Είναι αλήθεια πως δε γνωριζόμαστε καλά… Σπάνια εγώ έρχομαι προς εσένα. Ελπίζω μόνο να είχε δίκιο η μάνα μου και να με θυμάσαι εσύ…
Σαν να τρέμουν τα πόδια του σήμερα… Ετοίμασε τον καφέ του. Η μικρή, πρωινή απόλαυσή του, από όταν βγήκε στη σύνταξη. Τον έπινε διαβάζοντας την εφημερίδα του κι ακούγοντας μουσική στο ραδιόφωνο. Μα σήμερα ούτε ο καφές δεν ήταν ίδιος. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά. Πάλι είχε πεταχτεί από τον ύπνο του χαράματα, ψάχνοντας…
Ποτέ δεν είχα οικειότητα μαζί σου. Πάντα ο χώρος σου ήταν για μένα ξένη γη, άγνωστη. Κάτι σαν φόβος, ίσως και δέος για το αχώρητο στην τετράγωνη λογική μου, σταθερό έρεισμα σε όλη την πορεία μου.
Άνοιξε την εφημερίδα. Δεν έβαλε ραδιόφωνο, δεν ήθελε, φασαρία τού φαίνονταν τούτο το πρωινό οι μελωδίες. Άρχισε να διαβάζει, μα τα γράμματα χόρευαν πυρρίχιο, του ξέφευγαν, σειρές ολόκληρες γίνονταν δραπέτες, σαν αυτούς που είχε δει τις προάλλες στο νοσοκομείο.
Όσο κι αν θέλω να ξεφύγω, μοιάζει αναπόδραστη ανάγκη η προσφυγή μου στη δύναμή σου. Δεν είναι η πρώτη φορά που το αισθάνομαι. Και που έρχομαι γονυκλινής, περιδεής, πανικόβλητος. Ίσως και να μην ερχόμουν ποτέ, αν δεν ήμουν έτσι. Έτσι όπως και τότε που χτύπησε ο γιος μου με τη μηχανή, που τρέμαμε πως θα τον χάσουμε, είκοσι επτά χρονών λεβέντη… Τότε η ψυχή μου γονάτισε για πρώτη φορά. Τότε στο στόμα μου εγκαταστάθηκε η πικρή γεύση του πανικού. Τότε σε γύρεψα. Τα λόγια της μάνας μου – Εκεί παιδί μου είναι η ελπίδα κι η απαντοχή μας! – που από πιτσιρίκι τα άκουγα με κάθε ευκαιρία και από πιτσιρίκι κλώτσαγα σε αυτά, ηχούσαν συνεχώς στα αυτιά μου. Σου μίλησα. Ώρες σου μιλούσα, ώρες στα νοσοκομεία, κι έπειτα στο σπίτι, τους πολλούς μήνες που χρειάστηκε το παλικάρι μας για να σταθεί ξανά στα πόδια του.
Πέταξε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Κι αυτές οι φυλλάδες, τίποτα καλό δε βρίσκουν να γράψουν, κι αυτός ο κόσμος, τίποτα καλό δεν έχει να δείξει…
Έπειτα, σε ξέχασα. Όλα πήραν τον καθημερινό τους δρόμο, το παιδί μου ξαναβρήκε με τον καιρό τη ζωή του, η δουλειά με απορροφούσε, συχνά ένιωθα άγχος, μα χωρίς πλέον πανικό.
Πήγε προς το παράθυρο του σαλονιού. Η πόλη ξυπνούσε. Άχρωμη, άοσμη, θλιβερή. Κάθε μέρα και πιο θλιβερή, από όταν έφυγε η Αριάδνη του. Το ξέρει πια, το έχει συνειδητοποιήσει. Τότε είναι που βρήκε ατραπό ο πανικός και επέλασε ξανά, κατέλαβε τον βίο του και την καθημερινότητά του. Η Αριάδνη κρατούσε για σαράντα χρόνια τον μίτο της ευτυχίας του. Έσπασε ο μίτος. Δεν υπήρχε πια, εξαϋλώθηκε, έγινε κονιορτός. Και η ζωή του έγινε λαβύρινθος χωρίς διαφυγή.
Είχα, όμως, τις λέξεις. Μπορούσα πάντα να τις αναζητώ, να τις θηρεύω, να τις κατακτώ, να ζω μαζί τους, να είμαι ο εραστής τους στο διηνεκές. Διάβαζα από παιδί. Πολύ και καθημερινά. Έκανα εξαιρετικές σπουδές. Διάβαζα πάντοτε, ακόμα και όταν ο ελεύθερός μου χρόνος ήταν ελάχιστος. Κι έγραφα. Και μιλούσα. Είχα το χάρισμα του λόγου, δεινός χειριστής του, έλεγαν όλοι. Δε με ενδιέφεραν τα καλά λόγια, οι έπαινοι, οι κολακείες. Δεν ήταν το ζητούμενό μου ο εντυπωσιασμός. Ήταν απλό. Οι λέξεις ήταν το σπίτι μου, τις λάτρευα, ζούσα μαζί τους, ήταν η πατρίδα μου. Κι η αγκαλιά της Αριάδνης μου, το ίδιο. Πατρίδες δύο. Έχασα τη μία. Κι η άλλη…
Γύρισε στην κουζίνα. Κάθισε στην καρέκλα. Έπειτα σηκώθηκε ξαφνικά. Γονάτισε. Έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια. Έκλινε τον αυχένα.
Σε σένα προσπέφτω, Κύριε, ας μη χάσω και την άλλη μου πατρίδα! Είναι καιρός τώρα που οι λέξεις μού παίζουν ένα τρομερό κρυφτό. Αδόκητα, ανύποπτα, εντελώς ξαφνικά, στη ροή του λόγου ή της σκέψης μου άρχισαν να μου ξεφεύγουν. Πάντοτε η Αριάδνη μου με αποκαλούσε λεξιθήρα. Γελιόταν! Ποτέ δεν είχε χρειαστεί να κυνηγήσω εγώ τις λέξεις. Ούτε τις απλές ούτε τις σπανίως χρησιμοποιούμενες. Έρχονταν αυτές σε εμένα, κυλούσαν στον νου μου σαν τις εβένινες χάντρες ενός κομπολογιού σε απόλυτη διαδοχή και αλληλουχία. Όμως, πριν λίγες μέρες η ογδονταοχτάχρονη μάνα μου με το στραβό το στόμα από το εγκεφαλικό είπε τη λέξη ορθοπεδικός, που για ένα ολόκληρο λεπτό αναζητούσα, καθώς της μιλούσα για τον γιατρό που μόλις είχε περάσει και την είχε εξετάσει. Η μάνα μου ήταν αυτή που τη βρήκε και την είπε, «τον οθοπεδικό λες», είπε η μάνα μου, κι εγώ ακόμη την έψαχνα τη λέξη, μέσα σε ένα τρομερό κενό που με κατάπινε σαν μαύρη διαστημική τρύπα. Χθες, πάλι, μιλούσα με τον γιο μου, του έλεγα πως πριν λίγες μέρες που ήμουν στο νοσοκομείο για να δω τη γιαγιά, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου κρατούμενους, κάτι δραπέτες που τους μετέφεραν στο ακτινολογικό φορώντας τους στα χέρια… φορώντας τους … Τι θες να πεις, μπαμπά, χειροπέδες; με ρώτησε ο γιος μου, ναι, ναι, βιάστηκα να του απαντήσω, άντε τώρα, σε χαιρετώ, τα λέμε αργότερα, μού χτυπούν το κουδούνι. Το κουδούνι…
Κύριε! Μη μου πάρεις τις λέξεις! Πώς να ζήσω δίχως τους; Πώς θα περιγράφω την κάθε μίζερη μέρα μου στην Αριάδνη μου, για να παρηγοριέμαι μες στη μοναξιά μου; Πώς θα λέω στη μάνα μου τις ιστορίες που μου έλεγε παιδάκι, να υπομένει τις ατέλειωτες ώρες της ακινησίας της; Πώς θα βρίσκω δίοδο επικοινωνίας με το παλικάρι μου, που τόσο σπάνια πλέον έχει τον χρόνο να με επισκέπτεται; Πώς θα αφηγούμαι παραμύθια στην εγγόνα μου, να γράψω διά βίου στην ψυχούλα της έτσι όπως έγραψε και ο παππούς μου στη δική μου; Πώς θα ξεγελώ τα πικρά ενύπνια, μελώνοντάς τα με γλυκές κουβέντες; Πώς θα απολαμβάνω τα βιβλία που ερωτεύομαι; Πώς θα με ημερεύουν τα τραγούδια, αν οι λέξεις τους γίνουν ήχοι κενοί νοήματος; Πώς θα συλλογίζομαι, πώς θα αναπολώ ευτυχισμένες μέρες, πώς θα βρίσκω την αλήθεια, πώς θα αποκαλύπτομαι και πώς θα βρίσκω τρόπο να κρυφτώ, όταν το επιλέγω; Πώς θα αντιλαμβάνομαι τη ροή αυτού του κόσμου, που εξελίσσεται ταχύτατα και με προσπερνά; Πώς θα συναντώ τον εαυτό μου; Πώς θα συναντώ τον συνάνθρωπο, που χωρίς αυτόν θα γίνω θηρίο, αφού δεν είμαι Θεός για να μπορώ να διάγω τον βίο εντελώς μονήρης;
Μην επιτρέψεις, Κύριε, στις λέξεις να με εγκαταλείψουν, Σου δέομαι. Απελθέτω απ’ εμού τα τρομερά διανοητικά κενά, οι φοβερές στιγμές που αναζητώ λέξεις ματαίως και που πληθαίνουν καθημερινά… Όσο κι αν διαρκούν λίγο το κενά αυτά και ξάφνου η λέξη εμφανίζεται στην οθόνη του μυαλού μου, όταν πια δεν τη χρειάζομαι, όσο κι αν οι μελέτες και οι συζητήσεις με άλλους λένε ότι μπορεί να είναι φυσιολογικές τέτοιες στιγμιαίες απώλειες, εγώ, κάθε που αναζητώ μια λέξη που δεν βρίσκω, μία κοινή λεξούλα ή μια από εκείνες τις αγαπημένες μου που λαμπυρίζουν, γνωρίζω πως σταδιακά αρχίζει να μου διαφεύγει ο εαυτός μου. Έρχεται αυτό που πάντοτε απευχόμουν. Κάτω απ’ τα πόδια μου ανοίγεται, χάσκει ο γκρεμός.
Κύριε, αν αναγνωρίζεις ακόμα το πρόσωπό μου αυτό, που δεν σε ξέρει, πιάσε το χέρι μου.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του ενδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]