Ποιήτριες και ποιητές που ανήκουν στον κύκλο του περιοδικού, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, έγραψαν στη Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία τη δική τους ερμηνεία για την ποίηση:
Κατοικεί στα σωθικά – του Γιώργου Χ. Στεργιόπουλου
Κάποια πράγματα στη ζωή μπορεί κανείς να τα ζωγραφίσει, να τα τραγουδήσει ή να τα χορέψει, μα δεν γίνεται να τα εξηγήσει. Σε αυτό το σημείο της έκφρασης εμφανίζεται, ως από μηχανής θεός, η ποίηση: Μια υπερβολή, σφηνωμένη καταμεσής εξήγησης και αλήθειας.
Ο άνθρωπος δεν έχει απλά δικαίωμα στην ποίηση. Εχει υποχρέωση, όντας ο ίδιος μια ζωντανή υπερβολή. Κοιτάξτε τον! Ολόκληρος, μια ατέρμονη προσπάθεια για δημιουργία καθώς όλα γύρω του -μαζί κι αυτός- πεθαίνουν. Κι αυτή, λοιπόν, είναι και η ανάγκη της ποίησης: Δεν χρειάζονται οι ήρωες τον στίχο, η ποίηση χρειάζεται τους ήρωες για να επιβιώσει.
Η λέξη «ποίηση» θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί, εννοιολογικά, ένα επίθετο της ελληνικής γλώσσας κι όχι ένα ουσιαστικό. Να αναγνωρίζουμε δηλαδή την ποίηση στα αντικείμενα όπως λέμε ετούτο είναι «όμορφο» ή «μικρό» ή «λαμπερό». Συνακόλουθα, «ετούτο είναι ποίηση». Θαρρώ πως, η ποίηση, ως έννοια, είναι ένα χαρακτηριστικό που αποδίδεται σε αντικείμενα και καταστάσεις, προσδιορίζοντας χαρακτηριστικά κάλλους, συναισθήματος και πληρότητας.
Μα, ξανά, ετούτη η σκέψη είναι ανεπαρκής. Πώς να ερμηνεύσει κανείς την ίδια την υπερβολή, δίχως να υπερβάλει; Γι’ αυτό ας το θέσουμε αλλιώς: Δεν ξέρω τι είναι τελικά η ποίηση, αλλά ξέρω πού κατοικεί: Στα σωθικά. Αβάσταχτη, είτε ολόγυμνη είτε ντυμένη.
Καλή αντάμωση στα γουναράδικα της Υπαρξης! – του Νικόλα Ευαντινού
Ημουν δεν ήμουν δέκα χρόνων όταν ένα πρωί παρατηρούσα τον μικρό μου αδερφό, μωρό ακόμα, να σκαλίζει παίζοντας στον κήπο της γιαγιάς μας.
Λασπωμένος, ανέγγιχτος από τη μητρική επιτήρηση, έθαβε σπόρους στο χώμα. Εχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια και πλέον κάθε Μάη γεύομαι τα μούσμουλα μιας μουσμουλιάς φυτεμένης από την ακούσια παιδική σοφία του αδερφού μου.
Εχετε πίστη. Δεν γεννιόμαστε.
Φυτρώνουμε. Και μάλιστα
εκεί που δεν μας σπέρνουν!
* Το να φυτεύεις λοιπόν πραγματικότητες από περιέργεια για τα όρια τα δικά σου και του κόσμου στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα, δίχως απολύτως καμιά σκοπιμότητα, είναι αυτό που για σένα συνιστά την ποιητική πράξη. Τι όμως προηγείται, ποια η προϋπόθεση για να την επιτελέσεις;
* Ο κόσμος δεν γερνάει, η Φύση, η εσαεί γεννώσα, πεθαίνει και γεννιέται και ο άνθρωπος εντός της είναι εκείνος που μετέρχεται του θαύματος. Οταν ο χρόνος των ρολογιών υποκύπτει στο Χρόνο (δηλαδή όταν η κλεψύδρα δεν χωρά την άμμο, αλλά απεναντίας κάθε στιγμή διαρρηγνύεται αφήνοντας την άμμο ατέλειωτη να απλώνεται), όταν το εσωτερικό σύνταγμα της ανθρώπινης ψυχής διέπεται από την Αρχή της αγίας παιδικής περιέργειας, τότε ο κόσμος κερδίζει την αληθινή του διάσταση, αυτήν της Ποίησης.
* Αντε κι είναι έτσι… πώς την κάνεις γραπτή, πώς να την χωρέσουνε οι λέξεις; Να δούμε πόσο ζωντανός θα βγεις μετά από τόσο ίλιγγο. Θα σε γδάρει η γλώσσα, ρε τσογλάνι!
* Ε, τότε καλή αντάμωση στα γουναράδικα της Υπαρξης!