frear

Τρία μικρά αφηγήματα της Antonia Arslan

Μετάφραση: Ευαγγελία Γιάννου

Η αυλή με τα ηλιοτρόπια που μιλούν

Στέκομαι στις πολεμίστρες του κάστρου του Λοντζιάνο, στην ανάερη κιονωτή στοά, την αφημένη στον άνεμο, και κοιτάζω χαμηλά, στην κοιλάδα, τους γλυκούς λόφους της Τσεζένα που κατηφορίζουν κλιμακωτά ώς τη θάλασσα.
Αντικρίζω τα ίχνη της δουλειάς χιλιάδων ταπεινών καματάρηδων, που με το πέρασμα των αιώνων σχεδίασαν τούτο το ανθρώπινο τοπίο με τις καλλιέργειες και τα δέντρα, τα κανάλια και τους μυρωμένους θάμνους.
Μια μακρινή ησυχία με τυλίγει.
Κι έρχονται στον νου μου οι πίνακες που μόλις είδα, περνώντας από αίθουσα σε αίθουσα, κομμάτια της θαυμάσιας συλλογής του ποιητή Τίτο Μπαλέστρα, με τα ίδια ακριβώς τοπία, καθρέφτη μιας Ιταλίας λατρεμένης· είναι φτιαγμένοι με χέρι εργατικό από τους ζωγράφους του ιταλικού 20ού αιώνα, και τα τοπία τους έχουν μια ταπεινή, αρμονική ομορφιά· αλλά επίσης ξεχειλίζουν απ’ αυτή την ήρεμη δύναμη που ακουμπά στη γνώση των προηγούμενων γενεών και στρέφει το βλέμμα άφοβα προς εκείνες που είναι να ’ρθουν.
Ύστερα, ακριβώς κάτω από το κάστρο, σ’ έναν θρόμβο από σπίτια με τέλεια καμωμένες σκεπές, γεωμετρικά σφηνωμένες η μια στην άλλη, ξεχωρίζω μια πεντάγωνη αυλή με ψηλούς τοίχους ολόγυρα, και το προηγούμενο τοπίο τώρα συμπληρώνεται: έξω η εξοχή, μέσα το σπίτι με τον κλειστό του κήπο, λίγα καρποφόρα δέντρα, έναν καλύκανθο και μια φορσύθια, που θα ανθίσουν την άνοιξη, πρώτα ο ένας και μετά η άλλη, όπως στα κτήματα μιας άλλης εποχής. Σε μια γωνιά, λάμπει μια τούφα ηλιοτρόπια: γυρεύουν τον καλοκάγαθο ήλιο και του μιλούν.

Η σπηλιά των Νυμφών

Ένα μυθικό απόγευμα του Σεπτεμβρίου με πήγαν να επισκεφθώ τη σπηλιά των Νυμφών στην Τσερκιάρα της Καλαβρίας. Στο μυαλό μου είχα σχηματίσει μια δροσερή πηγή μες στα δέντρα, έναν τόπο με Νύμφες του δάσους· κι όμως βρέθηκα σ’ ένα άντρο της Σίβυλλας, μια επιβλητική βραχώδη σπηλιά απ’ όπου ανάβλυζε μια πηγή θειούχων υδάτων, η οποία κατόπιν χυνόταν σε μια πισίνα με ιαματικά λουτρά. Έμοιαζε με τόπο μαγεμένο.
Ψηλά στην απόκρημνη κορυφή, όπου οι δύο πλαγιές των βράχων πλησίαζαν η μια την άλλη, ήταν σαν να ξεπρόβαλλαν στ’ αλήθεια Νύμφες και μικροί σάτυροι που γελούσαν· το ολόθερμο νερό της πηγής απλωνόταν σε λιμνούλες που κάπνιζαν, τις οποίες διασχίζαμε με προσοχή.
Αισθάνθηκα να με τυλίγει η ζεστή αγκαλιά της γης, που νέο σφρίγος πια τη διαπερνούσε, σαν να συνέρρεαν σ’ εκείνη την απόμακρη γωνιά του κόσμου βαθιά κρυμμένες ενέργειες, ανεξιχνίαστες κι όμως υπαρκτές, κι εγώ τις ρουφούσα με απέραντη ευτυχία. Και τότε συλλογίστηκα ότι για τον καθένα υπάρχει ένας κάποιος τόπος που να του δίνει δύναμη και χαρά· αλλά και πως για τον καθέναν από μας αυτός ο τόπος δικαιωματικά διαφέρει.
Έχουμε την πεποίθηση ότι κάνουμε τις επιλογές μας, πως είμαστε κύριοι της μοίρας μας – κι ορθώς μάλιστα· αλλά αντίθετα δεν είμαστε εμείς που αποφασίζουμε ποια στιγμή θα νιώσουμε ζωντανοί βαθιά μέσα μας, πότε θα γνωρίσουμε την αληθινή χαρά, πότε θα μεθύσουμε από ευτυχία. Αυτό είν’ ένα δώρο που μας χαρίζεται και κανείς δεν ξέρει πότε θα ’ρθει. Στο χέρι μας είναι να μην το αρνηθούμε, από αμφιβολία ή δειλία.

Δάκρυα κι επιφυλακτικότητα

Ποιος ήταν ο προορισμός σου, χαριτωμένο κορίτσι με τα μεγάλα μαύρα μάτια και τα περίεργα αραιωμένα φρύδια, με το χλωμό αλλά μεγαλόπρεπο, άψογο οβάλ πρόσωπο;
Γιατί σιγόκλαιγες μες στο τρένο, κουλουριασμένη στο βαγόνι σου; Κι αργότερα, αφού μίλησες με κάποιον στο τηλέφωνο, υψώνοντας τη φωνή σου ταραγμένη, ξανάρχισες να κλαις πιο δυνατά, απαρηγόρητη;
Ποιος σου φέρθηκε άσχημα στο τηλέφωνο;
Ποια βασανιστική αγωνία ξύπνησε μέσα σου μυστήρια λόγια, ψιθυρισμένα στ’ αυτί, λόγια από τα οποία μπορούσα να δω μόνο την επίδρασή τους πάνω σου;
Φτάνοντας στον ήσυχο νυχτερινό σταθμό, φύσηξες τη μύτη σου με θόρυβο, προσπαθώντας να συνέλθεις· αλλά σε πρόδιδαν τα κοκκινισμένα, πυρετωμένα μάτια σου.
Κι εγώ δεν ήξερα πώς να σε πλησιάσω.
Θα έπρεπε ίσως να σε αγκαλιάσω, ευγενική άγνωστη;
Κι εσύ πώς θα αντιδρούσες σ’ αυτή μου την «παρέμβαση», όπως το λένε σήμερα, με την τόση επιφυλακτικότητα που έδειχνες;
Για μια φορά, ντράπηκα.
Ή ίσως να κρύωνα, ήταν αργά, βιαζόμουν: είναι τόσο εύκολο να προσπεράσεις τον άλλον, όταν ακραγγίζεις τη δυστυχία του.
Ίσως πάλι να μην ήθελα να γίνω ο ώμος πάνω στον οποίο να κλάψεις, ν’ ακούσω άλλη μια ιστορία θλίψης κι ερωτικής αποτυχίας, να μελαγχολήσω.
Με νίκησε η κούρασή μου, κι εσύ πιθανώς, νεαρό μου κορίτσι, απλά να έχεις συνηθίσει να παίρνεις ύφος ή να κλαις εύκολα.
Αλλά αυτό δε θα το μάθω ποτέ, και τώρα σφίγγεται η καρδιά μου.
Οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν, και δε θα μάθω ποτέ το γιατί.


[Από τη συλλογή διηγημάτων Il cortile dei girasoli parlanti, Piemme, Μιλάνο, 2010, σελ. 61-62, 67-68, 165-166.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη