Αληθινά κορίτσια
Νίκη Χαλκιαδάκη, Μικρές κανίβαλες, Μανδραγόρας, Αθήνα 2022.
Διαβάζοντας τις Μικρές κανίβαλες της Νίκης Χαλκιαδάκη μπήκα σε έναν κόσμο που κατοικείται κυ-ρίως από ένα μικρό κορίτσι, την οπτική του οποίου παρακολουθεί ο αναγνώστης. Το μικρό κορίτσι διατηρεί το βλέμμα της ηλικίας του αλλά μεταμορφώνεται σε άλλες ηλικίες, φύλα, ζώα, ακόμα και στοιχεία της φύσης. Ο κόσμος στον οποίο μας μεταφέρει είναι ένα μικρο-σύμπαν που το περίγραμμά του φτιάχνεται από το σπίτι, το σχολείο, σε μικρότερο βαθμό τον φυσικό κόσμο (για παράδειγμα, τη θάλασσα) και τα αντικείμενα, που αποτελούν πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής ενός παιδιού.
Αναγνώρισα τα θέματα που απασχόλησαν τη Χαλκιαδάκη και στο Ανάσκελη με πυρετό (Μανδραγόρας, 2012), τα οποία έχουν αποκρυσταλλωθεί στο παρόν βιβλίο, καθώς η ποιήτρια εξερευνά εντατικά πιο συγκεκριμένες παραμέτρους τους. Η οπτική του μικρού παιδιού που συνάντησα συχνά στο Ανάσκελη με πυρετό εδώ γίνεται καθολική, ακόμα κι όταν η πρωταγωνιστική φωνή δοκιμάζει τη ρευστότητά της μπαίνοντας στον ένα ή τον άλλο ρόλο. Οι αναγνώστες της Χαλκιαδάκη βρίσκονται λοιπόν στη θέση να σχηματίσουν στη φαντασία τους έναν κόσμο, θραύσματα του οποίου μας δίνονται σε κάθε ποίημα, έναν κόσμο που μπορεί να βιωθεί ως ασφυκτική μικρογραφία του μεγαλύτερου που τον εμπεριέχει, και που σίγουρα περιλαμβάνει πράξεις και συμπεριφορές που ο πολιτισμός μας δεν αρέσκεται να συνδυάζει με νεαρά κορίτσια και το περιβάλλον τους.
Τι συμβαίνει λοιπόν με το μικρό κορίτσι εδώ;
Ίσως το πιο σημαντικό άτομο στη ζωή ενός κοριτσιού να είναι η μητέρα του, γι’ αυτό και τη συνα-ντάμε σχεδόν σε κάθε ποίημα της συλλογής. Το βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό μια εξερεύνηση και μελέτη της μητρότητας και της παιδικότητας σε διάφορες εκφάνσεις της. Άλλωστε ένα παιδί «…ξέρει καλά πως αν είναι να ξεμπερδεύεις / ξεκινάς με τη μάνα σου», όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Ζιζανιοκτόνο», όπου η κεντρική φωνή έχει γίνει πια και εκείνη μητέρα. Το κορίτσι καλείται συχνά να γίνει μητέρα ακόμα και πριν μεγαλώσει, κάτι που δυστυχώς παρατηρούμε να συμβαίνει σε πολλές οικογένειες. Καλείται να πάρει τις δύσκολες αποφάσεις που δεν μπορεί να πάρει η μητέρα της, να την παρηγορήσει, να διώξει τους φόβους της, να φροντίσει, πιθανώς, και άλλα μέλη της οικογένειας. Το κορίτσι-μητέρα της Χαλκιαδάκη, μέσα στον ρόλο αυτόν, που προφανώς δεν διάλεξε συνειδητά, μπορεί να ξεκοιλιάσει μια αδελφή, να κόψει ένα χέρι. Ήδη από τα πρώτα ποιήματα του βιβλίου παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι που φοβούνται και καταπιέζονται γίνονται επικίνδυνοι μέσα στο κλειστό περιβάλλον τους. Το κορίτσι γεννάει κι αυτό τα δικά του μωρά και προσπαθεί να τα προστατεύσει από τη δική του μητέρα. Η αδυναμία της αρχικής μητέρας να σταθεί αντάξια του ρόλου της φαίνεται καθαρά στο ποίημα «Μπουφ», με τελικό στίχο «Να μείνει επιτέλους μία να κάνει τη μάνα». Το μικρό κορίτσι-μητέρα σώζει νεογέννητα γατάκια από τη μητέρα της αλλά τα τρώει η ίδια, διαιωνίζοντας τον κύκλο του κανιβαλισμού μέσα στην οικογένεια. Με καλές προθέσεις το κάνει, έτσι όμως γίνονται και σκληρά εγκλήματα. Με καλές προθέσεις αυτοκαταστρέφεται, όπως έμαθε παρατηρώντας τη συμπεριφορά της μητέρας της.
Η φυσική συνέχεια του γονέα, η δασκάλα και οι δάσκαλοι γενικότερα, δεν κάνουν τη ζωή ευκολότερη για το κορίτσι. Όπως η μητέρα, έτσι και η δασκάλα δεν έχει ιδέα από πραγματική φροντίδα και από τις πολυπλοκότητες της ζωής, όπως είναι, για παράδειγμα, «τα φιλιά με γλώσσα-γλώσσα» στο ποίημα «Τραύμα από έντομο». Το κορίτσι τρώει χαστούκια γιατί λέει τη λάθος λέξη και αντιμετωπίζει τη διαιώνιση της βαρβαρότητας, προτάσσοντας συνεχώς και τη δική της. Κατηγορείται χωρίς να φταίει, κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά του συστήματος μιας οικογένειας γεμάτης αιχμηρές γωνίες.
Ένα από τα βασικά προβλήματα του κοριτσιού είναι ότι είναι κορίτσι σε έναν κόσμο που προτιμάει τα αγόρια και όπου τα κορίτσια κινδυνεύουν. Μέγα λάθος το φύλο, που συχνά προσπαθεί να διορθώσει το μικρό κορίτσι-μητέρα της Χαλκιαδάκη, τόσο στη γλώσσα όσο και στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε ποικιλία πληγών και φόνων. Η παρουσία του πατέρα στο βιβλίο είναι πάντα ένα πρόβλημα, είτε γιατί έχει πεθάνει και μπορεί να επιστρέψει γεμάτος σκουλήκια, είτε γιατί θα ήθελε να προστατεύσει και άρα να περιορίσει τα θηλυκά, είτε γιατί η ίδια του η απουσία αποτελεί βαρβαρότητα. Όσο για τους άντρες γενικότερα, προβληματίζουν το κορίτσι για αυτό που τους έχει συμβεί, όπως βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά στο ποίημα «Πάει αυτοί πέταξαν». Γενικότερα το αρσενικό, αν και προτιμητέο από τη μια πλευρά, είναι προβληματισμός και κίνδυνος από την άλλη, όπως είναι και οι λέξεις που το εμπεριέχουν. Τα θηλυκά αναγκάζονται να γίνουν ψευδο-αρσενικά «για να μας σέβονται», όπως δηλώνεται στο ποίημα «Η στικτή – η γνωστή ως γελαστή». Η αμφιθυμία, ταυτόχρονα η επιθυμία, η περιφρόνηση και ο φόβος απέναντι στο αρσενικό γίνονται πολύ φανερά στο ποίημα «Βαθιά ή σκέτη περισυλλογή», όπου η ξαφνική και ανεξήγητη παρουσία ενός άντρα σε ένα περιβάλλον γυναικών δημιουργεί απορίες και διλήμματα στο κορίτσι, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε ό,τι αφορά την ίδια ως μέλος μιας ομάδας, και έτσι εμποδίζεται η λήψη μιας απόφασης και η δράση.
Παρόλο όμως που το μικρό κορίτσι είναι ένας κρίκος της αλυσίδας της οικογένειάς της, το βιβλίο την τοποθετεί στη θέση ενός πιθανού μεταρρυθμιστή, ή τουλάχιστον αυτό υπονοείται με τη στάση της και την αντίληψή της. Ακόμα και στα περιστατικά όπου παρουσιάζεται η στρεβλή απόφασή της να σκοτώσει, για παράδειγμα, νεογέννητα ζώα, είναι δικαιολογημένη μέσα στο σύμπαν του βιβλίου γιατί συμβαδίζει με τη συχνή τοποθέτησή της ως πιθανού σωτήρα ή προστάτη. Θεωρώ ότι η Χαλκιαδάκη αφήνει μια χαραμάδα στην πιθανότητα το κορίτσι της να μην ακολουθήσει τη συνήθη μοίρα των κοριτσιών και να μη διαιωνίσει τον κύκλο της βίας των κοντινών προσώπων. Το ποίημα «Θαμμένος θησαυρός – ένα παιχνίδι για όλη την οικογένεια» οδηγεί προς μια τέτοια κατεύθυνση, μια που το κορίτσι μένει τελικά άταφο να φυλάει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. «άταφη» είναι η λέξη που κλείνει το ποίημα – ή μήπως το ανοίγει; Παρόλο που ως κατακλείδα του συγκεκριμένου ποιήματος μάς οδηγεί αρχικά να συμπονέσουμε το κορίτσι που δεν μπορεί να ταφεί κι αυτή γιατί πρέπει να φυλάει τους άλλους, αν ερμηνεύσουμε το «άταφη» ως μη κλεισμένη, με διαφορετική μοίρα, με δυνατότητα φυγής και αλλαγής, προκύπτουν πολλοί διαφορετικοί δρόμοι για το κορίτσι. Μπορεί να διαφοροποιηθεί από την οικογένειά της και να επιλέξει μια ζωή με ανοιχτότερους ορίζοντες.
Η Χαλκιαδάκη μάς μεταφέρει στον κόσμο του βιβλίου με ποιήματα σχετικά σύντομα, με την παρα-δοξότητα πάντα στη γωνία του στίχου, με μια μίξη των κανόνων της πραγματικότητας, της φαντασίας και της γραμματικής. Στο προηγούμενο βιβλίο της χρησιμοποίησε περισσότερο κοφτούς και απότομους στίχους˙ εδώ διαχειρίζεται το αποτέλεσμα που θέλει να φέρει όχι τόσο με το να κόβει βίαια τον στίχο αλλά με το να παίζει συνεχώς με τις μεταφορές και τη ρευστότητα της αντίληψης. Είναι πολύ πετυχημένη η διατήρηση της παιδικής οπτικής μέσα σε ενήλικα σώματα, μέλη σωμάτων, τη θάλασσα ή ζώα. Αφήνοντας το στίχο να εξελιχθεί πιο ομαλά, πετυχαίνει το ξάφνιασμα με τις επιλογές λέξεων και ήχων, με το παράλογο παιδικών τραγουδιών, και με ένα ρυθμό που, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, έχει ωριμάσει, γιατί δεν τον πιέζει. Θεωρώ το τελικό αποτέλεσμα πιο επιτυχημένο και διαρκέστερο στην πρόσληψη του αναγνώστη. Η απλούστευση κάποιων μέσων δείχνει αφενός το ότι δεν έχει πια ανάγκη να τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη απότομα, και αφετέρου ότι εξερευνά βαθύτερα το υλικό που θέλει να παρουσιάσει.
Συνολικά, η τεχνική αρτιότητα και η θεματική ομοιογένεια του βιβλίου συμβάλλει στο να ζωντανέψει μπροστά στα μάτια μας αλλά και να νιώσουμε στην ψυχή μας το πολυσύνθετο, παράδοξο, συχνά βίαιο και ανθρωποφαγικό συνονθύλευμα που μπορεί είναι μια οικογένεια. Συνεχίζοντας την παράδοση που αμφισβητεί και γκρεμίζει το θεωρητικό οικοδόμημα της οικογένειας της γεμάτης αγάπη, φροντίδα, νοιάξιμο, της αθωότητας των παιδιών και κυρίως των κοριτσιών, του ρόλου των γονέων, των αδελφών, των δασκάλων, η Χαλκιαδάκη μάς δείχνει αυτή την παράξενη ομάδα ανθρώπων και ζώων που συγκατοικούν και συνυπάρχουν προσπαθώντας να επιβιώσουν σε δύσκολες ψυχικά συνθήκες. Αυτή είναι η πραγματικότητα της ζωής και όχι ό,τι θα θέλαμε να πιστεύουμε. Τα ποιήματά της είναι αποκαλυπτικά, σκληρά, διανθισμένα με τον παραλογισμό και τη φθορά των ακατανόητων παιδικών τραγουδιών και παιχνιδιών. Ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε με τα φαινομενικά αθώα γραμματικά φαινόμενα που γίνονται τιμωρίες και καταδίκες.
Θα δούμε άραγε τα μικρά κορίτσια όπως είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι; Θα τα αφήσουμε ήσυχα να πάνε να βρουν τους φίλους τους μέσα στον κόσμο, όπως διαβάζουμε στο τελευταίο ποίημα, το μοναδικό που μας ανοίγει ένα ολόκληρο παράθυρο πέρα από το κλειστοφοβικό σύμπαν του δωματίου, του σπιτιού, του σχολείου; Θα τα βοηθήσουμε να βρουν έναν δρόμο προς το δέντρο, το σύννεφο, το αλμυρό νερό; Η Χαλκιαδάκη, με όσα προκαλεί να αναδυθούν μέσα από τις Μικρές κανίβαλες, μας οδηγεί προς αυτόν τον δρόμο.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Latife Solak Baudet. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]