Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο, Θράκα, Λάρισα 2024.
Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, σταθερή στο ραντεβού της κάθε δύο χρόνια με μια νέα ποιητική συλλογή, επανέρχεται με το νέο της βιβλίο Σε αβαρές φαλτσέτο, το οποίο, αν και διατηρεί γνωστά χαρακτηριστικά της ποιητικής της –ποιήματα σε 24 στίχους, στιχουργική τεχνική, ρυθμό, εντυπωσιακή και ανατρεπτική εικόνα, υπαρξιακή αγωνία, κοινωνική θεματική–, αυτήν τη φορά εμπεριέχει «μουσικές και ιστορίες για σφύριγμα», όπως μάς πληροφορεί ο υπότιτλος.
Η συλλογή αποτελούμενη από 48 κείμενα (24×2, το 24 ως σταθερό σημείο αναφοράς), αρθρώνεται, από άποψη δομής και επεξεργασίας, με τρεις διαφορετικούς τρόπους: ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, ποιήματα με ρίμα (ονοματίζονται «τραγουδάκια», με εναλλαγή πλεκτής και ζευγαρωτής ομοιοκαταληξίας) και, τέλος, πεζά μικροκείμενα (πεζοποιήματα). Επιπλέον, παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο δομείται το βιβλίο. Τα διαφορετικά μορφής κείμενα αφενός εναλλάσσονται, αφετέρου συνδέονται με μία σοφή επιλογή δόμησης της συλλογής, που αποδεικνύει, ακόμη μία φορά, όχι μόνον το έμφυτο ταλέντο της Χριστοδούλου αλλά και τη γνωστική επάρκεια που απαιτεί η σύνθεση και η παρουσίαση μίας ποιητικής συλλογής, ώστε να αποτελεί ένα ενιαίο έργο, κάνοντας χρήση σηματοδοτήσεων που κάθε φορά επιλέγει ο ποιητής. Εν προκειμένω, ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει τα πολύ διακριτικά περάσματα από το ένα κείμενο στο άλλο, τη συνομιλία τους και, ως αποτέλεσμα, το συνεχές ανάπτυγμα της συλλογής. Εν είδει παραδείγματος δίνονται κάποιοι συνδετικοί κρίκοι (τα τόξα οδηγούν από το ένα ποίημα στο άλλο), οι οποίοι ωστόσο δεν είναι, σε κάθε ποίημα, και οι μοναδικοί:
Κάποια μουτζούρα από την υγρασία/Που άφησε η πλάτη του ισοβίτη/Ακουμπώντας στον τοίχο της μοίρας του («Με τον χάρτη ανά χείρας») → Αυτό το πρόσωπο εγγράφεται στα ουράνια/Ως πελώριος λεκές που ματώνει («Τα φυλλοβόλα») → Στον τοίχο κρέμεται ο λεκές της υγρασίας/Δόξα της οικογενειακής ιστορίας μου («Οι τεχνικές της σωτηρίας») → Με μας και τις ψυχές των γονιών μας/Θα τρέμουν κάτω απ’ το σεντόνι του χιονιού («Τα κουμπιά») → Κι ύστερα χιόνι. Σε δυο μέτρα χιόνι («Χαρούμενοι άνθρωποι») → Ήσυχα θα πεθάνω σαν πουλί/Που βρίσκει κάποιος στην αυλή μετά το χιόνι («Αστρολάβος») → Αγκαλιάζουν, αψηφούν το χιονόνερο […] Τα μπλέκουν σε βουβές ριπές χιονονιφάδες («Εορτασμοί») κ.λπ.
Η επανάληψη σημαινόντων τα οποία επανανοηματοδοτούνται μέσα σε ένα συγκείμενο κάθε φορά δεν μπορεί παρά να συναντά και τον τρόπο της μουσικής σύνθεσης. Η σχέση ποίησης και μουσικής είναι άλλωστε γνωστή από την αρχαία Ελλάδα, και η Χριστοδούλου έρχεται να μας την υπενθυμίσει ήδη από το τίτλο και τον υπότιτλο της συλλογής. «Φαλτσέτο» είναι η φωνητική τεχνική που επιτρέπει στον τραγουδιστή να παράγει νότες οξύτερες από τη φωνητική του έκταση. Είναι το σημείο όπου, προκειμένου να προστατευτεί, να μη σπάσει η φωνή, παίρνει τη σκυτάλη η «ψεύτικη φωνή» (φαλτσέτο < λατ. falsus = ψευδής), ώστε να αποφευχθούν τα «κοκοράκια», και να ακουστεί απαλό το τραγούδισμα. Στον υπότιτλο η λέξη «σφύριγμα» προφανώς και συνδέεται εννοιολογικά με το φαλτσέτο, καθώς τόσο το φαλτσέτο όσο και το σφύριγμα βρίσκονται εκτός της συχνότητας της ανθρώπινης φωνής. Το σφύριγμα επιπλέον συνιστά όχι μόνον έναν συνεχόμενο ήχο (ας δούμε τη συνέχεια που υπάρχει στην ποιητική συλλογή), αλλά ταυτόχρονα –στη μεταφορική του χρήση– είναι ένας νέος τρόπος σήμανσης των πραγμάτων, ένας νέος κώδικας (μεταφορικός), για να πούμε «πλαγίως» και με «απαλό» τρόπο (όπως στο φαλτσέτο) τα πράγματα που βρίσκονται έξω από τη «συχνότητά μας», τα πράγματα που δεν αντέχουμε, και μας ξεπερνούν. Το «αβαρές» λοιπόν του τίτλου, ευρισκόμενο σε νοηματική αντίθεση με το «φαλτσέτο», μας πληροφορεί για τη βαρύτητα των νοημάτων της συλλογής, που πρόκειται ωστόσο να ειπωθούν με έναν εύχαρι και πλάγιο τρόπο, για να αποφευχθούν οι «στριγκλιές», οι «τραυματισμοί» και η ωμότητα που η πραγματικότητά τους ενσωματώνει.
Γονάτισα μπρος στην ψυχή μου./Ζήτησα να συγχωρεθώ./Έστρεψε αλλού το πρόσωπό της./Έτσι άρχισα να της μιλώ/Σε γλώσσα ξύλινου άλογου («Το ξύλινο άλογο»). Μιλώ στη γλώσσα ενός οργάνου/Φτιαγμένου από χορδές νερού («Τραγουδάκι για να με θυμάστε»). Λίγο μένω εκεί θαμμένη/Χωρίς πόνο και χωρίς ελπίδα. […] Κι απλώς γελώ. Γελώ μέχρι δακρύων/Που κάπου ακόμη ακούγεται ένα φτεροκόπημα,/Ακούγεται το γαύγισμα ενός σκύλου. («Χαρούμενοι άνθρωποι»). Κι εγώ που τόσα τραγουδάκια είπα,/Το σπίτι μου στην πλάτη σαν χελώνα/Και μπλουμ κι εγώ στ’ αζήτητα του αιώνα. («Τραγουδάκι για το τέλος του κόσμου»).
Δεν είναι τυχαίο ότι η συλλογή ξεκινά με το ποίημα «Βαριά βιβλία». Ο τελευταίος στίχος του ποιήματος, Φυσάς το σπίρτο, αλλάζεις το πλευρό, κοιμάσαι, δεν μπορεί πάρα να συνομιλεί με τη γνωστή φράση του Προυστ στο ξεκίνημα τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: Longtemps je me suis couché de bonne heure/Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς, την οποία χρησιμοποιεί και ως προμετωπίδα ο Σεφέρης στο ποίημα «Piazza san Nicolò». Μια ανάγνωση του σεφερικού ποιήματος μπορεί να μας δώσει εικόνα για την πλάγια συνομιλία της Χριστοδούλου με αυτό. Το σημαίνον της έγκλειστης χωρίς μέλλον (φως) ανθρωπότητας, της εγκαταλειμμένης από τους θεούς της, με πικρία και ειρωνική διάθεση αναπτύσσεται με το εύρημα της «ντουλάπας» (Στη μετά θάνατον ζωή του ο θεός/Κρύφτηκε μέσα στην ντουλάπα,/Εκεί που πάνε τ’ άτακτα παιδιά/Μετά από ένα χέρι ξύλο […] Εδώ ο φτωχός δεν βρίσκει ρούχο στην ντουλάπα./Κι ο βραδύγλωσσος είναι εκείνος ο βλάσφημος/που καμιά αγκαλιά δεν τον χωράει/Αν πεις να πεθάνεις, πάει, πέθανες/Σε ψάχνουν βέβαια πόντο πόντο τα αγριολούλουδα), ενώ ο Σεφέρης γράφει: σαν είναι το σπίτι μέσα στην πέτρινη εκκλησιά κι η καρδιά σου μέσα στο σπίτι που σκοτεινιάζει/κι όλες οι πόρτες κλειδωμένες από το μεγάλο χέρι τ’ αϊ-Νικόλα. Εν συνεχεία, θα διαβάσουμε, Όταν όλοι κοιμούνται οι άλλοι/Τη σονάτα μου σβήνω και γράφω/Στου Σεφέρη επάνω τον τάφο («Τραγουδάκι για το Γενάρη»). Ποιος να τα ξέρει αυτά… Κοιμούνται όλοι/Όταν χύνεται ο ένας μήνας μες στον άλλο («Η μόνη περίθαλψη»).
Χαρακτηριστικό είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του θεού σε πολλά ποιήματα της συλλογής, ενός θεού που μοιάζει είτε να τιμωρεί, είτε να μη συγχωρεί, είτε να χασμουριέται, είτε να μην εισακούει τις προσευχές της ανθρωπότητας, Αυτός δεν είναι ο καλός θεός/Μα τα κατάλοιπα του γεύματός του («Με τον χάρτη ανά χείρας»), Να γρατζουνάς τα θεία τεφτέρια μάταια […] Το κενό της θεϊκής εντολής («Ο παπαγάλος»), Αν κάποιοι επιζούν και σε λάσπες, αυτό δεν σημαίνει πως δεν ξέρει ο Κύριος τι είναι καθαριότης («Μισή αρχοντιά»). Αναφορά γίνεται και στον Παλαιό των Ημερών, τον τρόπο που ονομάζεται ο θεός στην Π. Διαθήκη. Στον αντίποδα ωστόσο βρίσκεται κι ένας θεός ματαιωμένος από την εγκατάλειψη των ανθρώπων, Α! Κελαηδούσε σαν θεός που μαραζώνει/Για ενός θνητού το τελευταίο χάδι («Τραγουδάκι για τα θραύσματα»). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η έμφαση δίνεται σ’ έναν αποδομημένο κόσμο υπό πλήρη κατάρρευση και δίχως σημάδια επιστροφής. Ή διαφορετικά, σ’ έναν κόσμο που παλινδρομεί, επιστρέφοντας στην παλαιοδιαθηκική αντίληψη μιας πρωτόγονης ανθρωπότητας, χωρίς όρους, όρια και με ανώριμη συνείδηση· σε μια ανθρωπότητα «θραυσμάτων», αδύναμη να σταθεί «ορθή», σε πλήρη αποσύνθεση. Ο θεός της Χριστοδούλου είναι κυρίως ένα σύμβολο αναφοράς (ανύπαρκτο πλέον), που εγκιβωτίζει την ελπίδα, τις αξίες, τον ανθρωπισμό. Την κινητήρια δύναμη της ζωής. Και τώρα τι λοιπόν; Πώς τοποθετείται το ποιητικό υποκείμενο σε αυτή την πραγματικότητα; Είναι χαρακτηριστικό το ποίημα «Αδιαλλαξία» [adis], το οποίο συνομιλεί με το προηγούμενο πεζοποίημα «Ιστορική εκκρεμότης», Το ψαροκάικο αναποδογύρισε και κατέβηκαν αστραπιαία στον Άδη οι εκατοντάδες των μεταναστών και των προσφύγων, για να γραφεί σε αυτό, Μ’ ένα σκοινί κατεβαίνω στη βδομάδα […] Με την πρώτη δαγκωματιά κι αυτής της ημέρας/Η ψυχή μου γίνεται αθάνατη./Το σώμα μου εξακολουθεί να πεθαίνει, ενώ η μόνη σωτηρία για την ποιήτρια, όπως διαφαίνεται από το τέλος του ποιήματος, είναι η ενασχόληση με την ποίηση, Πετάει το σώμα μου προς τα ρόδινα νερά/Μα η ψυχή μου εδώ. Γράφει στίχους.
Η θεματική της συλλογής περιλαμβάνει τη ματαιωμένη παιδική ηλικία, τον πόλεμο, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τον νεοέλληνα, τη φθορά, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη, την ποίηση, ενώ συχνές είναι και οι αναφορές στη μουσική, Σταλάζει πάνω σου τίποτε νότες το στερέωμα («Βαριά βιβλία»)/Κι από τον θρήνο των σκυλιών και των παιάνων («Σκηνοθετικές οδηγίες»). Χαρακτηριστικό των πεζοποιημάτων (που συνιστούν κυρίως μικρά σχόλια ή μικρές συμβολικές ιστορίες) είναι το στοιχείο του ανατρεπτικού τέλους, πάντοτε με κύριο μέλημα την απόδοση της ψυχικής έντασης, άλλοτε ρεαλιστικά άλλοτε μη ρεαλιστικά, προσδιοριζόμενης κάποτε και από μία αίσθηση νεορομαντισμού που απαντά και στον τρόπο του ύστερου Λειβαδίτη.
Πολλά επίσης από τα ποιήματα έχουν χαρακτηριστικά θεατρικού μονολόγου, όπου η εξιστόρηση προηγείται και εν συνεχεία, διά μέσου της χρήσης προστακτικών, λαμβάνει χώρα η απεύθυνση προς κάποιον τρίτο. Όταν εστέφθη βασιλεύς ο κοινοτάρχης μας […] Ω, σώπασε, άγριο κουβεντολόι! Πάψε! («Αγροτοποιμενικόν»), ενώ στο ποίημα «Φλερτ των φαντασμάτων» υπάρχουν δύο πρόσωπα που συνδιαλλέγονται (Ένας, Άλλη).
Ο τόνος στα ποιήματα είναι λυρικός και κάποτε μονολογικός με έντονα στοιχεία τραγικότητας. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι συνομιλούν με το θέατρο του Λόρκα, πόσο μάλλον όταν απαντούν επαναλαμβανόμενα σημαίνοντα του ρομαντισμού όπως ο ουρανός, τα σύννεφα, το φεγγάρι· το βιβλίο επίσης, ως νέα κιβωτός σωτηρίας πλασμάτων, βρίθει ζώων (σκύλος, γάτα, άλογο, φίδι, χελώνα, λύκος), ενώ επαναληπτικά και σε δράση βρίσκονται τα πουλιά (γκιώνης, ερωδιοί, κορμοράνοι, παπαγάλος, χελιδόνια, σπουργίτια, κόνδορες). Και ψιθυρίζει σ’ εκρηκτική καθαρεύουσα./Τον ύμνο της γραμματικής για πουλιά. («Αθανασία διδασκαλίσσης»), Πού να μοιράσουμε τα κλοπιμαία;/Πού να κηδέψουμε τα πουλιά; («H συμμορία των αθώων») – ποίημα που φαίνεται να συνομιλεί υπόγεια με τον Βάρναλη («Μοιραίοι»), ως προς την επιλογή των θαυμαστικών!, των ερωτημάτων με το «ποιος», αλλά και με την έναρξή του, Ω, το φτωχό μας το χωμάτινο κρανίο! ~ Φταίει το κεφάλι το κακό μας! (Βάρναλης).
Ο συμβολισμός των πουλιών, όπως θα φανεί στη συνέχεια, έχει κεντρική θέση στην ποιητική συλλογή. Πώς όχι άλλωστε; Δεν είναι αυτά που τραγουδούν; Δεν είναι αυτά που βρίσκονται πάνω και πέρα από μας, όπως ακριβώς και το «φαλτσέτο»; Δεν είναι πιθανώς ισότιμα με αυτά των αριστοφανικών ορνίθων; Στο δεύτερο μέρος του ποιήματος «Φυλλοβόλα», η ποιήτρια οραματίζεται έναν καινούργιο κόσμο, Να φτιάξουμε μια ταφή και μια ανάσταση […] Ν’ ακούσουμε/Το μακρινό σουραύλι ενός αγγέλου, καλώντας πρώτα απ’ όλους τα πουλιά, Ελάτε, μικρά πουλιά, με τις ουρίτσες σας/Που σπαρταρούν στη χούφτα του κρύου. Σε προηγούμενα ποιήματα έχουμε άλλωστε διαβάσει, Μακριά, σ’ έναν άλλο γαλαξία,/Ακόμη τα πουλιά χουζουρεύουν/Χωμένα σ’ ανάλαφρα σύννεφα («Μισές δουλειές»), Τη ζωή μου φαντάζομαι αλλού/Σ’ έναν τόπο που παύουν τα λάθη («Τραγουδάκι του Γενάρη»). Είναι αναπόφευκτος λοιπόν ο συνειρμός με το τραγούδι «Ω! Καλή μου ξανθιά» (Ρώτας, Χατζιδάκις) από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, όπου μεταξύ θεών και ανθρώπων ιδρύεται στα σύννεφα η ιδανική πολιτεία της Νεφελοκοκκυγίας, της πόλης των πουλιών, όπου θα επικρατεί ειρήνη και δικαιοσύνη (Ήρθες, ήρθες, εφάνης/Με σουραύλι να υφάνεις/Ύμνους κελαηδισμούς/Ήχους εαρινούς/Εμπρός, αρχίνα πες τους γλυκά τους αναπαίστους). Πιο κάτω θα διαβάσουμε, Θα στείλω σήμα από το φάρο στα καράβια/Πως βράχια κείτονται στο φωτεινό μονοπάτι/ Ν’ αλλάξουν ρότα κατά τον ανάπαιστο («Αστρολάβος»).
Κι αν αυτός ο κόσμος της ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ομορφιάς και της χαράς, τον οποίο οραματίζεται η Χριστοδούλου, είναι ένας κόσμος ουτοπικός, η ποίησή της εν αντιθέσει μάς υπόσχεται την Ομορφιά, μέσα από τη δημιουργία μίας παράλληλης πραγματικότητας που λοξοκοιτάζει την πραγματικότητα τραγουδώντας με φαλτσέτο. Η παραμυθητική ουσία της ποίησής της με τη βαθύτατη ειλικρίνεια, ανθρωπιά και ενσυναίσθηση εκτινάσσει τον αναγνώστη σ’ έναν κόσμο φαντασμαγορικό, γεμάτο εικόνες, ανατροπές, εκπλήξεις και δυνατές συγκινήσεις. Η δύναμη της ποιητικής της Χριστοδούλου έγκειται στη διάνοιξη της θεματικής της με τη λογική που αποκαλύπτει τις πτυχές της σαν βεντάλια: τα πράγματα δεν ονοματίζονται, επινοούνται εξαρχής και υποδηλώνονται με σύμβολα, ερεθίζοντας το ασυνείδητο και προσφέροντας αισθητική απόλαυση, ακόμη και όταν οι στίχοι της είναι τραγικοί. Η Χριστοδούλου ποιεί, ως μικρός θνητός θεός, υπενθυμίζοντάς μας την ουσία και την εξιλεωτική δύναμη της δημιουργίας: Όμως απόψε θα σκαρώσω ένα τετράστιχο/Σαν γιασεμί από γαλάζιο πάγο./Ένα σονέτο με παπαρούνες στη θάλασσα/Να τις θερίζουν κάτω απ’ το νερό μικρά χεράκια. («Αστρολάβος»).
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Artwork: AI. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]