Η Elvira Sastre, μια φρέσκια φωνή από την Ισπανία – είναι μόλις εικοσιδύο ετών – δηλώνει ότι κυνηγά το αδύνατο και ονειρεύεται με τα μάτια ανοιχτά. Την αγάπη της για τη λογοτεχνία και την ποίηση οφείλει στον πατέρα της, καθώς και στον ποιητή Gustavo Adolfo Bécquer (1836-1870), ο οποίος ξύπνησε μέσα της την ανάγκη να εκφραστεί μέσω της ποίησης.
Εκείνος ο στίχος “Τι είναι ποίηση;” μου καρφώθηκε στο μυαλό. Σκέφτηκα και ξανασκέφτηκα τόσες φορές αυτή την ερώτηση, που τελικά κατέληξα να γράψω ποίηση για να την απαντήσω.
Τα ποιήματά της, αν και πρωτόλεια ακόμη, είναι γεμάτα συναισθήματα και έχουν μεγάλη απήχηση στους νέους. Συνηθίζει να απαγγέλλει με τη συνοδεία της Adriana Moragues, η οποία είναι μουσικός. Το ποίημα που ακολουθεί είναι ουσιαστικά αυτό που την έκανε περισσότερο γνωστή μέσω του διαδικτύου και αντιπροσωπεύει το γενικότερο ύφος της ποίησής της.
Θέλω να κάνουμε μαζί όσα η ποίηση ακόμη δεν έχει γράψει
Μετάφραση: Ούρσουλα Φωσκόλου
Αντικρίζοντάς σε, καθένας θα έλεγε
ότι οι καταστροφολόγοι απέτυχαν:
δεν ήταν το τέλος του κόσμου που πλησίαζε,
ήσουν εσύ.
Σε βλέπω να έρχεσαι από τον διάδρομο
σαν κάποιος που βαδίζει δυο εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος
και νομίζει ότι κανένας δεν τον βλέπει.
Μπαίνεις στο σπίτι μου
—στη ζωή μου—
με τα χαρτιά σου ανοιχτά και τον αφαλό να κοιτάζει τον ουρανό,
με την αγκαλιά ανοιχτή
λες και τούτη τη νύχτα
μου προσφέρεις να πιώ ελεύθερα ποίηση από το στήθος σου,
και τα χέρια σου είναι γεμάτα, τόσο
που νιώθω ότι με αγγίζει ο κόσμος όλος
κι όχι η πιο όμορφη κοπέλα της γειτονιάς.
Κάθεσαι
και το πρώτο που κάνεις είναι να με προειδοποιήσεις:
Δε φοράω εσώρουχα
όμως τη σάρκα μου ντύνει μια πανοπλία.
Σε κοιτάζω
κι απαντώ:
Μου αρέσει τόσο το σήμερα
όσο με φοβίζει το αύριο.
Κι εγώ χαμογελώ
και σου φιλώ την πλάτη
και σου καλύπτω τα βλέφαρα
και η ασπίδα σου καταλήγει εκεί όπου βρίσκονται και οι άμυνες:
τσαλακωμένη στον κάλαθο των αχρήστων.
Κι εσύ χαμογελάς
κι ανακαλύπτεις το ανατρίχιασμα στην πλάτη μου
και λες ότι ζωή δίχως θάρρος
είναι δρόμος γυρισμού ατελείωτος,
και η δειλία μου ξεγυμνώνεται
κι αρχίζει να χορεύει με όλα της τα φανάρια στο κόκκινο.
Φιλώ
ένα προς ένα
όλα τα δευτερόλεπτα που σ’ έχω στο κρεβάτι
για να πάρω τα ρολόγια με το μέρος μου.
στον αποχαιρετισμό γυρίζουμε τον κόσμο μέχρι τη μέση
ώστε ακόμη κι αν αργήσουμε
να θέλουμε να επιστρέψουμε.
έρχεσαι και φεύγεις σαν τον καθένα,
όμως μέσα μου είσαι η μοναδική.
σου αρέσει η ελευθερία μου
κι εμένα μ’ αρέσει να νιώθω ελεύθερη στο πλευρό σου.
μου αρέσει η αλήθεια σου
και σε σένα αρέσει να επαληθεύεσαι στο πλευρό μου.
Έχεις το ομορφότερο δέρμα του κόσμου
για να γαντζωθώ επάνω του μέχρι τον χειμώνα που έρχεται.
έχεις μάτια που μιλούν καλύτερα απ’ τα χείλη σου
και χείλη που με βλέπουν καλύτερα κι από τα μάτια σου.
έχεις έναν ξεσηκωμό που φωτίζει τους τοίχους
πριν από το φως του ήλιου.
γέλιο ικανό να σώσει τη χώρα
και το βλέμμα εκείνων που ξέρουν να ονειρεύονται με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Και ξαφνικά περνάει,
χωρίς να το περιμένω έχει περάσει.
Δεν έχεις φύγει κι όμως μου λείπεις,
σε φίλησα μόλις
και το σάλιο μου πολλαπλασιάζεται, θέλοντας κι άλλο,
διασχίζεις την πόρτα
κι εγώ γλείφω πάλι τα δάχτυλά μου για να σε φυλάξω,
περπατώ στη Μαδρίτη
και σε θέλω μαζί μου σε κάθε γωνία.
Αν η λέξη είναι πράξη
τότε έλα να μου διηγηθείς τον έρωτα,
γιατί θέλω να κάνουμε μαζί
όσα η ποίηση ακόμη δεν έχει γράψει.