frear
Arthur Siegel

Μας ζηλεύουν – του Μάριου Παπαδημητρίου

Βασισμένο στους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου για το τραγούδι  KRITIKO της Μαρίνας Σάττι.

Καθόμουν και έγραφα, έγραφα έτσι να γεμίζουν οι σελίδες και καθόμουν λέει και περίμενα να αλλάξει κάτι, κάτι έτσι να πάρει τη στροφή και να φύγει από το δρόμο. Μας φανταζόμουν έτσι σε ένα αυτοκίνητο, στο δρόμο, γεμάτοι αίματα, και να βγαίνω έξω και να λέω συγγνώμη.

Παραλίγο να σκοτώσω άνθρωπο. Τι με έπιασε; Εγώ δεν τα κάνω ποτέ αυτά. Καθόμουν έτσι που λες και τα έγραφα, σκεφτόμουν. Ξέρεις, τα γνωστά. Ότι είμαι ό,τι καλύτερο στο ανθρώπινο είδος και οι λέξεις μου ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί ποτέ. Και παράλληλα κωλώνω να πάω να χτυπήσω το κουδούνι στον απέναντι και να του πω ότι μου κλείνει τον δρόμο.

Ξεσκονίζω ντουλάπες, λένε ότι αυτό το ξεσκόνισμα βοηθάει στη ψυχολογία του ανθρώπου. Ότι με κάποιο τρόπο καθαρίζεις και το πνεύμα σου. Άνοιγα, ρε που λες, τις ντουλάπες, και μέθεξη κανονική. Νταλκάδιαζα με το να ξεσκονίζω. Βρήκα αυτά που μας είχε δώσει η γιαγιά, τα πατσαβούρια, τα τιποτένια, που μας έπρηζε για το γάμο μας. Τα κοιτούσα ρε και είναι τέχνη τα πατσαβούρια. Κοίταγα το σεμεδάκι, με κοίταγε και αυτό λοξά. Άρχισε να με κατηγορεί για τα πάντα, για τις ιδέες μου, γιατί δεν ακολουθώ την ομάδα, για τη χρήση α ενικού, με είπε και φασίστα, λέει ότι είμαι ρατσιστής με τους Έλληνες. Και θόλωσα… Πώς να στο πω… Με πιάνει αυτό το διαβολεμένο και αρχίζω και το σφίγγω γύρω από το λαιμό μου, μα το θεό πήγα να αυτοκτονήσω με σεμεδάκι. Και λέω κρίμα η γιαγιά ρε άνθρωπε… Δεν ντρέπεσαι τώρα νεκρή γυναίκα; Και περιμένω τώρα, με ξενέρωσε αυτή η ηθικολογία μου. Τι ήθελα να σκεφτώ τώρα τη νεκρή και να φάω ξενέρα;

Κοιτάω το ρολόι, έχει περάσει η ώρα, το αμάξι κλείνει ακόμα το δρόμο. Εγώ σε υστερία να λέω ψέματα ότι είμαι σε κίνηση και ο άλλος απέναντι να τον ακούω εδώ και μια ώρα να προσπαθεί να φτιάξει μπανάνα μπρεντ. Μπανάνα μπρεντ γμτχ. Καταλαβαίνεις ρε τι είναι αυτό; Είναι ψωμί μπανάνας, σα το πιθήκι. Ναι ρε σου λέω, και κάθεται μια ώρα και ακούει από το κινητό είτε την υπουργό παιδείας είτε το τρίτο φιναλίστ του περσινού σαρβάιβορ, τους μπερδεύω αυτούς τους δύο, και τον διατάζει τι να κάνει. Και κάθεται και το κάνει ρε! Και έχει αφήσει και το αμάξι όπου του καπνίσει και με κοιτά παράλληλα και το σεμεδάκι και παίρνω φόρα και βγαίνω στο μπαλκόνι να τα ακούσουν όλα.

Έσπασα δεν πάει άλλο, παίρνω έτσι που λες φόρα και πετάγομαι έξω και ρίχνω μια κραυγή και με ακούνε όλοι. Ξυπνάνε μωράκια, τα τετράχρονα αφήνουν τα μπιτκοιν και βγαίνουν στο μπαλκόνι, με τραβάνε τα δεκαπεντάχρονα λαιβ στο τικ τοκ και στο ίνσταγκραμ, οι ενήλικοι περιμένουν ιστορία στο κρεβατάκι τους και οι παππούδες θάνατο και χάρηκα. Χάρηκα που όλοι αυτοί που τόσο καιρό με πνίγουν βγήκαν επιτέλους και με είδαν. Και με ξέραν όλοι.

Τους αφήνω να κοιτάνε που λες και τρέχω στο απέναντι διαμέρισμα. Χτυπάω τη πόρτα, τη σπάω. Ο άλλος να έχει μαστουρώσει φτιάχνοντας μπανάνα μπρέντ και να μη καταλαβαίνει χριστό.

Τα δάκρυα από το μίγμα να τρέχουν σαν δάκρυα βουκαμβίλιας, να φαίνονται τα μάτια του προσηλωμένα και σταθερά σαν από ελεφαντόδοντο. Ο πάγκος της κουζίνας σαν τοπίο νεκρό

Ναι ρε, κάτι τέτοια έγραφα! Τίποτα σου λέω, τίποτα. Παίρνω το μίξερ, το τραβάω, ξυπνάει αυτός, δεν με αναγνωρίζει καν. Εγώ να τα παίρνω σοβαρά. Σου είπα ότι κάτι είχε γίνει τότε που με εκείνο, στο σπίτι, ναι ρε… Και ξυπνάω και συνθλίβομαι. Με πιάνει η ψυχούλα μου που τον βλέπω έτσι τον κακόμοιρο και θέλω μα το θεό να τον πάρω σπίτι και να του φτιάξω τσάι. Και αρχίζει όμως και αυτός κάτι βρισίδια, μου έλεγε ότι πρέπει να φύγω και ότι φτιάχνει το κείκ του και λέω εγώ φταίω.

Εγώ φταίω που σε λυπήθηκα. Τον κοιτάω έτσι με νόημα και δεν καταλαβαίνει, μα αρχίζω να τον ξαναλυπάμαι. Με ζηλεύει ρε μαλάκα, ζηλεύει τη ζωή μου φτιάχνοντας το παλιοκέικ και λέει ας κλείσω το δρόμο με το αμάξι να μη κουνηθεί βήμα. Σκέφτομαι ρε το κατακαημένο που ζηλεύει τις αυτοκτονικές τάσεις μου. Θα  με ζήλευε ακόμα και αν με έβλεπε να προσπαθούσα να σκοτωθώ με σεμεδάκι; Είναι αυτό παράδειγμα προς ζήλια; Ξεφτίλα είναι και δεν το έκανα έτσι και αλλιώς για να πεθάνω. Απλά το πρόσωπο μου, τυλιγμένο με το σεμεδάκι, στον καθρέφτη φάνηκε τόσο τέλειο. Είχα την επιλογή. Πότε την ξαναείχα; Έχεις δει που σου βγάζει αυτό το πράγμα στα σαιτ, αυτό το κουμπάκι που λέει « Συμφωνώ »; Αν δεν συμφωνείς πάει, δεν μπαίνεις. Είναι απειλή, όπως αυτό με τη τηλεόραση, που την ανοίγεις και ξεκινα η ομιλία. Θα έπρεπε να σου έλεγε πως τώρα θα πεταχτεί μπροστά σου ο Τάδε και εσύ να έπρεπε να συμφωνήσεις. Να έλεγες ότι θέλω να ακούσω τη γνώμη του Τάδε Ένα για τη γνώμη του Τάδε Δύο για τη γνώμη του Τάδε Τρία, που ο Τάδε Τρία έχει τσακωθεί με τον Τάδε Ένα, γιατί ο Τάδε Ένα ήταν κουμπάρος του παρουσιαστή Τάδε Τέσσερα που έβρισε τον Τάδε Τρία, και που ο Τάδε Τέσσερα είναι κολλητός με το Τάδε Δύο που ωστόσο, ο Τάδε Δύο συμφώνησε με τον Τάδε Τρία. Βασικά λάθος παράδειγμα, θα έπρεπε να υπήρχε ένα κενό κανάλι σκέτο ή ένα κενό κανάλι που να μπορούσες να πάρεις μια κάμερα και να εμφανίζεσαι. Αλλά υπάρχει ο καθρέφτης για αυτά τα πράγματα όμως…

Όχι ρε, δεν τα είπα αυτά. Αυτά τα σκέφτηκα, ναι, πετάγομαι, τον κοιτάω παρατεταμένα και λέω

«Ζήλευες το δέρμα μου, τα χρυσά μου δόντια, τους νεκρούς μου και το ότι μιλούσα μόνο με λέξεις που είχαν γραφτεί από το Παπαδιαμάντη»

Μένει αυτός και αρχίζω να αφηγούμαι το Μοιρολόγι της Φώκιας, και να με κοιτάει, εγώ να συνεχίζω, να έχει πιάσει φωτιά η κουζίνα και να μυρίζει καμένο τροπικό δάσος μπανάνας, να έχει έρθει η αστυνομία, να τον παίρνουν αγκαλιά γιατί λέει του κατέστρεψα τη ψυχολογία, να με δέρνουν οι αστυνομικοί, να λέει αυτός πόσο τους ευχαριστεί και να μου στρίβει εντελώς. Του λέω πόσο αλήτης είναι και δειλός και βγαίνουν και φωνάζουν από τα μπαλκόνια. Μου λένε ότι με έχουν και σε βίντεο. Εγώ μέσα στη μούρλα να έχω πει τρείς φορές το παλιοδιήγημα, να με πηγαίνουν σηκωτή στο τμήμα. Να μου φωνάζουν ότι έχουν και παιδιά μέχρι το τμήμα, να με παίρνουν τηλέφωνο ότι έχω αργήσει και να θέλω να φωνάξω « ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΡΕ, ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΥ ΚΑΝΕΤΕ ΜΗΝΥΣΗ;;;». Του κλέβει και ο μπάτσος το αμάξι, και το μπανάνα μπρεντ. Όχι ρε το μπερδεύεις, αυτό που κάηκε ήταν το Βίγκαν.

Τέλος πάντων και στέκω εκεί και ξερνάω. Αυτή ήταν η επανάσταση μου- ξέρασα σε ένα μπάτσο.

*

Φιλούσαν ξέρεις σταυρούς και τους άρεσε. Φιλούσαν εικόνες, βίαζαν, σκότωναν και τους κάλυπτε. Ένιωθαν μια ασφάλεια, που δεν μπορώ να τους τη στερήσω. Σκέψου το τώρα αυτό, να πας, να φιλάς και να ξεμπερδέψεις. Ότι τάχα μου τώρα θα μου κάνουν τα σταυρά μάτια. Εκβιαστικά πράγματα. Πάρε αγάπη και πόσο σε αγαπώ, και φώς μου και πατέρα μου, ό,τι κακό έκανα για σένα το κανα γιατί σε γουστάρω. Τοξικότητα τέρμα και μετά να λένε ότι όλο αυτό το έκανα για σένα. Τοξικότητα και τέτοια.

Πρέπει να φτιαχτεί έτσι, από άθεους, μια γραμμή βοήθειας αγίων.

Να παίρνουν και να κλαίνε. Να ξεφτιλίζονται. Ότι με έχει πρήξει ότι με αγαπά και με λατρεύει και δέρνει όποιο βρει, και εντάξει με αγαπά, αλλά, λέει και αυτός ότι το κάνει για το καλό μου αλλά εγώ δεν ξέρω.

Και κάπου εκεί θα έμπαινε ο θεός, θα τράβαγε το τηλέφωνο απο τη πρίζα και θα έλεγε τι πουστριλίκια είναι αυτά. Στην εποχή του δεν είχαν τέτοια και μια χαρά έβγαινε. Έχουν όλα γίνει πιο αδύναμα. Θέλει σοβαρότητα το επάγγελμα.

*

Ναι ρε, και έτσι δεν έκανα τίποτα, πάει η μέρα. Και τι να κάνω, πήγα στο τέτοιο και ύπνο. Και ξυπνάω και σκέφτομαι αυτό που λένε και στη τηλεόραση και θέλω να το δουλέψω. Ζω ρε μονάχα για να απολαμβάνω και τίποτα άλλο. Και ρωτώ κακό είναι; Ποιος ρε δεν θέλει την απόλαυση. Θυμάσαι αυτός με τους αγίους που μου είχες πει και τρέχαμε σε ψυχολόγους; Εγώ σκέφτηκα και το άλλο. Ότι ο άγιος παίζει όλο αυτό να το γούσταρε και να το επιζητούσε μάλιστα. Ναι ρε, δηλαδή πόσο μεγαλύτερη έκθεση από άγιο; Σε κάθε εκκλησία να υπάρχει εικόνα σου. Δηλαδή τώρα αυτοί να δεις που γούσταραν να τους λένε πόσο καλοί είναι και πόσο καλά πάνε όλα. Αλλιώς γιατί; Υπήρχε ποτέ η απόκλιση από τα σκατά; Θέλαν να σώσουν το κόσμο; Ρε μπορείς να έχεις τόσα όνειρα και το όνειρό σου  να είναι να θες να σώσεις τον κόσμο; Τον εαυτό σου θέλεις να σώσεις προσποιούμενος ότι κάτι έκανες, ότι μπορεί να είσαι το τέρας αλλά προσπάθησες. Ότι δεν πειράζει, για να μην πεις ότι απλά ξέρω γω ξεπουλιέμαι τώρα. Γιατί να πρέπει να είσαι σε αυτή τη τσίτα;  Λίγο κενό δεν μπορώ να έχω. Λίγο. Τόσο δα.

Με διώξανε και από τη δουλειά, και δεν την ήθελα καν να σου πω την αλήθεια. Θα έγραφα διαφημιστικά για καθορισμό δοντιών. Αλλά με έπνιξε ρε ο άλλος, γιατί δεν είχα κενό. Θέλω να μπορώ να φύγω. Ξέρεις πόσο θάρρος θέλει; Να πεις ότι δεν έχει σχολείο σήμερα αλλά θα πάω να γίνω για το τώρα βοσκός στη Λιβαδειά. Να σου κλείνουν τον δρόμο ρε; Και πως θα φύγεις; Ήθελα κενό, να μπορώ να φύγω. Ναι ρε, και μου έχει κατεβάσει τη μούρη και ήρθαν και γράψανε στη πόρτα ότι είμαι ρουφιανιά. Και πήγα και έγραψα ότι είμαι η μεγαλύτερη.

Ναι ρε, ξερνάω στο μπάτσο και αυτός να με βρίζει. Αλλά μετά μου είπε ο δικαστής ότι μετά ποιον θα καλέσω για να βιάσει τον βιαστή; Και το σκέφτηκα ρε και λέω έχει δίκιο ο τύπος. Δηλαδή ο μπάτσος είναι μπάτσος, το έχουν από τη φύση τους οι μπάτσοι. Δεν μπορείς να τα βάλεις με μπάτσο γιατί είναι μπάτσος. Εννοώ σκέψου να έπαιρνες τηλέφωνο και να έλεγες δύο πιτόγυρα και να ερχόταν ο ντελιβεράς και να σε έδερνε; Όποτε ήθελε να ερχόταν και να σε βίαζε. Αυτό να ήταν καθολικό φαινόμενο, αλλά εσύ να έπρεπε να φας. Πως πρέπει να προστατευτείς από το θάνατο ενώ θα πεθάνεις, έτσι πρέπει να φας για να μη πεθάνεις που έτσι και αλλιώς θα πεθάνεις, οπότε σκέψου να σου έλεγε δικαστής: «μετά όταν πεινάσεις τον ντελιβερά δεν θα καλέσεις;» Τέτοιες μαλακιούλες σκέφτομαι και περνά η ώρα.

Φώναξα πολύ άσχημα πράγματα σε αυτό το μπαλκόνι ρε… Τα θυμάμαι και ντρέπομαι. Ναι τους έλεγα την αλήθεια και αυτοί έκαναν ότι δεν άκουγαν. Ζηλεύω ρε, αυτούς τους ανθρώπους που ξυπνάνε και δεν έχουν κάτι να πουν ή να ζητήσουν. Που λένε ότι όλα είναι τέλεια, που δεν έχουν έτσι κάποια ανωμαλία. Που μας πουλάνε ότι δεν ζηλεύουν. Έχεις δει στις συνεντεύξεις; Όλοι απαντάνε πως δεν έχουν πει ποτέ ψέμα και ότι δεν ζηλεύουν κανένα, ότι κοιτάνε μόνο αυτούς. ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΠΟΣΟ ΠΥΡΟΒΟΛΗΜΕΝΟΣ ΕΙΣΑΙ;

Εγώ ρε που δεν έχω σκεφτεί κάτι αυθεντικό στη ζωή μου [ σημείωμα επιμελητή: το κείμενο είναι ένας κακός αχταρμάς επιρροών του συγγραφέα]

Αχ. Ουφ, ανάσα. Ας χτιστούν λίγο κολώνες ύφους και συνεχίζουμε.

Να τους έβλεπες, ζήλευαν που καρδιοχτυπούσα για σένα. Για σένα. Ζήλευαν που η καρδιά μου χτύπαγε για εσένα. Με λίγα λόγια ζήλευαν εσένα και έχουν γεμίσει οι ντουλάπες σκόνη. Και σε ζήλευαν, μας ζήλευαν, και καθόσουν και δεν έλεγες τίποτα. Λες και ότι δεν έχεις άποψη. Ναι ρε, όσες φορές θέλω θα πω «λες» και «ρε». Αφού έστεκες σας το πρόβατο. Που ήσουνα ρε; Που πήγες; Γιατί δεν ήσουν εδώ τη στιγμή που κρίνονται τα πάντα. Εγώ, οι φολουέρς μου και η υπόληψη μου. Ρε έγινε ο κακός χαμός και είπες ότι θα πας στα βουνά. Σου έχω πει ότι βλέπεις πολύ Λάνθιμο; Ο Λάνθιμος δεν κάνει καλό στην υγεία. Τι ματαίωση είναι τούτη; ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΑΤΑ ΚΑΙ ΟΛΑ. Μα πόσες τραγωδίες να αντέξω; Μήπως έτσι να αλλάξουμε παραστάσεις; Αλλά όχι στα βουνά. Να κάνουμε κάτι ανατρεπτικό. Ξέρω γω να πάμε στη Κρήτη και να βάλουμε ένα νταλικέρη να φωνάζει ότι σκαρώνουμε μελωδίες. Και μετά να πάμε κάπου αλλού.

Με είχαν στο κρατητήριο με ένα ντελιβέρα, είχε πάει να αφήσει μια παραγγελία και ξέφυγε το πράγμα άσε… Τον θυμόμουν, είχε έρθει μια φορά… Είπαν κάτι για εξύβριση της αρχής και τέτοια. Ε να σου πώ; Αυτό έτσι με την εξουσία δεν μου αρέσει. Ώρες ώρες, θα ήθελα να με ζηλεύουν για τις ζήλειες μου. Κοιτούσα το ΜΑΤατζη και έλεγα τώρα αυτός απλά ζει σα κτήνος και μετά θα πεθάνει και αυτό συνδέεται με τα άλλα. Με το γεγονός ότι στο περίπτερο δεν καταλαβαίνουν ότι είσαι μπροστά και περιμένεις.

Κοίτα τους ρε, ετοιμάζουν αρνί και φοράνε φανέλες και τριγυρνάνε στο σπίτι και το νιώθω εγώ τώρα ότι με ζηλεύουν. Αυτό που χτίζεται τώρα, αυτό. Ζηλεύουν που σε βλέπουν να με χαίρεσαι, να με λατρεύεις. Ποιό ήταν αυτό που δεν χάρηκες από εμένα; Ρε! Και κάθεσαι και δεν μιλάς. Λένε ότι τα έχω παίξει, νομίζουν ότι μιλάω στο σκύλο. Ξέρεις τι διαφορά ανθρώπου και σκύλου; Ο σκύλος πεθαίνει χωρίς να χρειάζεται να φωνάζει αυτό το γελοίο πράγμα που ζω τώρα και με έχω πείσει ότι είναι κάτι βαθυστόχαστα, πως τάχα μου ότι τώρα ο καπιταλισμός είναι ο πατέρας μου και έσυ…. Αχ, το έχασα.

Ε ναι. Δεν μπορεί κανένας να ζηλεύει τη χαρά μου; ΤΗ ΧΑΡΑ ΜΑΣ!

Ξέρω γω όταν ξυπνάμε και δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε. Όταν κάνει αυτό το θόρυβο ο θερμοσίφωνας που μοιάζει με γάτα και μηχανή του καφέ. Το ότι τώρα σου μιλάω και δεν τολμάς να πεις κάτι, γιατί είσαι μακριά. Όταν γράφω ό,τι φοβάμαι να πω. Τη χαρά του να φεύγω. Η χαρά μας είναι… είναι… αυτό που μας κρατά και μας διώχνει. Είναι το ζευγάρι που παίρνει προφυλάξεις και δεν κάνει παιδί και στο λένε και εσύ χαίρεσαι γιατί δεν είναι ικανοί για παιδί. Είναι να τσακωνόμαστε για το μετρό. Να ζωγραφίζω ανθρωπάκια σε τζάμι. Να φαντάζομαι ότι παίρνω Νόμπελ. Να βουτώ στη θάλασσα. Να ζωγραφίζω αγέννητους ανθρώπους. Να γελάμε με τον πόνο των άλλων και να κλαίμε με τη χαρά τους. Να γινόμαστε οι άλλοι… Και ξέρεις κάτι τέτοιες στιγμές παράνοιας να μην βγαίνεις έξω από το μπαλκόνι.

Και κάθομαι τώρα και φωνάζω ρε και ξεκαρδίζομαι. Έχουν βγεί και με κοιτάνε όλοι και σκέφτομαι ότι αυτό είναι η ζωή.

 Έχω κλειστεί και έδω μέσα και μου έχει κλείσει ο άλλος το δρόμο… Όχι ρε τι να του πω του ανθρώπου.

Και σκέφτομαι ρε γαμώτο ότι κάτι τέτοιες στιγμές χαράς και ανυπαρξίας θα χαθεί η χαρά μας, θα έρθει επιτέλους και η σειρά μας και μετά θα σκοτωθώ.

Και θα ζηλεύουνε που σε χαίρομαι, που σε παντρεύομαι, που δεν έχει δύσει ο ήλιος, που λέω μαλακίες και φωνάζω.

Με ακούτε ρε; Ναι ρε, εσύ στο τρίτο και στο τέταρτο. Εσύ που κάθεσαι στο καφέ  από κάτω. Βγήκα ρε! Μιλώ και μόνος μου ρε, δείτε εδώ ρε. Σας αγαπώ! Όλα τα καθάρματα σας αγαπώ, και ενώ με βλέπετε, τυλίγω το σεμεδάκι γύρω από το λαιμό και σφίγγω. Σφίγγωωωω. Για σένα ρε, τώρα που μας αφήσαν όλα!

Ζηλεύω που για σένα εγώ καρδιοχτυπώ, που με χαίρεσαι, που με παντρεύεσαι. Μα μας αφήνει η χαρά μας και σκοτώνομαι, ανήμερα του γάμου μας. Έτσι να ζηλεύουν που κείτομαι στο τάφο. Σε δρόμο αθηναϊκό. Εμάς ζηλεύουν όλοι και άλλες μαλακίες που σκέφτομαι έτσι για να περνά η ωρίτσα.  Σιγά μην αυτοκτονούσα ρε και τι θα έκαναν οι άλλοι; Όχι ρε, ντρέπομαι έτσι μπροστά σε κόσμο. Μαλακιούλες είναι που κάνω, έτσι, κάτι να βλέπουν και να περνάει η ωρίτσα μας…

[Ο Μάριος Αθανάσιος Παδημητρίου γεννήθηκε το 2007 στην Άθηνα. Ασχολείται με το γράψιμο απο μικρή ηλικία και έχει αποσπάσει βραβεία σε διάφορους πανελλαδικούς διαγωνισμούς. Ασχολείται επίσης ερασιτεχνικά με τη σκηνοθεσία. Επιθυμεί να σπουδάσει Νομικά και παράλληλα να ασχοληθεί με το θέατρο.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη