frear

Πανηγυρικός λόγος – του Παντελή Πρεβελάκη

[…]

Ο Σηκωμός του ’21 λαμβάνει εξαρχής χαρακτήρα αρχετυπικού γεγονότος, που η φαντασία των αγωνιστών το ανάγει αυθορμήτως στην πολεμική αναμέτρηση των Ελλήνων και των Περσών. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσουμε την κραυγή του Νικηταρά προς τους υποχωρούντες Τούρκους στη μάχη στα Δολιανά (1821): «Σταθείτε, Περσιάνοι, να πολεμήσουμε!» Το Έθνος είχε διατηρήσει, ας ήταν και θολωμένη, την ανάμνηση της ευγένειάς του. «Όσο βαρύτερα ήταν πλακωμένο, τόσο εβαθύνετο το αυτόνομο ελληνικό πνεύμα», κατά τον Ιάκωβο Πολυλά στα σολωμικά του Προλεγόμενα.

Προς τον αρχαίο αγώνα ομοιάζει ο νέος και κατά τούτο: τόσο οι αρχαίοι όσο και και νεότεροι Έλληνες είχαν πιστέψει στο δίκιο τους και επομένως στη θεϊκή προστασία. Η ύβρις των Περσών επιδρομέων είχε επισύρει την Άτην. Το ίδιο και η αδικία των Τούρκων κατακτητών, που είχαν εκδιώξει από την αρχαία γη τις θυγατέρες της Θέμιδας, την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη. Όσοι από τους αδικητές δεν είχαν υπερφρονήσει έβλεπαν να επέρχεται στα κεφάλια τους η θεϊκή τιμωρία. Σε δυο σελίδες του Μακρυγιάννη –σελίδες με μεγάλη ηθική σημασία– εμφανίζεται ένας Τούρκος μπέης που λέγει στους ομοθρήσκους του, στο πρώτο ξέσπασμα του Σηκωμού των ραγιάδων: «Πασάδες και μπέηδες θα χαθούμε! Ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβο, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντσέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε• και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι…». Ο ίδιος μπέης παραγγέλνει στον Μακρυγιάννη να συστήσει στους Έλληνες καπεταναίους «να ’χουν δικαιοσύνη εις τον κόσμον, να πάνε εμπρός». «Να ’χουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρει τέλος [ο πόλεμος], να ησυχάσουμε και εμείς οι Τούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του».

Δυστυχώς η παραίνεση του φιλοδίκαιου Μουσουλμάνου στους Έλληνες οπλαρχηγούς δεν έπιασε τόπο. Η πατρίδα αδικήθηκε πολλές φορές από τα ίδια τα παιδιά της: από τα πείσματα, τους ανταγωνισμούς και τις απερισκεψίες τους. Οι συμφορές που επακολούθησαν έκαμαν τους αγωνιστές ν’ αναρωτηθούν μήπως ο Θεός τους είχε εγκαταλείψει. Ύστερα από πέντε χρόνια πολέμου, γενική κατάθλιψη τους έχει κυριεύσει, ιδίως μετά την πτώση του Μισολογγιού. Ιδού πώς ο Κολοκοτρώνης περιγράφει τη συντριβή τους, όταν έφτασε η θλιβερή είδηση στην Επίδαυρο, όπου συνεδρίαζε η Γ΄ Εθνική Συνέλευση, τον Απρίλιο του 1826: «Μας ήρθε είδησις ότι το Μισολόγγι εχάθη. Έτσι εβάλαμεν τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρενε κανένας, αλλά εμέτραε καθένας με τον νουν του τον αφανισμό μας».

Οι αγωνιστές του ’21 έζησαν πάνω στην αιχμή της ζωής και του θανάτου. Τούτο ακριβώς σημαίνει ο όρκος τους «Ελευθερία ή Θάνατος». Αλλ’ όταν το φαινόμενο αυτό διευρύνεται σε εθνική κλίμακα, η ευθύνη του αρχηγού αποβαίνει συντριπτική. Ο γενναίος είναι έτοιμος να θυσιαστεί, αλλά η ψυχή του διστάζει όταν από τη δική του απόφαση διακυβεύεται η τύχη του Έθνους. Αυτό τούτο είναι το τραγικό δίλημμα. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να σύρει στο θάνατο τους πολλούς. Πριν από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού, στα 1866, είναι μαρτυρημένο ότι ο Ηγούμενος Γαβριήλ έβγαλε ένα κορίτσι να φέρει γύρο τα κελιά του μοναστηριού και να ρωτήσει τις γυναίκες: «Ποια θέλει να ’ρθει να καεί στο λαγούμι;» Ο Καψάλης ενεργεί κατ’ αντίθετη έννοια στο Μισολόγγι, όταν αποφασίζει να βάλει φωτιά στο μπαρούτι που θα τον αναρπάσει στους ουρανούς. Απευθυνόμενος σε κείνους που ετοιμάζονται για την Έξοδο, διακηρύσσει την αυτονομία του: «Ορμήνια δε θέλω καμιά μόν’ ώρα καλή σας. Κι όταν φτάσετε στο ριζοβούνι, ακούτε και βέπετε τον Καψάλη σας που θα απετά!» Ολότελα διαφορετική είναι η στάση του αρχηγού που φέρει την ευθύνη του συνόλου: το άτρομο βλέμμα του γίνεται ξάφνου γνοιασμένο. Η πατρίδα είναι προορισμένη για ζωή αθάνατη• το «μέλαν νέφος του θανάτου», καθ’ Όμηρον, κρέμεται μονάχα πάνω από τους θνητούς…


[Έργο του Θεόφιλου.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη