Senso (1954)
Luchino Visconti
Από τη δεκαετία του ‘40 και το νεορεαλιστικό άγριο κόσμο του ossesione, μέχρι τo σπαρακτικό αισθησιασμό του θανάτου στη βενετια, τη δεκαετία του ‘70, το μοτίβο του καταραμένου έρωτα, που καθώς δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, επιφέρει πόνο και σπαραγμό, κυριαρχεί στις αριστουργηματικές ταινίες του Λουκινο Βισκοντι. Το πανέμορφο Senso, συνιστά ένα σημείο καμπής στη φιλμογραφία του. Ο Βισκόντι, αριστοκράτης του Μαντρόνε, και συνειδητός μαρξιστής στη ζωή και την ιδεολογική αντίληψη των ταινιών του (αντίφαση που του επέφερε τη χαρακτηριστική ονομασία ο «κόκκινος κόμης» στρέφεται με το Senso για πρώτη φορά στη φόρμα και το λυρισμό του μελοδράματος μέσα από την ιστορία της κόμισσας Λίβια Σερπιέρι, και του αυτοκαταστροφικού της έρωτα, για τον λοχαγό Franz Mahler, έναν άντρα όμορφο και κυνικό,έναν τυχοδιώκτη που δεν έχει το βάθος να βιώσει τα πράματα όπως αυτή,ο σκηνοθέτης επιστρέφει λοιπόν στην καταβολή του, το χώρο της παιδική του ηλικίας, το περιβάλλον της ιταλικής αριστοκρατίας.
Το οποίο, όμως, μέσα από την θλιμμένη του ματιά, δεν έχει απλώς την οπτική γοητεία, του κόσμου του Τζεφιρέλι (που διόλου τυχαία δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη στο Senso) ή των αναγεννησιακών καλλιτεχνών, αλλά είναι ένας κόσμος μιαρός, που εγκρύπτει υποκρισία και καταπίεση. «Ήρθα στον κόσμο την ημέρα των νεκρών και αυτή η ημερομηνία με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή σαν κακός οιωνός», έχει δηλώσει.
Η ύπαρξη τύπων που καθορίζουν τη κίνηση και τη καθημερινότητα των ευγενών σε βαθμό απόλυτο, σε συνδυασμό με εσωτερικούς χώρους και σαλόνια διαμορφωμένα σα θεατρικά σκηνικά, κατατρέχουν τους ευγενείς του Βισκόντι. Ο ρόλος του καθενός είναι αυστηρά προκαθορισμένος, όπως και οι μικρότερες πράξεις και λέξεις του, με αποτέλεσμα η επιθυμία, που αφυπνίζεται ορμητική, να ανάγεται σε ένα ένστικτο απελευθερωτικό και διαβρωτικό ταυτόχρονα. Όσοι θεωρούν τον Βισκόντι φορμαλιστή δε θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερο άδικο. Η ερωτική επιθυμία στον Βισκόντι δεν είναι πολύ διαφορετική από τα παράδοξα ένστικτα των ηρώων του Μπουνιουέλ. Οι ήρωες του, όμως, σε αντίθεση με τα αδίστακτα σχεδόν πρόσωπα του Μπουνιουέλ, έκπληκτοι βιώνουν μεγεθυμένα τα όσα τους συμβαίνουν —σαν τρομαγμένα παιδιά.