frear
Ντίκος Βυζάντιος

Πολιτισμός και αγριότητα ή O λυσσασμένος σύγχρονος κόσμος – του Μιχάλη Μοδινού

Πώλα Φοξ,
Πρόσωπα σε Απόγνωση,
μτφ. Ρένα Χατχούτ, πρόλογος Τζόναθαν Φράνζεν,
σελ. 245, GUTENBERG 2021

Στην πατρίδα της, παρά τα έξη πετυχημένα μυθιστορήματα και τα δεκάδες παιδικά της,  η Αμερικανίδα  Πώλα Φοξ [1923-2017] παρέμεινε στο ημίφως επί δεκαετίες, τουλάχιστον  μέχρις ότου την αποκαταστήσει στο βάθρο της ο Τζόναθαν Φράνζεν στη στροφή της χιλιετίας. Από τον  εξαιρετικό πρόλογό του μαθαίνουμε για τους διαρκώς εξελισσόμενους προβληματισμούς του ως προς  το βιβλίο  αυτό που το είχε ήδη διαβάσει αρκετές  φορές. Μάλιστα δεν διστάζει να δηλώσει ότι όταν το πρωτοδιάβασε του φάνηκε ανώτερο από οτιδήποτε είχε γράψει ο Φίλιπ Ροθ, ο Τζων Απντάικ ή και ο Νόρμαν Μέηλερ. Επομένως αμαρτίαν ουκ έχω που διάβασα κι εγώ  το  καλομεταφρασμένο από την έμπειρη Ρένα Χατχούτ  μυθιστόρημα  της Φοξ δυο φορές απανωτά.  Δεν θυμάμαι να μου ‘χει ξανασυμβεί αυτό, τουλάχιστον πρόσφατα, και μάλιστα με μια συγγραφέα  άγνωστή μου ως χτες. Ίσως  το διάβαζα ευχαρίστως και τρίτη αλλά του δίνω ένα χρονικό περιθώριο.

Αν ήταν να περιγράψω την υπόθεση με λίγες λέξεις, θα έλεγα: μια αδέσποτη  γάτα δαγκώνει την ηρωίδα, οπότε  η απειλή της λύσσας  αναδεικνύει  τις υποφώσκουσες κρίσεις -της καριέρας, της υγείας, της οικογένειας, της πολιτικής-  στον θεωρητικά τακτοποιημένο κόσμο ενός εύπορου νεϋορκέζικου ζευγαριού. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι σε όλο το βιβλίο η καλλιεργημένη, μεσοαστή ηρωίδα Σόφη Μπέντγουντ εκλαμβάνει τα πράγματα γύρω της ως οιωνούς  και  προσπαθεί να τα αποκωδικοποιήσει. Ο άντρας της, ο  Όττο, πετυχημένος  δικηγόρος, είναι πιασμένος στον ίδιο φαύλο κύκλο. Μακάρι κάποιος να μου ‘λεγε πώς να ζω, αναφωνεί με απόγνωση κάπου στα μισά του βιβλίου συμπυκνώνοντας το δράμα των ηρώων.

Η πρώτη φράση που εκστομίζει από τη μεριά της η Σόφη πέφτει αδιάφορα στο τραπέζι την ώρα του δείπνου: «Η γάτα γύρισε». Μοιάζει  να υποδηλώνει κάτι άλλο, κάτι ανείπωτο, ή ίσως λέγεται για να νικηθεί η διάχυτη  πλήξη. Και όμως, η επιστροφή της αδέσποτης γάτας που τρίβεται στην τζαμαρία ζητώντας τροφή θα πυροδοτήσει το σύνολο της αφήγησης. Η διαφωνία του ζεύγους αν πρέπει ή όχι να ταΐζουν αδέσποτα ζώα υποκρύπτει πιθανώς βαθύτερα ρήγματα στο γάμο τους. Εντέλει η Σόφη φέρνει στο ζώο  γάλα σε ένα μπολάκι [της φίρμας Meissen,  παρακαλώ!]. Αισθάνεται την ανάγκη να το χαϊδέψει, αλλά εκείνο τη δαγκώνει με φοβερή αγριότητα – κυριολεκτικά κρεμιέται από την παλάμη της.

Η κανονικότητα της  ζωής του ζεύγους  καταρρέει, καθώς τώρα επικρέμαται η απειλή της λύσσας. Οι νόμοι της φύσης έχουν εισβάλει στο άνετο μεσοαστικό καθιστικό τους, το γεμάτο  ράφια με τα άπαντα του Γκαίτε,  με γαλλική ποίηση και ρεαλιστικά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα.  Η Σόφη αποδεικνύεται εντελώς απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει αυτή την άλογη βία σε μια στιγμή μάλιστα που εκδήλωνε τα καλύτερα αισθήματά της προς το ζώο. ‘Όταν αναρωτιέται για την αιτία της, ο Όττο θα απαντήσει: «Μα είναι άγρια».  Το δίπολο αγριότητα- πολιτισμός γίνεται έτσι  ένα από τα κυρίαρχα θέματα του βιβλίου. Η αγριότητα ωστόσο  δεν εκφράζεται αποκλειστικά μέσω της  φύσης αλλά και  των ανθρώπων. Στη διάρκεια του εναγώνιου Σαββατοκύριακου που ακολουθεί συμβαίνουν διάφορα ενδεικτικά της βίας και του παραλογισμού που τους περιτριγυρίζει: στη διάρκεια λ.χ.  ενός πάρτι,  το ίδιο εκείνο  βράδυ, μια πέτρα προερχόμενη από το δρόμο σπάει αναίτια ένα  παράθυρο. Κάποια άλλη στιγμή, μια βουβή τηλεφωνική κλήση τους αιφνιδιάζει μες στη νύχτα. Όταν αναζητούν  διαφυγή στο εξοχικό τους, στο Λονγκ Άιλαντ, το βρίσκουν παραβιασμένο, βρωμισμένο με ανθρώπινα κόπρανα, με τα πάντα σπασμένα. Ο επιστάτης του οικισμού  «τους θέλει νεκρούς», όπως λέει ο Όττο στη Σόφη.  Όταν αργότερα ένας μαύρος γείτονας ζητά οικονομική βοήθεια εισβάλοντας σπίτι τους ο Όττο θα του δώσει δανεικά αν και ξέρει καλά ότι είναι αγύριστα.

Όπως λίγο πολύ όλοι μας, το ζευγάρι  αδυνατεί  να εξηγήσει την διάχυτη κοινωνική βία. Είναι πλήρως ανέτοιμο, καθώς θεωρούν ότι η πολιτισμένη ζωή τους βασίζεται στην υπόθεση της ύπαρξης ενός κοινωνικού συμβολαίου. Έχουν θα λέγαμε, κατεσταλμένο ανοσοποιητικό. Η εισβολή [ή έστω η απειλή] του βίαιου, απρόβλεπτου στοιχείου τους καταβάλλει. Το «έξω» τους απειλεί, και επιπλέον δεν θέλουν να νιώθουν «ίσοι» με αυτό. Αν και διαθέτουν τις κατάλληλες  λέξεις, αν και γνωρίζουν καλά να επεξεργάζονται έννοιες, τους διαφεύγει το συνολικό,  υπερφορτωμένο με σημασίες,  νόημα των κοινωνικών πραγμάτων.  Έχουν ανακαινίσει μια άνετη πέτρινη μονοκατοικία στα Μπρούκλιν Χάιτς, μια συνοικία του πάλαι ποτέ αστικού Μπρούκλιν όπου ο πληθυσμός είναι μεικτός – ποικίλων ταξικών, θρησκευτικών και φυλετικών προελεύσεων. Προοδευτικό, μορφωμένο και ευημερούν  ζευγάρι, οι Μπέντγουντ δεν έχουν παιδιά. Ωστόσο, σε αντίθεση με την επικρατούσα σήμερα εικόνα της,  η Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του ‘ 60 όπου τοποθετείται η υπόθεση του βιβλίου,  μοιάζει με πόλη υπό κατάρρευση: σωροί σκουπιδιών, σκατά σκύλων παντού, σπασμένα πεζοδρόμια, βόθροι που ξεχειλίζουν, αναίτιοι βανδαλισμοί, συλημένα σπίτια, εγκαταλειμμένες βιομηχανίες και αποθήκες, εν γένει αστική παρακμή που γίνεται ανάγλυφη στην έξοχη  περιγραφή του Κουίνς όταν το διασχίζουν καθ’ οδόν προς το εξοχικό τους. Ο Όττο αδυνατεί να συμβιβαστεί με την κατάσταση του αστικού χώρου και, όπως  κάθε νοήμων σύγχρονος Αθηναίος,  διαρκώς σχολιάζει, χωρίς ωστόσο να πράττει, κάτι που του επισημαίνει η Σόφη τονίζοντας την ανεπάρκεια των λέξεων [του λόγου!]. Όταν καταφεύγουν σε ένα δημόσιο νοσοκομείο για να νοσηλευθεί, ούτε η Σόφη μπορεί να αντέξει την δυσπραγία του συστήματος  [πολλώ μάλλον την κοινωνική δυστυχία που εκτίθεται εκεί].

Το πολιτικό πλαίσιο είναι αυτό των κοινωνικών εξεγέρσεων του τέλους της δεκαετίας του ’60, με το Βιετνάμ να βρίσκεται στο επίκεντρο των πραγμάτων, κυρίως όμως με το κίνημα για τα φυλετικά και πολιτικά δικαιώματα να δίνει τον τόνο, κάτι που επηρεάζει άμεσα τις τακτοποιημένες προνομιακές ζωές τους με όσα απόνερα δημιουργούν οι παντοειδείς κοινωνικές διεκδικήσεις. Αλλά και οι ίδιοι δεν είναι εξοπλισμένοι για την εισβολή των νέων παραμέτρων. Η αλλαγή σεξουαλικών ηθών λόγου χάρη έχει επιφέρει αλλαγές στα θέματα που συζητούνται αλλά και στις πράξεις των ανθρώπων. Αποδεικνύεται ότι η Σόφη είχε μια εξωσυζυγική περιπέτεια στο πρόσφατο παρελθόν αλλά εντέλει έμεινε ξεκρέμαστη να προσδοκά το μήνυμα του εραστή της που έχει επιστρέψει στην οικογένειά του «σε αναζήτηση νοήματος». Διαλύει βίαια τη φιλία της με μια μοναχική γυναίκα που δεν έχει άλλο θέμα συζήτησης από την αλλαγή εραστών ως μια κάποια λύση. Γενικά, σε όλο το βιβλίο οι άνθρωποι ζητούν ερμηνείες και κρύβονται πίσω από λέξεις που μοιάζουν ανίκανες να κουβαλήσουν τον σημασιολογικό φόρτο των πραγμάτων. Οι καταστάσεις ανακαλούν τον στίχο «Things  fall apart. The centre cannot hold» στη «Δευτέρα Παρουσία» του Γουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς. Ανακαλούν ακόμη το θέατρο του Έντουαρντ Άλμπη -κυρίως το έργο του Εύθραυστη Ισορροπία-, σαν οι πρωταγωνιστές να αναμένουν την εσωτερική κατάρρευση ενώ επί του παρόντος βρίσκονται εντός των τειχών, στο καλαίσθητο, καλά οχυρωμένο φρούριό τους.

Ισορροπίες εντέλει δεν υπάρχουν στη ζωή των κεντρικών χαρακτήρων, μόνο πρόσκαιρες εξισορροπήσεις. Οι οδοί διαφυγής κλείνουν προϊόντος του έργου.  Ο ίδιος ο Όττο βρίσκεται σε υπαρξιακή επαγγελματική κρίση καθώς το δικηγορικό του γραφείο σπάει στα δύο. Ο καλός του παιδικός φίλος και επί πολλά χρόνια συνεταίρος Τσάρλι Ράσσελ αλλάζει στέγη. Θα μείνουν και  οι δυο τους ξεκρέμαστοι. Οι θέσεις τους είναι ασύμβατες, καθρεφτίζουν ωστόσο τα πολιτικά διακυβεύματα της εποχής. Ο Τσάρλι αποδεικνύεται περισσότερο «σοσιαλιστής» καθώς δέχεται ως πελάτες και άνεργους, άπορους ή μαύρους, άσχετα αν δεν πρόκειται  να πληρωθεί ποτέ, ενώ ο Όττο είναι υπέρ μιας αποδοτικής δικηγορίας με πελατολόγιο υψηλών εισοδημάτων. Η καχυποψία και οι συσσωρευμένες πικρίες τους  ξεσπούν στη τελευταία σελίδα του βιβλίου όταν ο Τσάρλι κραυγάζει στο τηλέφωνο πως βρίσκεται «σε απόγνωση». Ο όρος μοιάζει εμπνευσμένος από το Γουώλντεν του  Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, όπου γράφει πως  η πλειοψηφία των αστών  ζει «σε ήρεμη απόγνωση».

Το ζευγάρι βρίσκεται εντέλει σε κατάσταση υπαρξιακής δυσφορίας, τόσο προσεκτικά δομημένης από την  Φοξ που στην άλλη όχθη του Ατλαντικού  ο παλιός Σαρτρ [ως λογοτέχνης] θα έσκαγε από συγγραφική ζήλια. Η αφήγηση είναι ακριβής, πυκνή, νευρική, ζυγισμένη,  ισορροπημένη. Η οικονομία  των εκφραστικών μέσων είναι εντυπωσιακή. Δεν υπάρχει φράση πλεονάζουσα ή σε λάθος θέση, δεν υπάρχει ίχνος επίδειξης συγγραφικής δεξιοτεχνίας. Όλα όσα χρειάζεται ο αναγνώστης  είναι εδώ, αλλά μόνο αυτά. Τίποτα πρόσθετο. Ωστόσο δεν δημιουργείται κανενός είδους αναγνωστική στέρηση. Οι χαρακτήρες ανασαίνουν παρά την υπαρξιακή αγωνία που υποστρώνει το κείμενο. Μένεις με την αίσθηση ενός ατμοσφαιρικού έργου πληθωρικού σε ιδέες  και επίπεδα ανάλυσης της σύγχρονης αστικής ζωής. Αναρωτιέσαι προς στιγμήν μήπως βρίσκεσαι μπροστά σε ένα «μυθιστόρημα ιδεών» – έναν όρο που τελικά το αδικεί. Είναι κάτι ευρύτερο, κάτι που σχετίζεται με τις λέξεις και το βάρος τους, κυρίως όμως με  το υπερβάλλον φορτίο των κρυμμένων νοημάτων κάτω η πίσω από τα αντικείμενα, τις χειρονομίες, τις πράξεις. Με δυο λόγια πρόκειται για  λογοτεχνία στην καθαρή μορφή της.

Και  το δάγκωμα της γάτας, μήπως  ξεχάστηκε καθ’ οδόν; Κάθε άλλο.  Είναι παρόν σε όλο το βιβλίο, με την Σόφη να αρνείται να δει γιατρό και να υπεκφεύγει  σταθερά, θέτοντας σε παρένθεση την εισβολή του απροσδόκητου. Φοβάται τις φριχτές επιπτώσεις της λύσσας και τις επώδυνες ενέσεις που θα ακολουθήσουν. Ωστόσο συμφωνεί στο τέλος με τον Όττο να παγιδέψουν τη γάτα ώστε να εξετασθεί στην προστασία προστασίας των ζώων. Το κάνουν με πονηριά και βαρβαρότητα – με τον τρόπο της φύσης. Γίνονται θηρευτές. Βάζουν για δόλωμα της γάτας ένα γκουρμέ μισοφαγωμένο πιάτο από συκωτάκια πουλιών. Πρόκειται για την επιτομή της καλλιέργειας, όπως παρατηρεί ένας διανοούμενος, πρώην σύζυγος  φίλης της Σόφη στη διάρκεια ενός γεύματος: Η τροφή ως μετασχηματισμός της φύσης. Το ψημένο ως αντίθεση στο ωμό κι επομένως ως σύνοψη του πολιτισμού – κατά την  ανάλυση του Κλώντ Λεβί Στρως. Το κόλπο πετυχαίνει, η γάτα συλλαμβάνεται. Ωστόσο η Σόφη μοιάζει να αποζητά τον πόνο του δαγκώματος, που είναι μια κάποια λύση υπερκαλύπτοντας τις άλλες διαψεύσεις του βίου. Επιπλέον έχει ενοχές για την τύχη της γάτας. Προσέξτε την αντίφαση: αν αποδειχθεί ότι η γάτα είναι όντως λυσσασμένη, θα θανατωθεί δικαίως, αλλά η Σόφη θα περάσει τα πάνδεινα της φριχτής αυτής αρρώστιας. Αν όχι, η μεν Σόφη την έχει σκαπουλάρει από τη λύσσα, αλλά το ζώο θα έχει θανατωθεί γιατί έτσι λέει ο νόμος  – είναι αδέσποτη και άγρια.

Παρόμοιες επεξεργασμένες αντιφάσεις είναι η κορωνίδα της δημιουργικότητας της Πώλα Φοξ. Εντάσσονται στο πυκνό δίκτυο των φιλοσοφικών διερευνήσεων σε τραγικές στιγμές της πλοκής, όταν, ας πούμε, ο Όττο επιχειρεί αβέβαια να την εμψυχώσει: Γιατί να βρίσκονται σε απόγνωση; της λέει. Παρά την εισβολή στα εν οίκω της κοινωνικής αταξίας, εντέλει ο Μαύρος γείτονας δεν τους σκότωσε, ενώ για τους βανδαλισμούς στο εξοχικό τους θα πληρώσει η ασφαλιστική. Το κυριότερο – το επαπειλούμενο  καταδικαστικό τηλεφώνημα της φιλοζωικής αποκλείεται συν τω χρόνω, καθώς οι ώρες κυλούν. Άρα, όλα καλά. Ναι, αλλά όλα τούτα θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν συμβεί, αναφωνεί τη Σόφη. Ένα μόνο βήμα, ένα ακόμη λεπτό.

Πράγματι, θα μπορούσαν. Μένουν αγκαλιασμένοι, σε ήρεμη απόγνωση, συναισθανόμενοι  την αδυναμία των λέξεων,  την απουσία νοήματος. Η πρόθεση της Σόφη να γράψει γράμμα στη μητέρα της περιγράφοντας τα δεινά της [να τα μετασχηματίσει σε λόγο και ίσως σε τέχνη] έχει ακυρωθεί. Στο κάτω κάτω ποιο το νόημα ενός ακόμη μυθιστορήματος στον λυσσασμένο σύγχρονο κόσμο;  Η ενδημική στο βίο τους έλλειψη ικανοποίησης έχει  πια εκπλυθεί. Ενδέχεται μάλιστα να λυτρώνονται, μαζί μ΄ εμάς τους  αναγνώστες, που εντέλει καταλαβαίνουμε τον κόσμο. Περνάμε, σαν να λέμε, από την περιγραφή στην κωδικοποίηση, τη λύτρωση, και έπειτα στην κατανόηση.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη