Γράφει ο Δημήτρης Αγγελής:
Ο εορτασμός της 21ης Μαρτίου ως Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης υπονοεί κατά κάποιον τρόπο ότι η ποίηση αποτελεί ήδη ένα προστατευόμενο ή αδύναμο λογοτεχνικό είδος κι ότι γι’ αυτό χρειάζεται απαραιτήτως μια ημερομηνία για να τη θυμόμαστε.
Παρ’ όλ’ αυτά, το κύρος της παραμένει υψηλό, αφού πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες μπαίνουν στον κόπο να δημοσιεύσουν συλλογές διεκδικώντας τον επίζηλο τίτλο του ποιητή, που φαίνεται να φέρει ακόμα την αίγλη παλαιότερων εποχών. Αν τελικά από κάποιον υπονομεύεται και κινδυνεύει η ποίηση είναι από τους ίδιους τους συγγραφείς της, από τον ερμητισμό, την αυτοαναφορικότητα και τον ελιτισμό, από το μελωμένο, άρρυθμο στίχο τους, την εξεζητημένη λεπτολογία και τις παραλογοτεχνικές τους συμπεριφορές.
Γι’ αυτό το λόγο, άλλωστε, ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, που τόσο εύστοχα έχει αποτυπώσει τις αντιλήψεις και τις διαθέσεις της λαϊκής ψυχής, έχει καταγράψει σαφώς, και σε εποχές που λόγω των μελοποιήσεων ήταν στο στόμα όλων τα ποιήματα, ποια είναι η άποψή του για τον ποιητή: στο «Τύφλα να ‘χει ο Μάρλον Μπράντο» (1963), του Ορ. Λάσκου, ο ποιητής είναι απλώς ο γητευτής των κοριτσιών, ενώ στο «Ξύπνα Βασίλη» (1969), του Γ. Δαλιανίδη, είναι ο πομπώδης και ολίγον διαταραγμένος υμνητής του καθεστώτος.
Το ερώτημα όμως παραμένει: γιατί δεν συγκινεί τον αναγνώστη η σύγχρονη ποίηση; Φταίει ο ίδιος που δεν παρακολουθεί τις ποιητικές εξελίξεις και θέλει μεμιάς να κατανοήσει τα πάντα, ή ευθύνεται ο ποιητής, που θεωρώντας την τέχνη του αριστοκρατική απευθύνεται μόνο στους μυημένους; Είναι βέβαιο ότι την ευθύνη την έχει περισσότερο εκείνος που προκαλεί την επικοινωνία και είναι αρκετά τα φάρμακα που έχουν προταθεί γι’ αυτήν την προβληματική σχέση: η αναμάγευση, η επιστροφή στην κοινωνική ποίηση, στην ομοιοκαταληξία ή στο συναίσθημα κ.λπ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες προτάσεις περιέχουν ή υπονοούν την παλιννόστηση μιας περασμένης εποχής, έστω κι αν αυτή δεν πρόκειται να συμβεί με όρους μόνο του παρελθόντος. Αν τούτο υποδηλώνει το αδιέξοδο του μοντερνισμού ή αποτελεί καταστατική λειτουργία της ποίησης, λόγω του εγγενώς ανακλητικού χαρακτήρα της, είναι μια μεγάλη συζήτηση που δεν μπορεί να γίνει εδώ.
Τι θα έπρεπε να γίνει;
1. Η ποίηση πρέπει να συνομιλεί με το σήμερα, να εκφράζει συναίσθημα, ν’ αποφεύγει την ασάφεια, χωρίς όμως να λησμονεί ποτέ ότι το ποιητικώς ονομάζειν υπήρξε το κατ’ εξοχήν προνόμιο του Αδάμ. Ανάλογα και ο σύγχρονος ποιητής οφείλει με το λόγο του να ελευθερώνει τις λέξεις απ’ το νόημα που τους έχει πιστώσει η χρόνια χρήση τους, να τις εξομολογεί και να τις αναβαπτίζει στην αθωότητα, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξή του (και του αναγνώστη) στον κόσμο, μέσα απ’ το συμβολικό, ηθικό και πνευματικό πλεόνασμα που φέρει η λέξη.
Δεν χρειάζεται λ.χ. να κάνεις τη στενοχώρια σου ποίημα αν δεν μπορείς να δώσεις την ξεχωριστή ποιότητα του αισθήματός σου με τρόπο ιδιαίτερο κι αν το προσωπικό δεν μπορεί να αποκωδικοποιηθεί ώστε να γίνει και συλλογικό. Το γεγονός ότι τα περισσότερα ποιητικά βιβλία κυκλοφορούν με οικονομική συμμετοχή του συγγραφέα τους κι ότι η κριτική, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αποφεύγει να γίνεται δυσάρεστη, δεν βοηθά τη βελτίωση της συνολικής εικόνας.
2. Για να συνομιλήσει η ποίηση με το παρόν θα πρέπει να επανεξετάσει τον τρόπο της εκφοράς της, τη σχέση της κυρίως με την προφορικότητα. Οταν το ποίημα γράφεται για ν’ ακούγεται, αποκτά αναγκαστικά ρυθμό και ο στίχος.
3. Το ποίημα πρέπει να εκφράζει την ένδεια τού νυν, χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό του λαϊκισμού, της κομματικής στράτευσης, της ποδηγέτησης των συνειδήσεων. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα πολιτική ποίηση, που όμως δεν θα καθρεφτίζει άμεσα τις εντάσεις του κοινωνικού πεδίου, αλλά θα το αποτυπώνει μέσα από διαμεσολαβητικούς μύθους ώστε να υπερβαίνει το επικαιρικό.
Σε αλλοτινούς, κρίσιμους καιρούς η ποίηση αναδείχτηκε σε καιρό της Ιστορίας, εκφράζοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τις πληγές απ’ τα καρφιά ενός ολόκληρου κοινωνικού σώματος που υπήρχε εσταυρωμένο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο άφηνε χώρο σε μια εκμύθευση του πραγματικού, αλλά και σε μια μεταφυσική διάνοιξη του παρόντος, στοιχεία που από τη μεταπολίτευση και μετά εξωθήθηκαν, από τη σταθερή πορεία προς την ιδιώτευση, στο περιθώριο.
Οι ορίζοντες της ποίησης δηλαδή στένεψαν, όχι επειδή έπαψε το παρόν να λειτουργεί ως πρόκληση, αλλά επειδή σταδιακά καταργήθηκε, μπροστά στις πολλαπλασιαζόμενες οθόνες, το «εμείς», ή καλύτερα έπαψε να ενσωματώνεται και να εκτίθεται ως πένθος μέσα στο ποίημα. Αν θέλουμε ν’ ανακαλύψουμε εκ νέου το λυρισμό θα πρέπει να θέσουμε στο επίκεντρο των αναζητήσεών μας μια πολιτική ή καλύτερα μια ηθική κλήση της ποιήσεως.
4. Οσον αφορά την ποίηση που γράφεται στην Ελλάδα, παρατηρούμε σήμερα ραγδαίες ανακατατάξεις: η μέχρι πρότινος κυρίαρχη γενιά του ’70, με το κλείσιμο των περιοδικών της και την έκδοση συγκεντρωτικών συλλογών από τους ποιητές της, φαίνεται πως σταδιακά αποσύρεται απ’ το προσκήνιο.
Οι ποιητές του ’80 είναι ολιγάριθμοι και δεν έχουν ανάλογη δυναμική, ενώ στη δεκαετία του ’90 εμφανίστηκαν ακόμα λιγότερα αξιόλογα ονόματα. Ετσι, αίφνης, η ευθύνη για μια αλλαγή κατεύθυνσης πέφτει στους νεανικούς ώμους ποιητών που εμφανίστηκαν μετά το 2000 -κάποιοι απ’ αυτούς παραμένουν αδιαμόρφωτοι, άλλοι έχουν ήδη προσφέρει αξιόλογα δείγματα γραφής.
Αυτή η παρατηρούμενη ασυνέχεια, παρ’ όλα τα επιμέρους μειονεκτήματα (π.χ. πολλοί απ’ τους νεότερους χαρακτηρίζονται από άγνοια της πρότερης παράδοσης ή τάση για υπερβολική έκθεση και αυτοπροβολή), είναι απαραίτητη για την αλλαγή πορείας και μας επιτρέπει για την ώρα να αισιοδοξούμε.
[Πρώτη δημοσίευση: Ελευθεροτυπία, 22.03.2014]