τον χειμώνα του 1973 διάβασα για πρώτη φορά τα βιβλία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, στα Αγγλικά. Ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας! Όμως, το διήγημα που περισσότερο μ’ εντυπωσίασε ήταν η «Κηδεία της Μεγάλης Μάμα», μία πρωτότυπη, χιουμοριστική και καλογραμμένη σάτιρα για τους δικτάτορες και γενικά για την εξουσία. Ο αφηγητής απευθυνόταν στους άπιστους όλου του κόσμου και μιλούσε για μια Μεγάλη Μητέρα, για μια κηδεία κι έναν πρωτοφανή ξεσηκωμό. Με συνεπήρε, γέλασα και σκέφτηκα τα δικά μας τραγελαφικά, θέλησα να το κάνω ολόδικό μου και το μετέφρασα. Για ευνόητους λόγους όμως δημοσιεύτηκε στη Διαγώνιο μετά την Μεταπολίτευση. Στον μήνα πάνω μου τηλεφώνησε η Νανά Καλιανέση από τον Κέδρο και μου ζήτησε να μεταφράσω τα Εκατό χρόνια μοναξιά. Μέχρι τότε είχαν εκδοθεί δυο συλλογές ποιημάτων μου, μια δίγλωσση έκδοση με ποιήματα της Σύλβια Πλαθ και μετέφραζα Αγγλόφωνους ποιητές, «ούτε κατά διάνοια», της είπα, «ευχαριστώ, αποκλείεται!» ήταν η απάντησή μου. Πού να ξέρω πως θα έφερναν τα πράγματα τα γυρίσματα της τύχης!
Συνέχισα να μεταφράζω ποιητές και το 1978 αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στη θεωρία και πρακτική της λογοτεχνικής μετάφρασης στο πιο κοντινό μέρος, στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ της Αγγλίας. Εκεί άρχισα να μαθαίνω Ισπανικά και γνώρισα τον μέλλοντα σύζυγό μου, συμπατριώτη του Γκάμπο. Το ένα έφερε το άλλο κι εγκατεστημένη στο Παρίσι με τη νεογέννητη κόρη μου το 1981 πέσαμε πάνω στον συγγραφέα.[…]
[Η μεταφράστρια του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Κλαίτη Σωτηριάδου αφηγείται πώς ήρθε σε επαφή με τον συγγραφέα και το έργο του. Απόσπασμα από το κείμενο που δημοσιεύεται στο Φρέαρ τχ. 7, που ήδη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Ζωγραφική: Chinmaya Panda.].