frear

Για τον Ευχέτη του Γιώργου Δουατζή – της Ιφιγένειας Σιαφάκα

Γιώργος Δουατζής
Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη
Λιβάνης, 2008

–Ξεχνάς ότι είμαι ποιητής. Για τα πεζογραφήματα το πρόβλημά μου δεν είναι πώς θα χειριστώ τη μυθοπλασία, πώς θα στήσω δηλαδή ένα παραμύθι, στο οποίο θα χωρέσουν κάποια πράγματα. Είναι πολύ απλό κάτι τέτοιο. Γιατί όμως να μεταφέρω κομμάτια προσωπικής ζωής για να έχω κάτι τέτοιο;

–Δεν είναι για όλους εύκολο αυτό.

–Για μένα είναι πολύ εύκολο. Το ξέρεις κι εσύ πόσο εύκολο είναι, γράφοντας καθημερινά το ρεπορτάζ σου. Το θέμα είναι πόσο γεννάει το μυαλό παραγωγικές σκέψεις, πόσο καλλιεργείς το πνεύμα σου και πόσο μπορείς να κεντρίσεις τον αναγνώστη να προχωρήσει παραπέρα. Πέρα από σένα. Όσο σε ξεπερνάει ο αναγνώστης, τόσο πιο επιτυχημένο είναι το έργο σου. Όπως ο μαθητής το δάσκαλο. Αν δεν τον ξεπεράσει, έχει αποτύχει ο δάσκαλος.

–Δηλαδή, υποτιμάτε την αναγκαιότητα του μύθου σε ένα βιβλίο;

–Όχι. Βρίσκω άκρως ενδιαφέροντα το μύθο. Όμως για μένα είναι πρόσχημα, όχημα επικοινωνίας, για να μπορέσω να πω στον αναγνώστη όσα σκέφτομαι. Εκτός αν λειτουργήσω ως ένας διασκεδαστής, που δεν έχει απολύτως τίποτε να πει. Βιβλία που τα διαβάζει κάποιος απλώς για να περνάει η ώρα για μένα δεν έχουν λόγο ύπαρξης.

–Ο μυθιστοριογράφος έχει όχημα επικοινωνίας τα βιβλία του, για να επικοινωνεί με τον κόσμο.

–Δε διαφωνώ, Τέρπανδρε. Απλώς, εμένα ως αναγνώστη με κερδίζει η ουσία του υλικού και όχι το φέρον όχημα.

****
Ήταν κάτι τεράστια δωμάτια ψηλά, χωρίς παράθυρα αλλά με φως και δεν ξέρω από πού ερχόταν τόσο φως στα ολόχτιστα ψηλά δωμάτια κι ένιωσα να εισπνέω, το στήθος μου φούσκωνε, φούσκωνε και, μόλις ακούμπησα στον τοίχο που με έπνιγε, αυτός έγινε κομμάτια, λες και ήταν από λεπτό γυαλί, έγινε κομμάτια, αυτός ο τεράστιος πέτρινος ψηλοτάβανος χώρος κι εγώ περπατούσα αργά, ήρεμα με πολλή δύναμη ως φαίνεται και έπεφταν οι τοίχοι κι εγώ περπατούσα ανάμεσα στα συντρίμμια κι έλεγα «δεν είναι δυνατόν να υποχωρούν σαν θρύψαλα τέτοιοι τοίχοι», κι όμως βάδιζα συνέχεια, από τοίχο σε τοίχο, διασχίζοντας πολλά δωμάτια πολλά, ώσπου είδα από πού ερχόταν το φως με τις τρεις πηγές, αφού ήταν τρεις ήλιοι –ίδιο σχήμα, μέγεθος, ένταση φωτός– και πηγαινοέρχονταν σαν εκκρεμή φωτιστικά στο θόλο του ουρανού, που τον φανταζόμουν, δεν τον έβλεπα, γιατί πού να δεις ουράνιο θόλο, κι έπειτα με μια πολύ μικρή ώθηση στα πόδια βρέθηκα να ίπταμαι, σε μια ήρεμη, σταθερή σε τροχιά πτήση και πλησίαζα, πλησίαζα τους τρεις ήλιους κι έβλεπα πόσα συντρίμμια άφησα πίσω μου εκεί κάτω και πλησίαζα στους ήλιους και δεν τυφλώθηκα καθόλου όταν βρέθηκα στα έγκατα του φωτός κι εκεί πλημμύρισα αγαλλίαση, ναι, αγαλλίαση ήταν και τώρα που σου μιλάω είμαι μπουκωμένος υπέροχο φως. Πανυψίστη, υπέροχο, γιατί δεν σου είπα πως οι τοίχοι έμοιαζαν με μάσκες, με προσωπεία πανάρχαια που τα φέρουν αιώνες οι άνθρωποι κι αιώνες προσπαθούν να τα συντρίψουν, γι’ αυτό κι εγώ νιώθω τόση αγαλλίαση τώρα, με τόσο φως να με έχει αγκαλιασμένο.


efxetis01

Ένα ιδιαίτερο βιβλίο, γραμμένο υπό μορφή διαλόγου, ανάμεσα σ’ έναν δημοσιογράφο και έναν ποιητή – θα λέγαμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον ενός μοντέρνου πλατωνικού διαλόγου.
Η γραφή, απλή και ρέουσα, έχει τα χαρακτηριστικά της καθημερινής συνομιλίας, και δη της συνομιλίας που θα μπορούσαμε να έχουμε ως αποτέλεσμα μίας απομαγνητοφωνημένης συνέντευξης. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, παρεμβάλλονται, με δύο διαφορετικές γραμματοσειρές κάθε φορά, οι σκέψεις των συνομιλητών από τη μία και η ποιητική γραφή από την άλλη, η οποία βρίσκεται ουσιαστικά και στο κέντρο της αφήγησης, όπως αυτή τίθεται τοπο:λογικά μέσα στο βιβλίο, καθώς η ποίηση επαναδιαπραγματεύεται με διαφορετικούς πλέον όρους το εκάστοτε αντικείμενο της συζήτησης. Ο αναγνώστης θα συναντήσει επιπλέον κομμάτια που θα μπορούσαν να αποτελούν και μέρη ενός πεζογραφήματος.

Από αφηγηματολογικής, συνεπώς, απόψεως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος που ο Γιώργος Δουατζής χειρίζεται τον αφηγητή: το βιβλίο ξεκινά με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του δημοσιογράφου, περνάει στα διαλογικά μέρη, υιοθετεί τον εσωτερικό μονόλογο των δύο συνομιλητών στα ενδιάμεσα, διαμεσολαβεί το πρόσωπο του ομιλούντος ποιητικού υποκειμένου και εν συνεχεία προχωρά ευρηματικά σε δύο νέα στοιχεία— στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ποιητή (ή συγγραφέα μάλλον του βιβλίου;) του απευθυνόμενου πλέον άμεσα στον αναγνώστη αλλά και στη συζήτηση μεταξύ των δύο συνομιλητών για τον αφηγητή-συγγραφέα του βιβλίου.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πρόσωπα αναγνωρίζονται ως ήρωες της μυθοπλασίας, που πιστοποιούν την αλήθεια της. Αξιόλογο στοιχείο, διά του προαναφερόμενου χειρισμού, είναι η απόφανση για την αφηγηματική περσόνα: το μήνυμα είναι σαφές, ο συγγραφέας βρίσκεται παντού, «μετα:μορφωμένος διά της ιδέας και όχι διά της βιογραφικής σηματοδότησής του», προκειμένου να βρει τρόπους ώστε να επικοινωνήσει την ιδεολογική θέση, η οποία και στηρίζει το εκάστοτε οικοδόμημά του.

Στην ουσία ο Γιώργος Δουατζής γράφει θεωρητικά (διαλογικά μέρη) αλλά και πρακτικά (δομώντας το βιβλίο και κάνοντας επιλογές) αφενός για την πρακτική της αφήγησης πραγματικών και υπαρκτών συμβάντων/γεγονότων (δημοσιογραφία/συνέντευξη) και αφετέρου για την κατασκευή της εξιστόρησης του «μύθου» (λογοτεχνία: ποίηση και πεζογραφία). Το θέατρο, μέσα από τα διαλογικά μέρη είναι παρόν επίσης.

Η πραγματικότητα της δημοσιογραφίας, ωστόσο, θα μπορούσε να διαπλέκεται κάλλιστα με το «μύθο» της λογοτεχνίας καθιστώντας τη λογοτεχνία ένα αντιαισθητικό όχημα βιογραφικού υλικού, όπως επίσης και η βιογραφική χρήση της λογοτεχνίας θα μπορούσε να τέμνεται με τη μυθομανία της δημοσιογραφίας. Εν ολίγοις, στο βιβλίο διακρίνονται προβληματισμοί που σχετίζονται με τις τεχνικές, τη δύναμη και τη λειτουργία των δύο Λόγων, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό – προβληματισμοί που φέρουν στην επιφάνεια συγκρούσεις, αυταπάτες και απομυθοποιήσεις.

Ποιος άραγε είναι ο ρόλος αυτών των δύο δημόσιων Λόγων και τι αξία μπορεί να έχουν και οι δύο όταν ο στόχος τους δεν είναι ανθρωποκεντρικός; Όταν αντιθέτως συνιστούν μία απλή κατασκευή, όχι για την αποκάλυψη και τον εξορκισμό της τραγικής ανθρώπινης μοίρας αλλά για τη συγκάλυψή της με τεχνάσματα, θέσεις και συμπεριφορές, που καθιστούν τον άνθρωπο ακόμη τραγικότερο; Ποια τελικά είναι η αξία του λόγου της ποίησης (αλλά και όλης της λογοτεχνίας), πόσο «μεγάλος» μπορεί να είναι αυτός ο λόγος, όταν ο επιτηρητής της έχει αποτύχει στο πανανθρώπινο ζητούμενο που είναι η αγάπη πρωτίστως για τον ίδιο και κατ’ επέκτασιν γι’ αυτούς που εννοείται ότι υπηρετεί; Οι γράφοντες αναρωτιούνται για την ουσία της διαδικασίας της γραφής ή προτάσσουν ναρκισσευόμενοι το μέγεθος της εικόνας της εικόνας τους… της ομιχλώδους και ασαφούς σκιάς τους;

Tι «σύμπτωμα» είναι αυτό ώστε να δημοσιοποιείται και εξ ονόματος ποιας «ελευθερίας», όταν ο ίδιος ο γράφων είναι γερά πιασμένος στο δόκανο μιας εσωτερικής ανελευθερίας που η γραφή δεν κατορθώνει να πατάξει, αλλά και της ανελευθερίας επιπλέον που τον αναγκάζει να κινείται σε κοινωνικές δομές που ο ίδιος δεν έχει επιλέξει; Είναι ο γράφων ένας δημοσιογράφος υποταγμένος στα τραστ της συγγραφικής κλίκας και πώς διαφοροποιείται από τον πολιτικό; Τι ακριβώς «πουλάει» εκδιδόμενος; Eίδηση πόνου, μεγαλείου, ανωτερότητας, αυτάρκειας ή μήπως μία απέλπιδα κραυγή αναγνώρισης, που θα μπορούσε να ονομαστεί και ματαιοδοξία;

Kι αν έχει ανάγκη από αυτήν την «αναγνώριση», είναι άραγε το «αναγνωρίσιμο» δημιούργημα που λειτουργεί ως μία εν δυνάμει «υπόσχεση» για τo αίτημα αυτό ή συνιστά εντέλει ο ίδιος τη χρυσή τομή μιας a priori αυτοαναγνώρισης ως δημιουργού ενός κόσμου που ανασυντίθεται εκ του μηδενός; Ποια θέση, άραγε, οικειοποιείται έναντι της πράξης της γραφής, αυτήν του «μικρού θεού» έναντι του εαυτού του ή αυτήν του «θεού» έναντι του κόσμου; Ποια η σχέση του με τον θάνατο εντέλει;

Το μόνον που θα μπορούμε να πούμε είναι: Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη… Απαντήστε! Ή μάλλον μείνετε μαζί μας, κύριε Ευχέτη, γιατί απαντήσατε σεμνά και με πάσα ειλικρίνεια, και σας έχουμε ανάγκη…

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη