frear

Τρία του Μαρτίου – του Τζόρτζιο Αγκάμπεν

Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

ΗΘΙΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ

Χρειάζεται να προβληματιστούμε αναφορικά με την παράξενη συγκυρία ότι τα δύο αξιώματα, που εκφράζουν την πιο οξυδερκή προσπάθεια να οριστεί ο ηθικός και πολιτικός καταστατικός χάρτης της ανθρωπότητας στη νεωτερικότητα, προέρχονται από την κωμωδία. Το πρώτο αξίωμα, το homo homini lupus (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο) –θεμελιώδης άξονας της δυτικής πολιτικής– απαντάται στον Πλαύτο [Asinaria (Κωμωδία των Γαϊδάρων) στ. 495, όπου αστειευόμενος προειδοποιεί για την ανάγκη προφύλαξης από όποιον δεν γνωρίζει ποιος είναι ο άλλος άνθρωπος] και το δεύτερο, το homo sum, humani nihil a me alienum puto (είμαι άνθρωπος και τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο), που είναι ίσως η πιο επιτυχής διατύπωση του βασικού δόγματος κάθε ηθικής, το διαβάζουμε στον Τερέντιο [Heautontimoroumenos (Εαυτόν τιμωρούμενος), στ.77].

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο ορισμός της αρχής του δικαίου «να αποδίδεις στον καθένα αυτό που είναι δικό του» (suum cuique tribuere) εκλήφθηκε από τους αρχαίους ως ο καταλληλότερος ορισμός εκείνου που αποτελεί εκζητούμενο στην κωμωδία, το οποίο διατυπώνεται χωρίς επιφυλάξεις σε ένα σχόλιο στον Τερέντιο: το κατεξοχήν κωμικό είναι να αποδίδεις στον καθένα εκείνο που τον χαρακτηρίζει ιδιαίτερα (assignare unicuique personae quod proprium est). Όταν αποδίδουμε σε κάθε άνθρωπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον ταυτοποιούν, αυτός γίνεται γελοίος. Ή, γενικότερα, κάθε απόπειρα ορισμού του ανθρώπινου εκβάλλει αναγκαστικά στην κωμωδία. Αυτό δείχνουν οι καρικατούρες, όπου η προσπάθεια να συλληφθεί και να απεικονιστεί πάση θυσία η ανθρωπιά του κάθε ατόμου μετατρέπεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σε κάποιο χλευαστικό αστείο, που προκαλεί πράγματι το γέλιο.

Κάτι τέτοιο πρέπει να είχε κατά νου ο Πλάτωνας, όταν διαμόρφωνε τους χαρακτήρες των διαλόγων του, με βάση τους –τους πέρα για πέρα κωμικούς– μίμους του Σώφρονα και του Επίχαρμου. Το «Γνώθι σεαυτόν» είναι η αντιθετική αρχή σε κάθε τραγική αλαζονεία και ιταμότητα και κατορθώνει να δώσει τόπο μόνο σε κάποια παιχνίδια και αστεία, ακόμα και αν αυτά μπορεί να είναι –και είναι– απολύτως σοβαρά. Η ανθρώπινη φύση, στην πραγματικότητα, δεν είναι μια ουσία που τα όριά της μπορούν να ανιχνευθούν άπαξ δια παντός – είναι, μάλλον, μια διεργασία εν εξελίξει πάντοτε, στην οποία ο άνθρωπος δεν παύει να είναι απάνθρωπος και ζωώδης και, ταυτόχρονα, να γίνεται ανθρώπινος και ομιλητικός. Για το λόγο αυτό, ενώ η τραγωδία δίνει έκφραση σε ό,τι δεν είναι ανθρώπινο και, στο σημείο εκείνο που ο ήρωας συνειδητοποιεί απότομα και πικρά την απανθρωπιά του, καταλήγει σε αφωνία, η persona, δηλαδή η κωμική μάσκα, εμπιστεύεται στο χαμόγελο τη μόνο δυνατή εξαγγελία εκείνου που δεν είναι πια και όμως είναι ακόμα ανθρώπινο.

Ενάντια λοιπόν στις αδιάκοπες και απεχθείς προσπάθειες της Δύσης να εκχωρήσει στην τραγωδία τον ορισμό της ηθικής και της πολιτικής, είναι απαραίτητο να ενθυμούμαστε κάθε φορά ότι η κατοίκηση του ανθρώπου στη γη είναι μια κωμωδία –όχι θεία ίσως, που ωστόσο προδίδει με το γέλιο τη μυστική, υπόρρητη συναδέλφωσή του με την ιδέα της ευτυχίας.

[Quodlibet, 11.3.2024]

ΕΝΩ

Για να απελευθερώσουμε τη σκέψη μας από τις ξόβεργες που την εμποδίζουν να αποκολληθεί και να πετάξει, πρέπει, πρώτα και κύρια, να τη συνηθίσουμε να μη σκέφτεται πλέον με ουσιαστικά –που, όπως προδίδει σαφέστατα το ίδιο το όνομά τους, τη φυλακίζουν στην «ουσία», διαμέσου της οποίας μια παράδοση χιλιετιών πίστεψε ότι μπορεί να συλλάβει το είναι– αλλά μάλλον (όπως πρότεινε κάποτε ο Γουίλιαμ Τζέιμς) με προθέσεις και, ει δυνατόν, με επιρρήματα. Ότι η σκέψη, ότι ο ίδιος ο νους έχει –τρόπον τινά– μη ουσιαστικό, αλλά επιρρηματικό χαρακτήρα, μας το υπενθυμίζει το μοναδικό γεγονός ότι, στη γλώσσα μας, για να σχηματίσουμε ένα επίρρημα, αρκεί να ενώσουμε τον λεκτικό όρο «mente» (νους) με ένα επίθετο: amorosa-mente (ερωτικά), crudel-mente (ωμά), meravigliosa-mente (θαυμαστά). Το όνομα –το ουσιαστικό– είναι ποσοτικό και επιβλητικό, το επίρρημα ποιοτικό και ελαφρύ· και, αν βρεθείς σε δυσκολία, σίγουρα δεν θα είναι ένα «τι» που θα σε βγάλει από τη στενάχωρη θέση, αλλά ένα «πώς», ένα επίρρημα και όχι ένα ουσιαστικό. Το «τι να κάνω;» σε παραλύει και σε καθηλώνει. Μόνο το «πώς να το κάνω;» σου ανοίγει μία διέξοδο.

Για να σκεφτόμαστε επομένως τον χρόνο, που πάντα έθετε σε σκληρή δοκιμασία το μυαλό των φιλοσόφων, τίποτα δεν είναι πιο χρήσιμο από το να βασιζόμαστε –όπως κάνουν οι ποιητές– στα επιρρήματα: «sempre» (πάντα), «mai» (ποτέ), «già» (ήδη), «subito» (αμέσως), «ancora» (ακόμα) και, ίσως –το πιο μυστηριώδες απ’ όλα– «mentre» (ενώ). Το «mentre» (προερχόμενο από συγκοπή της λατινικής έκφρασης dum interim) δεν υποδηλώνει κάποιον χρόνο, αλλά κάποιο «εντωμεταξύ», δηλαδή μια παράξενη σύμπτωση μεταξύ δύο ενεργειών και δύο χρόνων. Το λεκτικό ισοδύναμό του είναι το γερούνδιο, το οποίο δεν είναι ακριβώς ούτε ρήμα ούτε ουσιαστικό, αλλά προϋποθέτει ένα ρήμα ή ένα ουσιαστικό από τα οποία συνοδεύεται: «όμως πήγαινε τώρα και πηγαίνοντας άκου» λέει ο Βιργίλιος στον Δάντη και όλοι θυμούνται τη Ρομάνια του Πάσκολι, «τη χώρα όπου οδεύοντας μάς συντροφεύει / το γαλάζιο όραμα του Αγίου Μαρίνου». Ας αναλογιστούμε αυτόν τον ιδιαίτερο χρόνο, που μπορούμε να σκεφτούμε μόνο μέσω ενός επιρρήματος και ενός γερούνδιου: δεν είναι ένα μετρήσιμο διάστημα μεταξύ δύο χρόνων, μάλλον, κατά κυριολεξία, δεν πρόκειται καν για χρόνο, αλλά σχεδόν για κάποιον άυλο τόπο, στον οποίο τρόπον τινά κατοικούμε, σε ένα είδος, παραιτημένης και διαλογικής, διηνεκούς αχρονίας.

Αληθινή σκέψη δεν είναι εκείνη που συλλογίζεται και εξάγει συμπεράσματα σύμφωνα με ένα πριν και ένα μετά, ώστε να αποφαίνεται «σκέφτομαι, άρα υπάρχω», αλλά αυτή που πιο νηφάλια αποφθέγγεται «ενώ σκέφτομαι, υπάρχω». Και ο χρόνος που ζούμε, ο καιρός μας, δεν είναι αφηρημένη και ξέφρενη διαφυγή άπιαστων και ασυγκράτητων στιγμών: είναι αυτό το απλό, ακίνητο «ενώ», στο οποίο βρισκόμαστε πάντοτε χωρίς να το καταλαβαίνουμε – το ψιχίο της αιωνιότητάς μας, που κανένα θλιβερό ρολόι δεν θα μπορέσει ποτέ να μετρήσει.

[Quodlibet, 14.3.2024]

ΘΕΟΣ, ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΖΩΟ

Όταν ο Νίτσε, σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια πριν, διατύπωσε τη διάγνωσή του για τον θάνατο του Θεού, σκέφτηκε ότι αυτό το πρωτάκουστο γεγονός θα άλλαζε ριζικά την ύπαρξη των ανθρώπων στη γη. «Προς τα πού κινούμαστε εμείς τώρα; – έγραφε – Αυτό που ζούμε δεν είναι συνεχές γκρέμισμα; […] Υπάρχει ακόμα το πάνω και το κάτω; Δεν περιπλανιόμαστε τάχα σε ένα απέραντο τίποτα;» Και ο Κυρίλωφ, ο χαρακτήρας του μυθιστορήματος Οι Δαιμονισμένοι, του οποίου τα λόγια είχε μελετήσει προσεκτικά ο Νίτσε, σκεφτόταν τον θάνατο του Θεού με το ίδιο εναγώνιο και σπαραχτικό πάθος, καταλήγοντας, με λογική συνέπεια, στη χειραφέτηση μιας θέλησης, που δεν είχε πλέον όρια και, συνακόλουθα, στην έλλειψη νοήματος και την αυτοκτονία: «Αν υπάρχει Θεός, εγώ είμαι Θεός… Αν υπάρχει Θεός, όλη η θέληση είναι δική του και εγώ δεν μπορώ να ξεφύγω από τη θέλησή του. Αν δεν υπάρχει Θεός, όλη η θέληση είναι δική μου και αναγκάζομαι να διατρανώσω την ελεύθερη βούλησή μου… Υποχρεούμαι να αυτοπυροβοληθώ, γιατί η πληρέστερη έκφραση της ελεύθερης βούλησής μου είναι να σκοτώσω τον ίδιο τον εαυτό μου».

Δεν θα πρέπει να πάψει να μας προβληματίζει το γεγονός ότι ενάμιση αιώνα αργότερα αυτό το πάθος φαίνεται πλέον ότι έχει εξαφανιστεί εντελώς. Οι άνθρωποι έχουν επιβιώσει ατάραχοι από τον θάνατο του Θεού και συνεχίζουν να ζουν χωρίς να θορυβούνται από αυτόν και, για να το πούμε απλά, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Σαν να μην είχε συμβεί –ακριβώς– τίποτα. Ο μηδενισμός, που οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι είχαν αρχικά χαιρετίσει ως τον πιο ανησυχητικό επισκέπτη, έχει γίνει μια χλιαρή και αδιάφορη, καθημερινή συνθήκη, με την οποία, σε αντίθεση με ό,τι πίστευαν οι Τουργκένιεφ και Ντοστογιέφσκι, Νίτσε και Χάιντεγκερ, μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά, συνεχίζοντας να ψάχνουμε για λεφτά και δουλειά, να παντρευόμαστε και να χωρίζουμε, να ταξιδεύουμε και να πηγαίνουμε διακοπές. Σήμερα ο άνθρωπος περιπλανιέται, χωρίς να σκέφτεται, στη γη του κανενός, πέρα όχι μόνο από το «θεϊκό» και το «ανθρώπινο», αλλά και (με όλο τον σεβασμό σε εκείνους που θεωρητικολογούν κυνικά υπέρ της επιστροφής των ανθρώπων στη φύση από την οποία προέρχονται) πέρα από το «ζωικό».

Φυσικά οι πάντες θα συμφωνήσουν ότι όλα αυτά δεν έχουν νόημα, ότι χωρίς το «θείο» δεν ξέρουμε πώς να σκεφτόμαστε το «ανθρώπινο» και το «ζωϊκό», αλλά αυτό σημαίνει απλώς ότι το παν και το τίποτα είναι πλέον δυνατά. Το τίποτα: δηλαδή στο όριο του να μην υπάρχει πια ο κόσμος, αλλά η γλώσσα να παραμένει (αυτή είναι, αν το καλοσκεφτούμε, η μόνη έννοια του όρου «τίποτα» –η γλώσσα να καταστρέφει, όπως κάνει σήμερα, τον κόσμο, πιστεύοντας ότι μπορεί να επιζήσει χωρίς αυτόν). Το παν: εννοώντας ακόμα και την –καθοριστικής σημασίας για εμάς– εμφάνιση μιας νέας μορφής –νέας, δηλαδή αρχαϊκής και, συνάμα εγγύτατης, σε τόση μάλιστα εγγύτητα ώστε να μην μπορούμε να τη δούμε. Εμφάνιση ποιανού και τίνος πράγματος; Θείου, ανθρώπινου ή ζωικού;

Πάντα σκεφτόμασταν το έμβιο ον μέσα σε αυτήν την τριάδα, που όσο κύρος έχει, άλλο τόσο αβέβαιη είναι, σε ατέρμονο παιχνίδι πολέμου και ειρήνης. Δεν ήρθε η ώρα να θυμηθούμε τον καιρό εκείνο που το έμβιο όν δεν ήταν ακόμη ούτε θεός ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά απλά μια ψυχή, δηλαδή μια ζωή;

[Quodlibet, 18.3.2024]

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση των μεταφράσεων στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: ©Andrej Dugin. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη