H παλίρροια της σιωπής και ο θόρυβος της singer
Δημήτρης Χριστόπουλος, Έλα να παίξουμε, Το Ροδακιό, Αθήνα 2023.
Ο Χριστόπουλος είναι μια αξιοπρόσεκτη και αξιόπιστη παρουσία πεζογράφου σε μια εποχή που δοκιμάζονται τα όρια και τα είδη, καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη ένας σχετικισμός σε σχέση με το τι συνιστά πεζογραφία, τι είναι ποίηση και τι ποιητικότητα.
Είναι το δεύτερο συνεχόμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα στις εκδόσεις Ροδακιό. Μ’ όλο που δημιουργείται η εντύπωση πως πρόκειται για στροφή στη θεματολογία του συγγραφέα, αυτό επισυμβαίνει μόνο ως επιπολαιόρριζη διαδικασία.
Το προηγούμενο (Τζίντιλι) τοποθετείται στη Μακεδονία (Δυτική, κεντρική), ενώ στο καινούργιο του (Έλα να παίξουμε) ο βασικός τόπος είναι η Σίφνος, με γεωγραφική διακτίνωση στην Ελευσίνα και τη Θεσσαλονίκη. Επίσης, η φύση είναι παρούσα στην αφήγηση με 3 όρους διαφορετικούς. Στο Τζίντιλι η φύση με τα λιγνιτωρυχεία απεικονίζει τον εσωτερικό κοχλασμό των ηρώων και την απόγνωση με όσα ανιστορούνται για την ιστορική τους πορεία αλλά και το αδιέξοδο του παρόντος. Αντίθετα, ο Χριστόπουλος επιφυλάσσει μια διαφορετική θέση στις περιγραφές της μαγευτικής φύσης της Σίφνου.
Ο συγγραφέας δημιουργεί εικόνες μαλακτικές για τον αναγνώστη/τρια που λειτουργούν αντιστικτικά στον νεκρό εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή,. του Στέργιου. «Στην καρδιά του σκότους τριγυρνούν τα φαντάσματα των ξεχασμένων λέξεων, παίζουνε κυνηγητό, κρύβονται πίσω από τις πόρτες, διαπερνούν τους τοίχους». Έτσι αρχίζει μια αφηγηματική ενότητα, με αναφορά στον γιατρό Στέργιο, και αμέσως μετά ακολουθεί η οργιώδης νησιώτικη φύση, η οποία διαμορφώνει το κατάλληλο αφηγηματικό περιβάλλον για την ευόδωση του εσωτερικού αγώνα του γιατρού: να αναγεννήσει τον νεκρό, εσωτερικό του κόσμο.
Πέρα απ’ αυτό, βασική στόχευση του συγγραφέα στα έργα του είναι να δημιουργεί πολιτισμικές και κοινωνικές αντιστίξεις. Από τη μια μεριά το πρόβλημα και από την άλλη το αφυδατωμένο κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο επιλέγει την εσωστρέφεια και την αποστασιοποίηση από τα όσα συμβαίνουν, προκαλώντας την εντύπωση ότι δεν υπάρχει ζωή εντός του. «Πολλοί είχαν δει τον Σπυριδωνάκι να ξαγρυπνά έξω από τα σπίτια τους για να μαζεύει τα όνειρά τους, μη διαλυθούν με το πρώτο φως της ημέρας. Κάποια στιγμή φαίνεται πως κουράστηκε να περιμένει και δεν ξαναφάνηκε. Οι ντόπιοι μπορούσαν να ζουν πια χωρίς το στοιχειό του βουνού. Προτίμησε κι αυτό να φύγει μακριά τους για πάντα. Δεν τους αναγνώριζε».
Βασικό μοτίβο των αφηγηματικών εμμονών του Χριστόπουλου είναι ό,τι περιγράφεται στο απόσπασμα. Η απονέκρωση των συλλογικών ευαισθησιών και η λήθη, η διαγραφή όλων εκείνων που μπορεί να προκαλέσουν αναταράξεις στην κοινωνική και πολιτισμική «κανονικότητα». Αν για το Σπυριδωνάκι, τον εφτάχρονο εξαφανισμένο θείο του Στέργιου είναι «αλμυρά έρημος οι αναμνήσεις» του, ζώντας σε καθεστώς νεκροφάνειας (υπάρχω χωρίς να υπάρχω) και μετεωριζόμενος στα διάκενα της τοπικής ιστορικής μνήμης, για την τοπική κοινωνία το γεγονός αυτό υπενθυμίζει μια αταξία που μπορεί να υπονομεύσει την τοπική συνοχή, απελευθερώνοντας μνήμες για το παρελθόν (έρωτες, φόνοι, ένοχα μυστικά, ιταλική κατοχή).
Το μυθιστόρημα Έλα να παίξουμε μετουσιώνει αφηγηματικά την εσωτερική πάλη ενός νέου γιατρού να αναμετρηθεί με τα σωματικά και ψυχικά τραύματά του. Η φράση «Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να τραυματίζει τις νύχτες τον εαυτό του;» διατρέχει το μυθιστόρημα. Αιωρείται το ερώτημα στην αφήγηση, προκαλώντας τον γιατρό σε εσωτερική καταβύθιση, ώστε να απαλλαγεί από την ψυχική επισφάλεια, που οδηγεί, κάθε πρωί, στην αναζήτηση των σημαδιών της κακοποίησής του από τον πατέρα του. Η κάθαρση του Στέργιου ολοκληρώνεται στο τέλος του μυθιστορήματος κι αυτό εκδηλώνεται με απαλλαγή από τις φοβίες του, με τη συμφιλίωση με τον εαυτό του και την άρθρωση όλων εκείνων των τραυμάτων που τον ταλαιπωρούσαν. «Αυτή τη φορά δεν ψηλάφισε τα χέρια και τα πόδια του. Μην έχει τίποτα μελανιές».
Το μυθιστόρημα έχει ως οργανωτικό άξονα τα τραύματα του γιατρού Στέργιου που ζει στη Θεσσαλονίκη. Αποφασίζει να αποδεχτεί θέση αγροτικού γιατρού στη Σίφνο, το νησί της μάνας του. Η κάθοδος αυτή ουσιαστικά συνιστά καταβύθιση στον εαυτό του. Αναζητά τον τρόπο να διαρρήξει τη σιωπή του, να δώσει σχήμα στις ενοχές του και να εκφράσει τα ανείπωτα, τα οποία είχε καταχωνιάσει στα άδυτα της ψυχής του.
Ο γιατρός Στέργιος, το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης, αναμετράται με τον κόσμο της σιωπής, στον οποίο μυήθηκε, ώστε να κρατηθούν κρυφά τα ένοχα μυστικά της οικογένειας: ο βιασμός από τον πατέρα και η άφωνη συνενοχή της μητέρας. «Έλα να παίξουμε», η φράση που δανείζει τον τίτλο. Συνοψίζει όλα τα ανείπωτα… κυρίως, τη μύηση στη σιωπή. Γίνεται πρόσκληση στην εσωτερίκευση των τραυμάτων και την αποχή ως συστατικών της κανονικότητας.
Ο Χριστόπουλος αποδίδει με καταιγιστικό, αφηγηματικό τρόπο την ενοχή της ελληνικής οικογένειας, των κλειστών κοινωνιών που μαθαίνουν να ζουν στα μέλη τους να συνυπάρχουν με τις πληγές τους. Το μυθιστόρημα, συνεπώς, μπορεί να διαβαστεί ως μια αφηγηματική πράξη που θέτει το δάκτυλο στον τύπο των ήλων. Αναφέρεται στις παθογένειες της ελληνικής οικογένειας και τα διπλομανταλωμένα ανείπωτα. Τα άτομα-μέλη της συνήθιζαν στη σιωπή ως συστατικό στοιχείο «ομαλότητας» στη λειτουργία των οικογενειακών σχέσεων.
Από τη μια μεριά, το ατομικό τραύμα, η πληγή που γεννούσε ανισορροπίες. «Ούρλιαζε μουγκά μα ποιος να σ’ ακούσει… λίγος ψίθυρος ακουγόταν μονάχα το ξημέρωμα… μέρα και νύχτα ν’ ακούς μονάχα την ανάσα σου». Πρόκειται για φράσεις του κακοποιημένου Στέργιου. Από την άλλη, η οικογενειακή κουρτίνα που δεν άφηνε να κοινολογηθούν τα μυστικά «Και η μητέρα να κρατά την οικογένεια ενωμένη και μονοιασμένη προς τα έξω, μη μας πιάσει η γειτονιά στο στόμα της». Αυτή ήταν η συμβουλή της μητέρας. Η υποκρισία της οικογενειακής ηθικής αλλά και ο εκτοπισμός των μειονεκτούντων στον κοινωνικό καιάδα.
Ο Χριστόπουλος αποδίδει με μαεστρία αυτήν την παθογένεια. Οι λέξεις και οι συνεχείς εξομολογητικοί μονόλογοι λειτουργούν ως ρωγμές για την ανάδυση του εσωτερικού κοχλασμού του Στέργιου. «Από το άλλο δωμάτιο ερχόταν μονότονα ρυθμικός ο θόρυβος της singer με τα είκοσι τρία της βελόνια να μπαινοβγαίνουν στ’ αυτιά του και να γιγαντώνουν την ανίκητη σαν το θάνατο σιωπή». Είναι η συμβιβασμένη μητέρα, με τη ραπτομηχανή της, η άτολμη και υποταγμένη που θυσιάζει και ακρωτηριάζει την ψυχή του παιδιού της, επικαλούμενη την ανάγκη να προστατευθεί η κοινωνική φήμη της οικογένειας.
Η επιστροφή του γιατρού Στέργιου στη Σίφνο ορίζει και το αφηγηματικό πλαίσιο που διαπλέκεται με την προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Και είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι επιστρέφει στον μητρογραμμικό τόπο, εκεί που γεννήθηκε η μητέρα του –όχι στην Ελευσίνα, πόλη της γέννησής του αλλά και του μαρτυρίου του.
Η ευφυής αυτή μετατόπιση διαμορφώνει συνθήκες για να συνδεθεί με την ιστορία και τα μυστήρια του νησιού του, καθώς και της μητρογραμμικής του οικογένειας. Το στοίχημά του να εντοπίσει τον χαμένο θείο του (1942) προσθέτει έναν άλλο αφηγηματικό άξονα, ο οποίος εξελίσσεται παράλληλα αλλά και συμπληρωματικά στην κατανόηση της προσωπικής του καταβύθισης. Η πανέμορφη αλλά και αμετακίνητη από το όφελος στη μοναδική της αγάπη, η προγιαγιά Στεργιανή, η γιαγιά του Μαργαρώ («Μόνη μου κάθομαι στο σκοτάδι και σου κουβεντιάζω αγόρι μου, μα ξέρω πως μ’ ακούς»), που δεκαετίες μετά ζει με την πίστη στην επιστροφή του εξαφανισμένου παιδιού της, του προσφέρουν το μητρικό πρότυπο της αφοσίωσης και του πάθους που εξουδετερώνει την επίδραση, πάνω του, της παθητικής και συνένοχης για την κακοποίησή του μάνας (Άννα/Αννιώ).
Στη Σίφνο συναντιέται με την αγάπη, είναι αυτή που τον βοηθάει να απαλλαγεί από το ασήκωτο βάρος της κακοποίησής του. Αυτό συμβαίνει με τη Μυρτώ, για την οποία μοιράζεται την επιθυμητή σαρκική επαφή. Συναντιέται και με τον άρχοντα του νησιού, τον Φραγκίσκο Πατριαρχέα, ένα απεχθές ιστορικά και κοινωνικά πρόσωπο για τη Σίφνο. Ωστόσο, γίνεται το κομβικό πρόσωπο σε πολλά επίπεδα. Η αγάπη για την προγιαγιά του Στεργιανή προκάλεσε την πολλαπλή άρνησή της. Όμως, η αγάπη γίνεται πυριφλεγέθουσα και κινητήρια δύναμη, η ζωή μαζί της υποκαθίσταται από τη φωτογραφία στο κομοδίνο του. Κορύφωση αυτής της συναισθηματικής δέσμευσης είναι η επιθυμία να ταφεί δίπλα της, να ενώσουν μεταθανάτια τα σώματά τους. Η Αγγελική, η ψυχοκόρη του Πατριαρχέα, «μετέφερε στον παπα-Γιώργη την τελευταία επιθυμία του συχωρεμένου, να βρει τρόπο να τον θάψουν δίπλα στη Στεργιανή και όχι στον οικογενειακό του τάφο, το στήθος της ν’ ακουμπά την πλάκα του, τα χέρια του ν’ αγκαλιάζουν τα δικά της που τόσο τα στερήθηκε».
Ο Χριστόπουλος έχει γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα. Χρησιμοποιεί όλα τα γνωστά εκφραστικά μέσα, τα οποία μπορούν να αποδώσουν τις εντάσεις, τις αντιφατικότητες και, κυρίως, τα ανείπωτα της ελληνικής οικογένειας, και κοινωνίας. Οι ήρωές του μοιάζουν να έχουν μεταφερθεί από όσα συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Η γραφίδα του συγγραφέα ανασυγκροτεί τον διαχρονικό ζόφο, αποκαλύπτοντας τις σιωπές αλλά και τους συμβιβασμούς, που προκαλούν κάθε φορά έκπληξη γι’ αυτά που συμβαίνουν. Ο δε Μένιος, ο πατέρας του Στέργιου, ο κακοποιητής και καταπιεστής αρσενικός είναι ο εκπρόσωπος όλων εκείνων των «ευυπόληπτων» που βιάζουν και επιβιώνουν χάρη στις σιωπές και τις εξαρτήσεις.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Joel Meyerowitz. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]