Ένας θεματικός κατάλογος
Περιηγούμαι στον δίγλωσσο (Αλβανικά, Ελληνικά) εικαστικό κατάλογο, «Ταξίδι στον χρόνο, 1974 – 2021», μεταφρασμένο στα ελληνικά από την Ελεάνα Ζιάκου, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει από τα Τίρανα όπου γεννήθηκε, ζει και εργάζεται ο πολύπλευρος καλλιτέχνης (ζωγράφος, γλύπτης, σκηνοθέτης κινουμένων σχεδίων), ομογενής Stefan Taçi (Στέφανος Τάτσης).
Η γεμάτη ζωντάνια και παλμό αφήγησή του διασχίζει τον κομψό τόμο, το πλήθος των έργων του και την ίδια στιγμή όλη την πορεία από την παιδική ηλικία μέχρι την ωρίμανση της ζωής και της δημιουργίας του.
Το «Σημείο Ελέγχου» στο Γεωργουτσάτι, σήμερα έδρα του Δήμου Δρόπολης, είναι στα παιδικά χρόνια η αφετηρία των θερινών ταξιδιών στον τόπο των γιαγιάδων του, τόπο ελευθερίας, αδιάκοπου παιχνιδιού αλλά και μιας πρώτης συνειδητοποίησης της επιθυμίας να ζωγραφίσει. Καθώς απαιτείτο ειδική άδεια για να περάσεις στην παραμεθόρια περιοχή, άδεια που o μικρός Στέφανoς εξασφάλιζε απαντώντας στο ίδιο κάθε φορά ερώτημα, «Σε ποιον πηγαίνεις;», το Γεωργουτσάτι θα γίνει χρόνο με τον χρόνο το μυθικό σημείο της παιδικής ηλικίας, ο δίαυλος που καθώς τον διαβαίνει εισέρχεται σε έναν άλλο χώρο, σχεδόν εξωτικό, σε μιαν άλλη γλώσσα, πατρογονική, κοντά στη φύση, σε απόσταση από τα Τίρανα. Θα γίνει το πέρασμα των συνόρων της έγκλειστης Αλβανίας χωρίς στην πραγματικότητα να έχει βγει από τη χώρα.
Το χωριό Πέπελη, λοιπόν, όπου ένα χάραμα, παιδί ακόμα, κατάφερε, καθισμένος σε ένα βράχο, «να δει την Ανατολή και να την απεικονίσει», θα αποτελέσει τον καμβά των πρώτων –και όχι μόνο– χρόνων της ζωγραφικής περιπέτειας που ακολουθεί τον ζωντανό καμβά της ζωής του.
Είναι στο Λύκειο πια, τέλος της δεκαετίας του 1970, και τα καλοκαίρια στο χωριό θα ζωγραφίζει ακατάπαυστα και με απόλυτη συγκέντρωση, απευθείας με στυλογράφο, πένα ή σινική μελάνη, σχεδόν ό,τι αντικρίζει: Φυτά, δέντρα και πουλιά, τα εξαδέλφια του, τον σκύλο του σπιτιού Ναπολέοντα, μαγειρικά σκεύη, κρεμαστά κρεμμύδια, ένα σφαγμένο κοτόπουλο. Κεντρικό πρόσωπο των έργων του η εκ πατρός γιαγιά Βασίλω, μια αεικίνητη, δημιουργική γυναίκα, που πειθαρχεί σε όλες τις προσκλήσεις του να σταθεί ως μοντέλο. Έτσι παρακολουθούμε, εν είδει φλας μπακ, αποτυπωμένες με τον χρωστήρα του, τις διαφορετικές στιγμές της μέσα στη μέρα: «Η γιαγιά χαλαρώνει», «Η γιαγιά γνέθει μαλλί», «Η γιαγιά ετοιμάζει φαγητό», «Η γιαγιά ελαφροκοιμάται στην καρέκλα».
Η γιαγιά που ενσαρκώνει την υπομονή και την επιμονή, την πίστη πως το νόημα βρίσκεται στην συνεχή εργασία και στην προσφορά ως σταθερές αρετές του βίου σφυρηλατημένες στην οδοιπορία της ζωής της, θα βρεθεί μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες από την Κωνσταντινούπολη στην Αλβανία. Θα προσαρμοστεί έτσι, από τα κοντά μαλλιά και την αστική ενδυμασία, στο κεφαλομάντηλο, στα «μαλλιά δεμένα σε πλεξούδα άλλοτε αφημένη προς τα κάτω και άλλοτε δεμένη γύρω από το κεφάλι», και στην παραδοσιακή φορεσιά, σύμβολα αποδοχής της νέας της πολιτισμικής κατάστασης, αναγκαία κλειδιά για την είσοδό της στη νέα κοινωνία.
Στη συνέχεια ο Στέφος, (όπως είναι το καλλιτεχνικό του όνομα), επικεντρώνεται με πάθος στα πορτρέτα φιλοτεχνώντας αρχικά και επί σειρά ετών μια σειρά από πορτρέτα της γιαγιάς Βασίλως σε διαδοχικές περιόδους της ζωής της. Παράλληλα θα σχεδιάζει πορτρέτα του πατέρα, της μάνας, της θείας Σοφίας, εξαδέλφων και φίλων. Ένα κομβόι από ονόματα παρελαύνει μέσα στις σελίδες, ονόματα που πλέκονται με τα πρόσωπα σε αδιάσπαστη ενότητα, τα αγκαλιάζουν με τη μουσικότητα της εκφοράς τους, φτιάχνουν μαζί τους ευρύτερους ποιητικούς τόπους. Η Λίκα, 1977, η Λένη, 1978, η Λευτέρω, 1979, η Μαριγούλα, ο Λάμπης, η Ιφιγένεια, η Λόπη, αρχές της δεκαετίας του ’80, στη Βόδριστα. Κι ακόμα, στον ίδιο τόπο, θα ζωγραφίσει γάμους και κυκλικούς χορούς, γάμους με κλαρίνα, παραδοσιακές ενδυμασίες της Δρόπολης, κεντήματα.
Το έργο του, πολύπτυχο και φωτεινό, εντυπωσιάζει με το εύρος, την ποικιλότητα, τη σπουδή στη λεπτομέρεια. Πρόσωπα αλλά και τόποι, η φύση, σπίτια κι εκκλησάκια, θύρες και αυλές, αντικείμενα, ζώα και πουλιά, δέντρα, λουλούδια και φυτά, έργα της χειρωναξίας, συνθέτουν ένα σύμπαν σύγχρονης παραστατικής, και όχι μόνο, ζωγραφικής υψηλών αξιώσεων.
Ξεκινώντας η δεκαετία του 1990 και με το άνοιγμα των συνόρων της χώρας συγγενείς και φίλοι αναχωρούν, μέσα στο μαζικό ρεύμα, για την Αθήνα. Άλλοι στενοί συγγενείς του μετακομίζουν από την Πέπελη στην Πρέβεζα κι εκείνος στις επισκέψεις του στη Δρόπολη σταθμεύει πια στη Βόδριστα, στο σπίτι της δεύτερης, της εκ μητρός γιαγιάς Ελπίδας, μιας αρχοντικής γυναίκας που καθώς περπατά αργά, πάντα με σιδερωμένα ρούχα, «μοιάζει με κινούμενο δωρικό κίονα», άξια φιγούρα κι αυτή για τον καμβά του.
Τώρα προσέχει με αυξημένο ενδιαφέρον πράγματα που χρόνια είχε παραβλέψει όπως «τον πανοραμικό χώρο μπροστά από το χωριό. Πολλά σπίτια έχουν για θέα απέναντι το βουνό Μπουρέτο, κι ανάμεσά τους, προς τα κάτω, εκεί που απλώνεται η κοιλάδα του Δρίνου, περνά ο δρόμος προς την Κακαβιά». Η προγονική χώρα είναι πολύ κοντά πια κι εκείνος θα ζωγραφίσει με λάδια και παστέλ τα βουνά πάνω από το Βουλιαράτι, τα σύννεφα, τις θημωνιές, το καμπαναριό της εκκλησίας των Αρχαγγέλων, κι ακόμα την Όλγα, την Πάτρα (Κλεοπάτρα), τη Βγέρο (Αυγερινή), τον γιατρό Αχιλλέα.
Παρά την πολύπτυχη θεματική του είναι ευδιάκριτος ο άξονας που τη συνέχει, που δεν είναι άλλος από την «Πόλη» –στη ντόπια διάλεκτο την Δρόπολη– σημείο-τόπος όπου ο καλλιτέχνης πραγματώνει, όπως έχουμε δει, στα παιδικά του χρόνια, το ταξίδι πέραν της απομονωμένης χώρας που ζει για να μπει στην παραμεθόριο. Σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο, κοντά στα σύνορα, εκεί που όλα ονομάζονται «Ηπειρώτικα», θα παίξει ελεύθερος και θα ζωγραφίσει, σε μια μετάβαση που θα συνεχίζεται εσαεί, από τη μια πατρίδα στην άλλη, στο σημείο της ένωσης αλλά και του χωρισμού τους, για να φανεί ότι το «παρά» πολλές φορές γίνεται από περιθώριο χώρος αιχμής, από συνθήκη περιφερειακή κέντρο και πυρήνας των κινήσεων της ύπαρξης.
Το τέλος του καταλόγου ο Στέφανος Τάτσης το φυλάει για τον πατέρα καθώς ο θάνατός του το 2021 συμπίπτει με την κορύφωση της συγκέντρωσης του υλικού του. Ο πατέρας είναι κι αυτός υπομονετικός ως μοντέλο και ο καλλιτέχνης φιλοτεχνεί μια σειρά από πορτρέτα του στο διάβα της ζωής, χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές: «Πατέρας, 1979, μολύβι», «Πατέρας, 1985, στυλό», «Πατέρας, 1986, παστέλ», «Πατέρας, 2001, λάδι σε καμβά», «Πατέρας σε μπλε, 2002, λάδι σε χαρτόνι», «Ο πατέρας, 2013, γύψος».
Ανάμεσά τους το πρόσωπο της μητέρας αλλά κυρίως τα χέρια της, σταυρωμένα, με περασμένο στον παράμεσο το παλιό δακτυλίδι με το ρουμπίνι, «Ημιτελής ποίηση (χέρια της μητέρας) 1998», το έχει ονομάσει ο καλλιτέχνης, για να ολοκληρωθεί ο κατάλογος με το πορτρέτο του ιδίου, «Στο Στούντιο 2004», να ατενίζει τα έργα του πανοραμικά, περιέχoντας με το βλέμμα το «Ταξίδι στον χρόνο», τη διαδρομή –από τα στενά των Τιράνων στα σοκάκια των χωριών καταγωγής του και τανάπαλιν– διαδρομή που θεμελίωσε τις απαρχές του δημιουργικού εαυτού, στερέωσε την καλλιτεχνική συνέχεια, έπλεξε εν τέλει τον ιστό που συνδέει τον άνθρωπο με το έργο, τον δημιουργό με τη ζωή.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στο εξώφυλλο: «Ημιτελής ποίηση (χέρια της μητέρας)», 1998, μικτή τεχνική. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]