Για το έργο «amen / για όσα δεν είναι», της Μαρίας Μεθυμάκη
Αποδεχόμενος την πρόσκληση-πρόκληση της Μαρίας Μεθυμάκη για την (ανα)ζήτηση ιδανικού αναγνώστη του έργου της μπαίνω στον πειρασμό να σπάσω τη λέξη και από τον αναγνώστη να κρατήσω τον γνώστη, αυτόν που η ανάγνωση τον οδήγησε στην τέλεια αφομοίωση του κειμένου, στην απόλυτη κατανόηση και τη γνώση του. Στο ερώτημα που τίθεται εδώ –στην καρδιά μιας σύνθετης καλλιτεχνικής γλώσσας που αποτελείται από την ταυτόχρονη παρουσία και την ώσμωση εικόνας και λόγου– για το αν ο αναγνώστης-θεατής δύναται να αντλήσει ασφαλείς ή καθησυχαστικές γνώσεις, η απάντηση, εξίσου θετική και αρνητική, καταλήγει στον βαθύτατο σκεπτικισμό της εικαστικής πράξης. Εν προκειμένω, η Μ. Μ. εισέρχεται συνεσταλμένη αλλά αποφασισμένη στο εσωτερικό άγραφων βιβλίων και τα στιγματίζει με ετερόκλητα σχέδια και σπαράγματα λόγου. Γράφοντας και σχεδιάζοντας με ποικίλά υλικά επανέρχεται με αμείωτη ένταση στα γραμμένα και ζωγραφισμένα φύλλα δημιουργώντας ιδιότυπα παλίμψηστα. Ορμώμενη από μια καλλιτεχνική βούληση που υπερίπταται των πάντων, καταργεί κανόνες, όρια και απαγορεύσεις και καταθέτει εντός των βιβλίων της την αέναη γραφή της θνητής της αμφιβολίας και μιας αθάνατης πίστης. Γράφει χαράζοντας και ψηλαφώντας ταυτόχρονα, αφού η μόνη στέρεη αλήθεια του λόγου είναι η αφή της σελίδας. Ζωγράφος που θυσιάζει, προσωρινά, ακόμα και τη σύνθεση της επιφάνειας χάρη στην πρότερη ανάγκη διάσωσης εντός της πολλαπλών κοσμικών στοιχείων. Τα βιβλία της Μ. δεν προέκυψαν από την επιθυμία ενός συγγραφέα να εκφέρει απόψεις ή να προτείνει ιδέες. Συντάχθηκαν ως αντί-κείμενα που καταφεύγουν στο άρρητο προκειμένου να αναγνωστούν από την καρδία. Οι μορφές που περιέχουν δεν είναι ανώδυνες εικονογραφήσεις που απλώς τέρπουν το βλέμμα του αναγνώστη. Αποτελούν μυστικά σύμβολα που ζητούν ζωντανό και ιδανικό αποκρυπτογράφο. Θα έλεγα πως τα βιβλία της Μ. καλούν επειγόντως έναν ακαταπόνητο μελετητή ή έναν μύστη. Κι αν, με αυτά τα δεδομένα, ο ιδανικός αναγνώστης απουσιάζει ή λανθάνει, συνεχίζουν να τον αποζητούν με τη γαλήνια δύναμη που μια εκκλησία περιμένει τους πιστούς της. Ωστόσο, ο πραγματικός αναγνώστης των εικαστικών κειμένων –γλυπτών ποιημάτων– της Μ. Μ. παραμένει ένας ονειροπόλος αγνωστικιστής: θρησκευόμενος λάτρης της τέχνης, όχι μόνο ως αισθητικής απόλαυσης αλλά κυρίως ως λόγου εν απογνώσει. Οπαδός της μυστικής και απερίσπαστης ποιητικής δράσης που η αξία της είναι αυτόφωτη, ανεξάρτητη από τις ευτελείς έννοιες της επιτυχίας και της αποτυχίας. Ο εικαστικός καλλιτέχνης, το εκφράζει καθαρά η Μ. στο έργο της, είναι εκείνος που βγάζει τα γυαλιά, ακόμα και τα μάτια, του θεατή και τον οδηγεί με την αφή στη μορφή που αρθρώνεται μέσα του. Το ποίημα, γλυπτό ενός προγλωσσικού πολιτισμού, απευθύνεται στην ψυχή του θεατή και όχι στην αντίληψη του αναγνώστη. Ο ιδανικός, εν τέλει, αναγνώστης της πολλαπλής βίβλου που δημιούργησε η Μ. Μ. είναι το ταπεινό και απογυμνωμένο ον που πλησιάζει τις καλλιτεχνικές μορφές με τις αισθήσεις του αδιαχώριστες. Εκείνος που, αρνούμενος κάθε πεποίθηση, ξαναγίνεται άνθρωπος αναβαπτίζοντας την ταυτότητά του στην ιερότητα της άγνοιάς του. Αυτό είναι, πιστεύω και το ενδότερο αίτημα της εν λόγω δημιουργίας.: η υποδοχή της από εξαγνισμένα υποκείμενα, απαλλαγμένα από σημασιολογικές και σημειολογικές προκαταλήψεις. Εντούτοις, η Μαρία επιλέγει ως χώρο παρουσίασης της δουλειάς της έναν χώρο με ιδιαίτερη φόρτιση: το καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Αποφεύγει τους ουδέτερους τοίχους μια συμβατικής γκαλερί προτιμώντας έναν τόπο οικείο και ζωντανό, κατοικημένο από προσοχές ανθρώπων και ψυχές αγαλμάτων, όπου το έργο θα πέσει στην αντίληψη και του συγκυριακού επισκέπτη. Τολμώ να πω πως, παρά τη επιβλητική σκιά του Μουσείου και των εκθεμάτων του, η συνάντηση του έργου της Μ. με τον θεατή του, και κατ΄ επέκταση με τον «ιδανικό αναγνώστη» του, καταργεί κάθε οριοθέτηση της σχέσης τέχνης και φιλότεχνου κοινού. Η επαφή με το έργο της παραπέμπει στο δέος και την παραζάλη που νιώθουμε στη θέα ενός πολύπλοκου και πολυμορφικού χάρτη ή μπροστά από μία πλούσια και πολυθεματική βιβλιοθήκη. Σε αντίθεση με τα απτά συστατικά του έργου, τα οποία υπόκεινται στον πλουραλισμό της προσθετικής μεθόδου της Μ., το αίσθημα του θεατή, ή, ακριβέστερα, του μετέχοντος στο έργο, ενοποιείται και συμπυκνώνεται μέσα από εσωτερικές διεργασίες σύνθεσης και αφαίρεσης. Η πολλαπλότητα και η αταξία των οπτικών και απτικών ερεθισμάτων ευθυγραμμίζεται και πραΰνεται στα σπλάχνα του ως κοσμική ολότητα. Με τη συνειδητή της πρόθεση ή την ασυνείδητη ορμή της, η Μ. μετατρέπει τον θεατή σε ιδανικό συνεργάτη. Θέτει έτσι απέναντι από την ορατή παραθετική λειτουργία την αόρατη συνθετική συνέχειά της εντός του Άλλου, εκεί όπου το έργο ολοκληρώνεται και ταυτοποιείται, εφόσον αποκαθίσταται ο δομικός χαρακτήρας του. Τα κείμενα, εξίσου απτά και καλαίσθητα με τα σχέδια, φιλοξενούνται ακέραια ή θρυμματισμένα στο εσωτερικό των εικαστικών βιβλίων και αποτελούν, μαζί με την όποια αναγνωσιμότητά τους, συμβολικά και μυστηριώδη αντικείμενα που ενισχύουν τον απόκρυφο χαρακτήρα της έκθεσης. Τα δε σύμβολα, οργανικά ή γεωμετρικά μοτίβα και σχήματα, τοποθετούνται σε γεμάτες, γραμμένες και «λερωμένες» επιφάνειες, οι οποίες παραμορφώνουν ή αλλοιώνουν τη σημασία τους. Όταν ένα ίχνος, χάρη στο σχήμα του ή το νόημα του, οδεύει προς μια απόλυτη ερμηνεία ή μια κλειστή σημασία, η εικαστική πολυσημία το επαναφέρει στον αρχικό και επιθυμητό μετεωρισμό του. Έτσι, ο επισκέπτης της έκθεσης κατευθύνεται, ουσιαστικά, στον δικό του ψυχικό χώρο όπου θα αναζητήσει και θα διαλέξει τις κατ’ αναλογία με το έργο εικόνες και ιδέες. Το ξεφύλλισμα των εικαστικών βιβλίων ενεργοποιεί τη μνήμη και αφυπνίζει το ασυνείδητο. Πέραν της μεταφυσικής διάστασης που από την πρώτη στιγμή αγκαλιάζει τη συνείδησή μας, επαναφέρει στον νου στιγμιαία βιώματα που συνόδευσαν και συνοδεύουν τις αναγνώσεις μας: εύθρυπτα φύλλα και σημειώματα που ξεχάστηκαν στις σελίδες ενός παλιού βιβλίου, χάρτινους τρισδιάστατους σχηματισμούς που κρύβονται μέσα σε παιδικά παραμύθια, σημάνσεις και τσακισμένες σελίδες, κακέκτυπα και αναποδογυρισμένα κείμενα, περίτεχνα πρωτογράμματα, ποικιλόμορφους σελιδοδείκτες και σημειώσεις στο περιθώριο των σελίδων, υπογραμμίσεις και θαυμαστικά προηγούμενων αναγνωστών, ημερολογιακές καταγραφές και αφηρημένα σκαριφήματα, συσχετισμούς και διακειμενικότητες, την παράδοξη ανάγκη να αγγίξεις τις λέξεις, εξώφυλλα και οπισθόφυλλα που υποσχέθηκαν νοήματα και αφηγήσεις. Θα έλεγα ότι κάθε σελίδα των βιβλίων της Μ. αποτελεί ιδανικό εξώφυλλο ενός άλλου βιβλίου, άγραφου ακόμα ή γραμμένου σε ένα άυλο κόσμο. Θα ήθελα, ακόμα, να σταθώ στον τίτλο της έκθεσης που εκτός από το εμβληματικό amen περιλαμβάνει τη φράση «για όσα δεν είναι». Η καλλιτέχνις αναφέρει χαρακτηριστικά στο συνοδευτικό έντυπο της έκθεσης ότι «όσα δεν είναι ονομάζ(ει) τα φαινόμενα που υπάρχουν με τρόπο μυστικό και παράδοξο». Συμφωνώντας μαζί της σκύβω στο αυτί της και της λέω χαμηλόφωνα πως όσα δεν είναι, είναι τα μόνα που είναι. Τι άλλο εκτός από το ολοζώντανο μυστήριο των πάντων βεβαιώνει την ύπαρξή τους; Κλείνοντας, επισημαίνω ότι αυτό που, πριν απ’ όλα, δικαιώνει τα έργα της Μ. Μ., ως τεκμήρια και απολιθώματα πολύτιμων σκέψεων και αισθημάτων, είναι η ομορφιά τους. Και αφού, όπως είπε ο Πωλ Βαλερύ, τίποτα ωραίο δεν μπορεί να συνοψισθεί, είμαστε υποχρεωμένοι από την δίψα μας για ωραιότητα να επιστρέφουμε σε αυτά για να απολαύσουμε τη μορφή τους και να αναθερμάνουμε την πίστη και την αγάπη μας στο σύμπαν.
[Το κείμενο του Κώστα Σιαφάκα διαβάστηκε την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024 στο Αίθριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην εκδήλωση «Ζητείται ιδανικός αναγνώστης»: ένας διάλογος με αφορμή την έκθεση «amen, για όσα δεν είναι» της Μαρίας Μεθυμάκη, στο Αίθριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.]
Διάρκεια Έκθεσης:
16 Ιανουαρίου – 29 Φεβρουαρίου
Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη : 13:00 – 20:00
Από Τετάρτη έως Δευτέρα: 08:30 – 15:00
Στο Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου