Στη λεωφόρο Πατρών η εποχή τέλειωνε. Εκείνος βάδιζε μες στη νύχτα. Έλεγαν ένας φονιάς, τον έδειχναν, φώναζαν πως ήταν φονιάς και του εμπιστεύονταν ασύλληπτα μυστικά. Έπειτα, όταν μάκραινε, λυπούνταν για την αθωότητά του, τον χαιρετούσαν μ’ αγωνία.
Ανάμεσα στ’ αποσπάσματα είναι και όταν μπήκε κάποτε ήσυχα στην κάμαρα. Παίρνοντας ό,τι μπορεί. Ορισμένες φωτογραφίες, τ’ αρχαία καλοκαίρια, τις μέρες των έφηβων κάμπων. Άλλα πράγματα που δεν θα τα μοιραστεί ποτέ.
Πήρε ακόμα τον υφαντό Ισθμό και ένα ξύλινο, διασκεδαστικό αυγό του Πάσχα.
Όλα τ’ άλλα υπάρχοντά του βρέθηκαν άθικτα.
Είπαν προδότη, προδότη. Λησμόνησες την εποχή σου.
Μα το χρώμα τους ήταν πια χαμένο για κείνον. Πώς να εξηγήσει, οι άνθρωποι αυτοί δεν επιστρέφουν. Οι κιμωλίες που σβήνουν αργά, οι άνθρωποι αυτοί. Μες στα νερά, στις τόσες ηλικίες τους.
Και έπειτα, τι τρελή υπόθεση. Να ναι, κάποια, λέει που ζωγραφίζει αβέβαιες προσωπογραφίες μ’ ερμίνα και το χέρι στο στήθος. Ή τ’ όνομά της πάλι να’ ναι σπασμένο βραχιόλι. Να’ ναι νησί. Οι προδοσίες ακόμη, όλες αυτές οι παραφορές. Αυτά τα πράγματα είναι άνεμοι, δεν λέγονται.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Ike Eichorn.]