frear

Αυτός ήταν! -του Τάσου Θεοφιλογιαννάκου

Αθήνα, 24 Ιανουαρίου 2014

Αυτός ήταν. Ο κυρ – Νίκος είχε εγερθεί. Τον εντόπισα καθώς κατερχόμουν πεζῄ την Κηπουπόλεως με προορισμό τη στάση του λεωφορείου. Ώρα 8:10 πμ. Κρατούσε τη μαγκούρα του και βουρούσε στις λεωφόρους, στις στενωπούς, στα σοκάκια της Ελλάδας, και μάλιστα των λαϊκών γειτονιών. Οδός Σικάγου 37. Γωνία οξεία με τη λεωφόρο Κηπουπόλεως και τον πρωινιάτικο ήλιο. Κόβει λοξά για να περάσει απέναντι, στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, φοράει την τραγιάσκα του, χτυπά με την τυφλή μαγκούρα του σα ραβδοσκόπος την άσφαλτο. Σπεύδω δρομαίως, τον προφθάνω, διασχίζουμε μαζί τον ποταμό των τροχοφόρων, κάνω να τον πιάσω από το μπράτσο, θα ήθελα να τον πιάσω από το μπράτσο, μου ξεφεύγει. Τώρα είμαστε και οι δύο ανεβασμένοι στο πεζοδρόμιο. Εκείνος με την μαγκούρα του χτυπά τυφλά τις μεγάλες άσπρες πλάκες και πηγαίνει. Τώρα πατάμε και οι δύο το χώμα το υπομονετικό, το γνώριμο. Εκείνος, με την τραγιάσκα του αμετακίνητη στη λευκή κεφαλή του, με τη μαγκούρα του αγγίζει το βουβό χώμα και πηγαίνει. «Στάσου να σου μιλήσω», του φωνάζω και στέκεται. «Δεν ξέρεις πόσο μου έλειψες! Είσαι ο πατέρας, είσαι η Ελλάδα και βγήκες βουρώντας πάνω κάτω στις στράτες του κόσμου. Πολύ, πάντοτε, αγαπούσες τη γεωγραφία! Θα ήθελα να σε ακολουθώ σα φάντασμα. Να στέκομαι κάτω από το μπράτσο σου, να με κρατάς στο χέρι σου σαν τη μαγκούρα σου την τυφλή και να πηγαίνεις». «Γυρεύω τα παιδιά μου», μου αποκρίνεται. «Από τότε που πέθανα, δεν έχω μάτια. Εδώ είσαι Μανώλη, εδώ είσαι Γιάννη, εδώ είσαι Αγγελική, Μαρία, Δημήτρη, Ιωάννα, Αχιλλέα, Ελένη, Σοφία, Κωνσταντίνε, Γεωργία, Ευδοξία, Περικλή, Καλλιόπη, Παρασκευή;». «Τι λες;» τον μάχομαι. «Εσύ δεν έχεις παιδιά. Ή μάλλον έχεις έναν γιο. Αλλά και εγώ που έχω περισσότερα, φοβάμαι μήπως τα χάσω όλα.. Άφησες τη Θεσσαλονίκη, άφησες τον τάφο σου στην Ορμύλια της Χαλκιδικής, σηκώθηκες και πας. Πώς από τα μέρη μας, πώς βρέθηκες στης Πετρούπολης τα σύνορα;» «Από τότε που πέθανα, σηκώνομαι ανάλαφρα, σβέλτα, με την ανατολή και οδοιπορώ ακούραστα, θυμάσαι τον ψαλμό «ανακαινισθήσεται ως αετού η νεότης σου» ή εκείνον το στίχο της Γενέσεως (Κεφ.49,9) «αναπεσών εκοιμήθης ως λέων ή ως σκύμνος• τις εγερεί αυτόν;»; Ψηλαφώ ελεύθερα τα πράγματα και τρέχω, διέρχομαι σαν τις πλαγιαστές ακτίνες του ήλιου που τρέχουν αστείρευτα στο παρόν από τα αρχαία αυλάκια της πατρίδας μας… Θυμάσαι εκείνη τη φράση μου; «Φως του νου η καθημερινότητα…» Για μένα οι δρόμοι και οι αλάνες του κόσμου είναι σαν το τάβλι που παίζουν οι συνταξιούχοι στα καφενεία, μόνο που δεν φοβάμαι μήπως χάσω. Πτωχεύοντας εν ζωή, πλούτισα στον ουρανό, γέμισα σελίδες με λέξεις, με ονόματα πραγμάτων και ανθρώπων. Τους γυρεύω πάντοτε όλους, παντού, έχω πολλά κείμενα καταχωνιασμένα στη γη – ακατάλυτος ο δεσμός μας με τη μάνα γη – πολλά από αυτά έχουν τώρα απανθρακωθεί, εδώ που βαρώ με τη μαγκούρα μου, είναι λέξεις και ονόματα, κόκκοι κοκκινωπού χώματος μουσκεμένου, χορταράκι της γης, μούσκλια, άσημα μαμούνια. Έλα να περάσουμε κάτω από το παραθύρι της όμορφης..να περάσουμε από τα στενά σοκάκια ορεινών χωριών… Τη θυμάσαι τη φράση μου; “Ο δρόμος όπου χαιρετιόμαστε μοσκοβολά…”». «Δεν πιστεύω στην αγάπη» του παραπονέθηκα και άρχισα να απαγγέλω τους στίχους του Ευαγόρα «Θα πάρω μίαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια, που παν στη Λευτεριά. Θ᾿ αφήσω αδέλφια συγγενείς, την μάνα, τον πατέρα, μέσ᾿ τα λαγκάδια πέρα, και στις βουνοπλαγιές. Ψάχνοντας για τη λευτεριά, θα ΄χω παρέα μόνη, κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές. Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι, τη λευτεριά να φέρει, σε πόλεις και χωριά. Θα πάρω μίαν ανηφοριά, θὰ πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια, που παν στη Λευτεριά. Τα σκαλοπάτια θ᾿ ανεβώ, θὰ μπώ σ᾿ ένα παλάτι, το ξέρω θα ΄ν᾿ απάτη, δεν θα ΄ναι αληθινό. Μες το παλάτι θα γυρνώ…» «Αληθινό είναι! Οι ήρωες γινήκανε πραγματιστές με το αίμα τους. Άκου τώρα. Σε βλέπω βραδυπορείς. Ο νους σου είναι νωθρός, για να μην πω τίποτα χειρότερο και παρεξηγηθείς και με τους πεθαμένους. Εγώ τρέχω. Πηγαίνω. Δε με προφθάνεις. Μην κουράζεσαι. Να ξέρεις ότι από τότε που πέθανα, απελευθερώθηκα από τη δουλεία της μορφής, ειδικά μάλιστα από το χώρο των εκδόσεων αποδεσμεύτηκα. Η ψυχή νεκρώνεται, όταν περιποιείται υπέρ το δέον τη φόρμα. Η τέχνη επιστρέφει σήμερα στην πηγή της Αλήθειας και από κει με πρωτόγονη ομορφιά ξεχύνεται πάλι για να εκφράσει τον άνθρωπο. Η Αλήθεια κάνει τη μορφή καλή λίαν. Γράφοντας πρέπει να συμπεριλάβουμε το παν, τους πάντες, πονάμε για να είμαστε αληθινοί, σκάβουμε στα όρια της ανοχής όσων δε μας αποστέργουν και επιμένουν να μας ακούνε, ανασυντάσσουμε τις λέξεις, τα ονόματα, τα πρόσωπα που χάσαμε, που χάνουμε. Δε γράφουμε για τους πολλούς, γράφουμε για εκείνους που θέλουν να μας γνωρίσουν και να μας ανεχτούν. Πρέπει να γίνουμε γονείς, αδελφοί, φίλοι. Το χώμα είναι γεμάτο από κείμενα, από θαμμένες επιστολές και πυθαγόρειες συναρτήσεις ολοζώντανων ψηφαριθμήσεων. Δεν υπάρχει θάνατος». Αυτά είπε ο κυρ – Νίκος και έγινε άφαντος. Ήταν εκείνος. Σίγουρα. Μίλησα μαζί του. Σίγουρα. Όμως τον είχα κιόλας χάσει. Γύρισα βαρύς και πήρα το τρόλεϊ για την Αθήνα.


[Πρώτη δημοσίευση.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: