frear

Η ομοιοκαταληξία ως «επινόηση μιας βαρβαρικής εποχής» – του Κωνσταντίνου Λερούνη

Η ομοιοκαταληξία ως «επινόηση μιας βαρβαρικής εποχής»,
ο Μίλτωνας, και η ποιητική παράδοση ως συνομάδωση ρήξεων

Στην καρδιά μιας ορισμένης κριτικής κατανόησης της σύγχρονης ποίησης [1] βρίσκεται ένα παραλυτικό «προς τί;». Πολλές οι διαμαρτυρίες για την περιθωριοποίηση της σύγχρονης ποίησης. Μα άλλωστε, τι χρειάζονται οι ποιητές σε τέτοιους μικρόψυχους καιρούς; Ενώ παραθεωρούνται πολύ ασφαλέστεροι λόγοι περιορισμού της δημοφιλίας της ποίησης, όπως η σχεδόν ολική έκλειψη του έπους και η εκχώρηση της θέσης του στο μυθιστόρημα, ο αφανισμός της διδακτικής ποίησης, η απόσυρση της ποίησης από τη θεατρική σκηνή, ο διαχωρισμός της ποίησης από τη στιχουργία που προορίζεται να γίνει τραγούδι και η εκθρόνιση της σχόλης ως επιδιωκόμενου αγαθού, συχνά τεχνικά ζητήματα όπως το μέτρο και η ρίμα συνάπτονται ή ακόμη και συναρτώνται με τη δημοφιλία και τον ρόλο της ποίησης. Οι παρανοήσεις και αποσιωπήσεις γύρω από το ζήτημα της ομοιοκαταληξίας φύονται ως βρύα και λειχήνες σε αρκτικό κλίμα˙ είναι πληθωρικές και ανθεκτικότατες [2].

Το θεμελιώδες ερώτημα που ανακύπτει αβίαστα είναι ποιο το μέτρο της απήχησης και της δημοφιλίας της ποίησης και ποια τα στατιστικά στοιχεία που θα μας επέτρεπαν να διαπιστώσουμε ότι όντως η ποίηση στο παρελθόν ήταν συνολικά δημοφιλέστερη. Διότι φυσικά μπορεί ο Λόρδος Βύρωνας να πουλούσε χιλιάδες αντίτυπα εντός των πρώτων ημερών από τη δημοσίευση ενός έργου, αλλά η ρομαντική περίοδος αποτελεί, από αυτή την άποψη, την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Γράφει ο Έλιοτ στη μητέρα του στις 3 Φεβρουαρίου 1929: «Τα Ποιήματά [3] μου έχουν πουλήσει περίπου 3000 αντίτυπα που είναι πολύ καλά για ποίηση˙ το πρόσφατο σύντομο δοκιμιακό μου βιβλίο πούλησε μέχρι στιγμής 1200 αντίτυπα σε αυτή την χώρα και θα εκδοθεί στην Αμερική ξεχωριστά από τις εκδόσεις Doubleday Doran & Σια. Το αυτοτελώς εκδοθέν ποίημά μου Το ταξίδι των Μάγων έχει πουλήσει 2500 και το Άσμα για τον Συμεών 1500 μέχρι στιγμής. Αυτό που είναι ευχάριστο είναι ότι αυτά τα βιβλία συνεχίζουν να πουλάνε σε τακτά χρονικά διαστήματα, λίγα [αντίτυπα] κάθε εβδομάδα» [4]. Δηλαδή μέσα σε τέσσερα περίπου χρόνια η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Έλιοτ είχε πουλήσει 3.000 αντίτυπα. Κανένας λόγος δεν υπάρχει να συμπεράνουμε ότι ποιητικά έργα με ρίμα πουλούσαν κατά κανόνα περισσότερα αντίτυπα ή είχαν μεγαλύτερη απήχηση. Ούτε ο Έλιοτ μας δίνει κάποια τέτοια ένδειξη.

Μέσα στον ορυμαγδό όλων αυτών των διαμαρτυριών, η επιστροφή στη χρήση της ρίμας μοιάζει να προτείνεται με αυξανόμενη σφοδρότητα ως αναγκαίο ιατρικό για την αμετροέπεια και τη διάλυση που παρουσιάζει ο σύγχρονος ποιητικός λόγος αλλά και ως μέσο έμμεσου αποκλεισμού εκείνων που δεν ξέρουν να γράφουν ρίμα ―ή έτσι νομίζουν κάποιοι άτεγκτοι θιασώτες της. Στην πραγματικότητα, το τεχνικό μέρος της ποίησης δεν είναι εκείνο που προσελκύει τον αναγνώστη και αποκαθαίρει το γλωσσικό αίσθημα. Η κάθαρση της γλώσσας από την οικειότητα με την οποία την ενδύουμε είναι προσπάθεια άλλης τάξης. H επιστροφή στη ρίμα ως μέσο διαχωρισμού αμνών και εριφίων, αφού αυτό μοιάζει να προτείνεται, είναι προορισμένη να αποτύχει παταγωδώς. Ήδη υπάρχουν προγράμματα λογισμικού που γράφουν σαιξπηρίζοντα σονέτα. Το αποτέλεσμα είναι κάποιες φορές ανεκτό, συχνά κωμικά άνοστο και πολλάκις αντιποιητικό, αλλά το τεχνικό μέρος εν πολλοίς τηρείται. Ποιος λοιπόν ο λόγος της εμμονής στην τεχνική πτυχή της ποίησης;

Μιλούν συχνότατα οι υπερασπιστές της ρίμας για την ποιοτική κατάπτωση της σύγχρονης ποίησης την οποία είτε υπόρρητα σχετίζουν είτε ρητά αποδίδουν στην απουσία συγκεκριμένων μορφικών στοιχείων, σαν να μην είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα όχι μόνο τον Γκέοργκε και τον Γκωτιέ αλλά και τους εκατοντάδες ριμαδόρους τους οποίους κανείς σώφρων άνθρωπος δεν θα ήθελε να ανασύρει από τα Τάρταρα της ποιητικής λήθης. Η τετριμμένη αναφορά που μόλις χρησιμοποιήσαμε («Τάρταρα της ποιητικής λήθης») μας δίνει και μια αίσθηση, αν όχι το μέτρο, της φθοράς κάθε τεχνικού μέσου στην ποίηση.

Σε κάθε περίπτωση όσοι φρονούν ότι η περιθωριοποίηση της ποίησης οφείλεται ή έστω σχετίζεται με την εκβολή ή την αποφυγή της ρίμας και του μέτρου θα έπρεπε, για λόγους συνέπειας με τις οιονεί προγραμματικές τους δηλώσεις, να αναδιαρθρώσουν τον κανόνα όχι κατά το δοκούν αλλά σύμφωνα με το ποιοι ήταν οι λαοφιλέστεροι ποιητές που συστηματικά μετέρχονταν το μέτρο και τη ρίμα σε μια σχετικά αυστηρή μορφή. Εκτός, λοιπόν, ο Έλιοτ, εντός ο ―κατά τα άλλα λίαν προσφιλής στον γράφοντα― Τζων Μπέτζεμαν. Σε πρώτη θέση στον ελληνικό κανόνα ο Κλέων Παράσχος˙ στον δε αγγλικό ο Άγγλος διακεκριμένος μελετητής του Ρωμαίου ποιητή Μανιλίου και συγγραφέας της συλλογής «Το παλληκάρι από το Σρόπσιαρ» A.E. Housman αφού τα 14.000 αντίτυπα που έφτασε να πουλάει τον χρόνο περί το 1911 δεν τα «έπιασε» ούτε ο Λόρδος Βύρωνας [5]. Η περίπτωση του Housman είναι διαφωτιστική. Για μια δύο δεκαετίες μεσουράνησε στο αγγλοσαξωνικό και το παγκόσμιο ποιητικό στερέωμα και μετά η φήμη του παρήκμασε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Πού απέδωσε την εφήμερη δόξα του Housman ο Όργουελ στο δοκίμιο του «Στην κοιλιά του κήτους»; Σίγουρα όχι στην ομοιοκαταληξία που «καμπανίζει», όπως γράφει περιπαικτικά, αλλά στις «εξωτερικές [6] συνθήκες που κάνουν συγκεκριμένους συγγραφείς δημοφιλείς σε συγκεκριμένες περιόδους» [7], δηλαδή την απήχηση της νοσταλγίας για την επαρχία, καθώς και «τα εφηβικά θέματα του φόνου, της αυτοκτονίας, του ατυχούς έρωτα και του πρώιμου θανάτου» [8]. Ώστε ένας από τους αυστηρότερους θιασώτες της ρίμας στην αγγλική ποίηση του 20ού αι. δεν όφειλε την τόσο εφήμερη δημοφιλία του σε αυτήν, αλλά μάλλον η ομοιοκαταληξία υπονόμευε την ποιητική του τέχνη.

Ελλοχεύει συχνά η αντίληψη ότι η ομοιοκαταληξία ως τεχνικό στοιχείο απήλαυε καθολικής ή περίπου καθολικής αποδοχής στις ποιητικές παραδόσεις των προνεωτερικών κοινωνιών. Η ομοιοκαταληξία εδραιώθηκε κατά την περίοδο που αποκαλούμε ύστερη αρχαιότητα. Στην αρχαιότητα η χρήση της ομοιοκαταληξίας ήταν περιστασιακή και δευτερεύουσα, ενώ στην εποχή της νεωτερικότητας η χρήση της δεν παύει να δημιουργεί ρήξεις και αντιπαλότητες ώστε οποιαδήποτε γενική επίκληση σε μια παράδοση που δικαιώνει την επιμονή στην αυστηρότητα της μορφής να αποσιωπά όλες εκείνες τις εσωτερικές συγκρούσεις και αντιπαλότητες που καθιστούν αδύνατη την οποιαδήποτε επίκληση σε μία, έστω σχετικά, ομοιογενή παράδοση – εκτός αν με τον όρο «παράδοση» εννοήσουμε μία γλωσσογενή συνομάδωση συμπορεύσεων, ρήξεων και συγκρούσεων.

Αφού οι υπερασπιστές της ρίμας θέλουν να μας πείσουν ότι η ‘παράδοση’ τους δικαιώνει στον υπέρτατο βαθμό, ας εξετάσουμε κάποιες ελάχιστα κολακευτικές παρατηρήσεις του Μίλτωνα στον πρόλογό του στον Χαμένο Παράδεισο: «Η ρίμα δεν είναι αναγκαίο επικούρημα ή αληθινό ποίκιλμα του ποιήματος ή του στίχου, ιδιαίτερα στα εκτενέστερα έργα, αλλά είναι η επινόηση μιας βάρβαρης εποχής για να ισοζυγιαστεί το άθλιο θεματικό υλικό και το χωλό μέτρο. Είχε την καλοτυχία να τιμηθεί από ορισμένους φημισμένους νεώτερους ποιητές οι οποίοι παρασύρθηκαν από το έθος, προκαλώντας στον εαυτό τους ιδιαίτερο εκνευρισμό, παρεμποδίζοντας και περιορίζοντας μια διαφορετική έκφραση πραγμάτων, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις εκφράζουν με κατώτερο τρόπο από ό,τι θα τα εξέφραζαν σε διαφορετικές συνθήκες. Επομένως, δεν είναι αναίτια η εγκατάλειψη της ρίμας τόσο από Ιταλούς όσο και από Ισπανούς διακεκριμένους συγγραφείς σε εκτενέστερα και συντομότερα έργα… Ως εκ τούτου, αυτός ο παραγκωνισμός της ρίμας επ’ ουδενί θα έπρεπε να θεωρείται ελάττωμα, αν και τέτοιο θα φαίνεται στον κοινό αναγνώστη, αλλά μάλλον θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως παράδειγμα, το πρώτο στην αγγλική γλώσσα, της παλαιότατης ελευθερίας που εκ νέου αποδίδεται στην ηρωική ποίηση από τα επαχθή και νεώτερα δεσμά της ρίμας» [9]. Ο Μίλτωνας προκρίνει τον διασκελισμό, το θεματικό υλικό και το μέτρο σε σχέση με «τον κουδουνιστό ήχο των παρόμοιων καταλήξεων, ένα ελάττωμα το οποίο οι αρχαίοι απέφευγαν στην ποίηση και σε όλα τα επαρκή έργα της ρητορικής» [10]. Η μαρτυρία του Μίλτωνα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα διότι και ο ίδιος έγινε αρχικά γνωστός χάρη στη βουκολική ποίηση αλλά και στα Σονέτα του. Είναι εμφανής ο λόγος της μεταστροφής του: η ελευθερία του στίχου από τα επαχθή και νεώτερα δεσμά της ρίμας αντιστοιχεί στην ανάκτηση της πολιτικής ελευθερίας που σε ολόκληρη τη διάρκεια της σύνθεσης του Χαμένου Παραδείσου επιχειρούσε ο Μίλτωνας. Το κέλυφος της μορφής θραύεται ώστε να εκφραστεί η ριζοσπαστική ιστορική εμπειρία των χρόνων μετά το 1640-1642 και μέχρι την έκδοση του έργου το 1667. Η μιλτωνική κειμενική βασιλοκτονία του Καρόλου Α΄ στον Εικονοκλάστη και στη Θητεία των Βασιλέων και των Αρχόντων βρίσκει την αρτιότερη συμβολική της έκφραση στην επίκληση μιας αισθητικής ανανέωσης αντίστοιχης με τα ρεπουμπλικανικά του ιδεώδη και έτσι η εναργής ιστορική εμπειρία παίρνει το προβάδισμα σε σχέση με τη φόρμα.

Θα ήταν δυνατόν να αντιτείνει κάποιος αναγνώστης που δεν έχει κάποια εξοικείωση με τα ζητήματα αυτά και την ιστορική τους εξέλιξη ότι η μιλτωνική απέχθεια για τη ρίμα δεν ήταν παρά μια προσωπική ιδιοτροπία ή, σε κάθε περίπτωση, μια ατομική προσέγγιση στην τεχνική της ποίησης. Η πραγματεία Παρατηρήσεις για την Τέχνη της Αγγλικής Ποίησης (1602) του κορυφαίου μουσικού και ποιητή της Αγγλικής Αναγέννησης Thomas Campion ―και θα αρκεστούμε στον Campion ώστε η έκταση της παρέμβασής μας να μη δοκιμάσει την υπομονή του αναγνώστη― είναι μια ομοβροντία εναντίον της ρίμας και συνιστά σημείο ρήξης στην ευρωπαϊκή ποιητική παράδοση, μια αληθινή κήρυξη πολέμου [11]: «Σε εκείνους τους καιρούς αμάθειας και στην εκβαρβαρωμένη Ιταλία ξεκίνησε αυτό το αγοραίο και εύκολο είδος ποίησης το οποίο αποκαλούμε υβριστικά ‘ρίμα’ και βρίσκεται σε χρήση στις περισσότερες χώρες της Χριστιανοσύνης…» [12]. Η αποστροφή «η ευχερής χρήση και η δημοφιλία της ρίμας γεννούν τόσους ποιητές όσες μύγες ένα ζεστό καλοκαίρι» [13], είναι μια διαπίστωση της κατάχρησης της ρίμας στον καιρό του αλλά και μοιάζει με προφητική ενόραση του ζεστού καλοκαιριού του ρομαντισμού και των ριμαδόρων του 19ου και του 20ού αι. που έκαναν αρκετούς μοντερνιστές να την αποφεύγουν συνειδητά. Αναλύοντας ο Campion τους τεχνικούς λόγους για τους οποίους η χρήση της ρίμας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, συμπεραίνει ότι «δίνει μια συνεχή επανάληψη του ρητορικού εκείνου σχήματος που ονομάζουμε ομοιοτέλευτον και ως figura verbi θα έπρεπε να χρησιμοποιείται με φειδώ, όπως με ορθοκρισία έχουν παρατηρήσει ο Τούλιος [Κικέρωνας] και όλοι οι άλλοι ρητοροδιδάσκαλοι, μήπως και προσβάλλει την ακοή με ανιαρή προσποίηση» [14].

Ο Campion έχει υπόψη τόσο την κατάχρηση της ρίμας ―μια κατάχρηση, ωστόσο, η οποία είναι κοινότατη― όσο και τον ίδιο τον χαρακτήρα της ως μορφικού στοιχείου, ο οποίος είναι επιρρεπέστατος σε καταχρήσεις. Δεν διατεινόμαστε ότι η ομοιοκαταληξία δεν μπορεί να δώσει αγλαότατους καρπούς, όπως άλλωστε στην περίπτωση της ύστερης περιόδου του Ηλία Λάγιου. Αντίστοιχα, όταν παρατηρούμε ότι ο Τζέφρυ Χιλλ, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί την ομοιοκαταληξία, θα πρέπει να διευκρινίζουμε ότι ο Χιλλ απέχει από την παραδοσιακή κατανόηση της ομοιοκαταληξίας όσο ο Sir John Tavener ως συνθέτης ύμνων από τους βικτωριανούς προκατόχους του.

Η χρήση της ρίμας σε καμία περίπτωση δεν διασφαλίζει την ποιότητα του ποιήματος και πιθανότατα δεν συμβάλλει καν σε αυτή. Τίποτε, επίσης, δεν συνηγορεί ότι η ποίηση θα ανακτούσε τη χαμένη της θέση αν ξαφνικά δημιουργούνταν ωραίες ρίμες και εφαρμόζονταν οι αυστηρότεροι μετρικοί κανόνες. Απατώνται δεινώς όσοι θεωρούν ότι η αταβιστική επανεμφάνιση της ομοιοκαταληξίας και του μέτρου στην εποχή της επικράτησης της εικόνας θα συμβάλει στην ανάκτηση της χαμένης θέσης της ποίησης. Άλλωστε θα ήταν αρκετό να αναλογιστούμε πόσα βυζαντινά ποιητικά έργα είναι επαρκέστατα στη μετρική τους, αλλά είναι αμφίβολο αν είχαν κοινό ακόμη και στην εποχή τους και ακόμη πιο αμφίβολο αν θα έβρισκαν κοινό στη δική μας εποχή παρά την ευαισθησία της έκφρασης και την ικανοποιητική τεχνική αρτιότητα.

Στην ουσία δεν χρειάζεται καν να συμφωνούμε με τις επικρίσεις του Μίλτωνα και του Campion για να αναγνωρίσουμε ότι η ποιητική παράδοση δεν είναι ενιαία και λυσιτελέστερο θα ήταν να αναφερόμαστε σε παραδόσεις, στον πληθυντικό, ώστε να μην αποσιωπούνται οι μεγάλες συγκρούσεις και διαφοροποιήσεις. Επομένως κάθε επίκληση στην παράδοση γενικά και εννόησή της ως πεδίου με ενιαίες επιταγές αυξομειούμενης έντασης και έμφασης και όχι ως χώρα γενέσεως συγκεκριμένων πνευματικών οικογενειών και αναπόδραστης δημιουργίας πολεμικών συγκρούσεων αποσιωπά περισσότερα από αυτά που φωτίζει.

Υποσημειώσεις

1. Στην παρούσα παρέμβαση ο γράφων θα περιοριστεί σε δύο ποιητικές παραδόσεις, την ελληνική και την αγγλική, χάριν συντομίας. Ο όρος «παραδόσεις» χρησιμοποιείται κατά την έννοια και με τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται στο παρόν.

2. Το παρόν κείμενο δεν αποτελεί απόκριση σε κάποιο άλλο, αλλά απόπειρα μιας γενικής θεώρησης των επιχειρημάτων που έχουν κατά καιρούς προβληθεί για την επαναφορά της ρίμας.

3. Προφανώς εννοεί την πρώτη εκτενή συγκεντρωτική έκδοση της ποίησής του, αυτήν του 1925 (T.S. Eliot, Poems 1909-1925, Faber & Gwyer, Λονδίνο 1925).

4. T.S. Eliot, The Letters of T.S. Eliot, Volume 4 1928-1929, Valerie Eliot και John Haffenden (Επιμ.), Yale University Press, New Haven and London 2013, σελ. 412.

5. Douglas Murray, «I would have died for you, but I never had the luck!», The Housman Society Journal, Vol. 49, 2023, 39-42: 40.

6. Η υπογράμμιση του όρου είναι του Όργουελ.

7. George Orwell, «Inside the Whale» στο George Orwell, Inside the Whale and other Essays, Penguin Books, Middlesex 1957, σσ. 20-21.

8. George Orwell, ό.π., σελ. 22.

9. John Milton, John Milton, A Critical Edition of the Major Works, Stephen Orgel και Jonathan Goldberg (Επιμ.), Oxford University Press, Oxford – New York 1991, σελ. 355.

10. John Milton, ό.π., σελ. 355.

11. Θα έπρεπε μία τέτοια διευκρίνηση να μην είναι αναγκαία, αλλά προφανώς ο γράφων δεν ταυτίζεται απόλυτα με τις απόψεις του Campion.

12. Thomas Campion, Observations in the Art of English Poesie, Printed at London by Richard Field for Andrew Wise, 1602, σελ. 3.

13. Thomas Campion, ό.π., σελ. 4.

14. Thomas Campion, ό.π., σελ. 4.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Ilya Zomb. Δείτε τα περιεχόμενα του δέκατου τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη