frear

Για τον «Ήλιο με ξιφολόγχες» του Γιώργου Σκαμπαρδώνη – γράφει η Ελένη Πατσιατζή

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Ήλιος με ξιφολόγχες, Πατάκης, Αθήνα 2023.

 

Πολύ συχνά γίνεται λόγος για τη σχέση των πεδίων της ιστορίας και της λογοτεχνίας ως προς τους τρόπους προσέγγισης, αναπαράστασης και ερμηνείας του παρελθόντος. Πρόσφατα, σε σειρά διαδικτυακών σεμιναρίων που συνδιοργάνωσε ο Όμιλος για την Ιστορική Εκπαίδευση στην Ελλάδα με το Εργαστήριο Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου με τίτλο «Στα φτερά της Ιστορίας», έγκριτοι ιστορικοί συνομίλησαν με λογοτέχνες και ανέδειξαν τη συνθετότητα αυτής της σχέσης, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις, εστιάζοντας οι μεν λογοτέχνες στην αυτονομία και αυτοτέλεια του λογοτεχνικού πεδίου, οι δε ιστορικοί στην αυστηρή πειθαρχία του επιστημονικού πεδίου τους. Όπως έχει αναφέρει ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, συχνά οι ιστορικοί προσπαθούν να αναδείξουν την ανάγκη αυστηρής προσήλωσης στις πειθαρχίες της επιστήμης τους, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο κάθε κοινωνία αναζητά νοήματα για το παρόν μέσα από την υιοθέτηση αφηγημάτων για το παρελθόν της είναι και αυτός ένα από τα αντικείμενα της ιστορικής επιστήμης. Ένας από τους τρόπους αυτούς και η λογοτεχνία. Αναμφίβολα η λογοτεχνία, η ιστορική πραγματικότητα και οι ιστορικές καταγραφές της διαπλέκονται με περίπλοκους και πολυδιάστατους δεσμούς.

Η λογοτεχνία, αν τη θεωρήσουμε ως διακριτή μορφή της δημόσιας ιστορίας, διαμορφώνει αφηγηματικούς ιστούς που συνδέουν το παρόν με το παρελθόν, συμβάλλει στην ανασύσταση της ιστορικής εμπειρίας και συνακόλουθα στη διατήρηση και εξέλιξη της πολιτισμικής μνήμης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ομόθυμα οι λογοτέχνες υπερασπίστηκαν σθεναρά τη θέση ότι με το έργο τους απηχούν όψεις της παρελθοντικής ζωής με σαφή προσανατολισμό προς την αισθητική απόλαυση μέσω της μυθοπλαστικής τους ικανότητας, χωρίς να δεσμεύονται από τα ιστορικά τεκμήρια. Είναι γνωστό ότι συχνά η λογοτεχνία χρησιμοποιεί την ιστορική έρευνα για να προσδώσει στα μυθοπλαστικά έργα της την αναγκαία διάσταση της αληθοφάνειας. Κοινό σημείο μεταξύ των δύο πεδίων συνιστά το γεγονός πως τόσο η ιστορία όσο και η λογοτεχνία προσπαθούν να κατανοήσουν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι, να κατανοήσουν, δηλαδή, την ανθρώπινη περιπέτεια. Στο βιβλίο του με τίτλο Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία ο Jablonka υπενθυμίζει εμφαντικά πως το σημείο διασταύρωσης της ιστορίας και της λογοτεχνίας είναι η ίδια η γραφή, κάτι που μας έχει διδάξει και ο Μισέλ ντε Σερτώ στη Γραφή της Ιστορίας.

Οικογένειες Εβραίων σε συναγωγή της Θεσσαλονίκης μετά το πογκρόμ στη συνοικία Κάμπελ (Πηγή https://collections.ushmm.org/search/catalog/pa3529 )

Για να επανέλθουμε όμως στο πεδίο της λογοτεχνίας, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο νέο μυθιστόρημά του με τίτλο Ήλιος με ξιφολόγχες καταπιάνεται με την κρίσιμη περίοδο πριν από το φασιστικό πογκρόμ της εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ (29 Ιουνίου 1931) στη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη. Το μυθιστόρημά του απηχεί λογοτεχνικά μια εξαιρετικά ταραχώδη περίοδο με πολλαπλές αναφορές και στο σήμερα (οικονομική κρίση, εθνικισμοί, ανάδυση φαινομένου νεοναζισμού). Ο εμπρησμός της συνοικίας Κάμπελ από μέλη της οργάνωση ΕΕΕ –η προετοιμασία του οποίου είναι βασικός δομικός άξονας της αφήγησης– είναι η πρώτη μεγάλη επίθεση κατά εβραίων πολιτών στην Ευρώπη του 20ού αιώνα. Οι κατηγορούμενοι για τον εμπρησμό απαλλάχθηκαν και πολλοί τριεψιλίτες αργότερα εντάχθηκαν στις μεταξικές οργανώσεις και, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεργάστηκαν με τους ναζί διαπράττοντας εγκλήματα πολέμου.

Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας ενημερώνει παρακειμενικά, το βιβλίο του είναι ένα μυθιστόρημα του οποίου οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι επινοημένα πρόσωπα και η εξιστόρηση των οδυνηρών γεγονότων στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου στηρίζεται μεν σε τεκμήρια της εποχής, αλλά «στην αφήγηση ενυπάρχει το ποιητικό αυταπόδεικτο». Υπερασπίζεται, επομένως, όπως και οι λογοτέχνες (Καρνέζης, Παπαμάρκος, Γκουρογιάννης κ.ά.) στα διαδικτυακά σεμινάρια που προαναφέρθηκαν, την αυτονομία του λογοτεχνικού πεδίου, τη μυθοπλαστική φαντασία, την επινόηση (inventio), αν και είναι παραπάνω από εμφανές ότι η προσέγγιση του παρελθόντος έγινε –και για λόγους αληθοφάνειας– μέσω ιστορικών τεκμηρίων. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει ενδεικτικά τη Βιβλιογραφία που συμβουλεύτηκε (μεταξύ των βιβλίων είναι η μελέτη του Κώστα Φουντόπουλου για την εργασία και το εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1908-1936) και δεν ξεχνά στις Ευχαριστίες να αναφέρει τον ιστορικό Λέοντα Ναρ, αλλά και δημοσιογράφους και ερευνητές που τον βοήθησαν στην καταβύθιση στο παρελθόν της Θεσσαλονίκης από τον Φεβρουάριο του 1931 έως και τον εμπρησμό της συνοικίας Κάμπελ τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Βρισκόμαστε, επομένως, στην Belle Epoque, το 1931, μόλις δύο χρόνια μετά το οικονομικό «Κραχ» στη Νέα Υόρκη αλλά και τον νόμο περί «Ιδιωνύμου» που εισηγήθηκε και ψήφισε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, μόλις έναν χρόνο πριν από την εκλογική κατάρρευση της κυβέρνησης Βενιζέλου και σε μια περίοδο όπου το φασιστικό φαινόμενο έχει αρχίσει να κάνει παραπάνω από αισθητή την παρουσία του και στην Ελλάδα.

Ο αφηγηματικός χρόνος, όπως προαναφέρθηκε, είναι μόλις ένα εξάμηνο (Φεβρουάριος-Ιούνιος 1931). Ο χώρος είναι η πολυπολιτισμική και κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου με την πολυπληθή εβραϊκή κοινότητα, τις προσπάθειες των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής να ενσωματωθούν στη ζωή της πόλης, την έντονη συνδικαλιστική παρουσία των εργατικών σωματείων, τις εσωτερικές συγκρούσεις στον χώρο της αριστεράς, την πολιτική διάσταση Βασιλοφρόνων και Βενιζελικών αλλά και την παρουσία πρακτόρων τόσο της Ιταλίας όσο και της Βουλγαρίας. Οι ήρωες και οι ηρωίδες κινούνται διαρκώς στην πόλη, σε επαύλεις αλλά και σε παραγκουπόλεις, σε πορνεία, σε ακριβά καταστήματα αλλά και σε χώρους όπου δρα ο υπόκοσμος. Η Θεσσαλονίκη ανάγεται τελικά σε δρώσα persona, γεμάτη γοητεία αλλά και αντιφάσεις.

Ο Σκαμπαρδώνης επιλέγει να ανασυστήσει λογοτεχνικά αυτή την ιστορική περίοδο των πολλαπλών και έντονων συγκρούσεων στην πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου όλοι μάχονται όλους, προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν ένας ήλιος του οποίου οι ακτίνες κινούνται προς κάθε κατεύθυνση, αλλά είναι φτιαγμένος από αιχμηρές απολήξεις, από ξιφολόγχες. Ο τίτλος διασαφηνίζεται εντός του κειμένου.

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά βλέπει στον καμπυλωτό τοίχο τον ήλιο με ξιφολόγχες που έχει φιλοτεχνήσει ένας φαντάρος, σε περίοπτη θέση. Τις φονικές αυτές ατσάλινες ξιφολόγχες με μπρούτζινη λαβή τις ένωσε κυκλικά ο στρατιώτης περνώντας τη λεπίδα της μιας μέσα στο στρογγυλό θηλύκι της επόμενης κι έφτιαξε έναν ήλιο που ακτινοβολεί ατσάλινες αιχμές. (Σελ. 38)

Ο συγγραφέας, στηριγμένος στην κοινωνική μνήμη της πόλης, ανασυνθέτει το παρελθόν χωρίς να αποσιωπά την τύχη της εβραϊκής κοινότητας που δέχτηκε τα πρώτα πλήγματα από φασίστες συμπολίτες της αλλά και μη αποστρέφοντας τη ματιά του από τη φτώχια και την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων, ιδίως των προσφύγων. Κοινωνικές ανισότητες, ταξική πάλη, εθνικιστικές συνωμοσίες, πολιτικό παρασκήνιο αλλά και προσωπικά δράματα συνυφαίνονται δυναμικά ενώ δεν επηρεάζεται αρνητικά ο αφηγηματικός ρυθμός από την πολλαπλότητα των επεισοδίων.

Οι πρώτες σελίδες περιλαμβάνουν μια εντυπωσιακή σκηνή πυρκαγιάς που, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη λίγους μήνες αργότερα στη συνοικία Κάμπελ, η οποία άφησε πίσω χιλιάδες άστεγους αλλά και έναν νεκρό και έχει αναλογίες με την περίφημη «Νύχτα των Κρυστάλλων» στη ναζιστική Γερμανία, συμβαίνει με τρόπο τυχαίο. Η φωτιά αυτή πυροδοτεί μια σειρά από εξελίξεις όχι μόνο αστυνομικού αλλά και πολιτικού ενδιαφέροντος. Ο ήρωας, ο ταγματάρχης Γόρδιος Κλήμεντος, επικεφαλής της αντικατασκοπίας στη Θεσσαλονίκη, αναλαμβάνει την εξιχνίαση της υπόθεσης αλλά και ο ίδιος φλέγεται από ερωτικό πάθος για την Ντανιέλ Μελισσηνού, κόρη μεγαλοβιομήχανου, μια γοητευτική γυναικεία παρουσία και πρώιμη φεμινίστρια. Δεν είναι τυχαίο ότι στις 14 Δεκεμβρίου του 1930, ελάχιστους μήνες πριν από την έναρξη του αφηγηματικού χρόνου, στις δημοτικές εκλογές στην πόλη της Θεσσαλονίκης ψήφισαν οι πρώτες 241 Ελληνίδες. Εύκολα μπορούμε να φανταστούμε την Ντανιέλ και την κοσμοπολίτισσα μητέρα της ή και την αγαπημένη φίλη της που έχει δική της βιομηχανία μέντας, να στέκονται μπροστά στις πρώτες αυτές κάλπες. Η ηρωίδα καπνίζει, οδηγεί μηχανή Harley, πίνει αλκοόλ, διαβάζει ποιήματα του Baudelaire. Η ομορφιά της Ντανιέλ, γυναίκας που εμπνέει με το παρουσιαστικό, την καλλιέργεια και την προσωπικότητά της έναν ακατανίκητο έρωτα στον ήρωα, όπως αρμόζει σε ηρωίδες των νουάρ, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ομορφιά της ίδιας της πόλης. Οι διαδρομές του ήρωα στο σώμα της Ντανιέλ παραπέμπουν στις διαδρομές που κάνει στο σώμα της λογοτεχνικής πόλης στην προσπάθειά του να εξερευνήσει τα μυστικά που τη συνέχουν.

– Χτες βράδυ σε ονειρεύτηκα και τώρα μου φαίνεται ότι είμαι μέσα σ’ εκείνο το όνειρο. Ήθελα να σε δω.

Εκείνος δεν μιλάει, κοιτάζει κλεφτά γύρω, δεν ξέρει πώς να φερθεί. Σκύβει και ρουφάει τη μεσημεριανή μυρωδιά της στους βοστρύχους του λαιμού της, κάτι από σανταλόξυλο, γιασεμί και μόσχο, μαζί με τη θηλυκή θέρμη του σώματος που έχει περάσει και στα ρούχα της, στο ανοιχτό καμηλό μπεζ-καφέ παλτό τη με ριχτή κουκούλα πίσω, στη μάλλινη μαύρη μπλούζα χωρίς σουτιέν από μέσα (μάλλον λόγω ιδεολογίας), στο μαύρο κάζουαλ παντελόνι και στα δερμάτινα μποτάκια-ντύσιμο για μοτοσυκλέτα. Φοράει μαύρο μπερέ που ολισθαίνει στη μια πλευρά και ασφαλίζει τα μαλλιά της με καρφίτσα.

Στο μυθιστόρημα αναφέρονται με λεπτομέρειες στοιχεία της καθημερινότητας, όπως οι τιμές των τροφίμων αλλά και συνήθειες των ανθρώπων της εποχής ενώ παρελαύνουν πρόσωπα από ποικίλους πολιτικούς χώρους και διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα προσφέροντάς μας μια εντυπωσιακή αναπαράσταση της ζωής στην πολύβουη αυτή πόλη.

Το μικρό καφενεδάκι «Η Σινώπη» στο Βαρδάρι, επί της οδού Λαγκαδά, έχει κρεμασμένη μια χάρτινη διαφήμιση στο εξωτερικό τζάμι, δίπλα στην πόρτα, που γράφει:

Καφέ Λουμίδης: αρέσει
Ακόμα και στην πεθερά σας

Το μαγαζί βρίσκεται ανάμεσα σε μια μικρή υφαντουργία που φτιάχνει χοντρά υφάσματα (καμπότο και αλπακάδες) και σε ένα κατάστημα με την ταμπέλα «Έμποροι ερίων». Έχει καμιά δεκαπενταριά τραπεζάκια, σόμπα στη μέση, λίγο κόσμο: παραβαρδάρια φτωχαδάκια που πίνουνε καφέ, κάτι φαντάρους και τρεις Χαλκιδικιώτες με μπενεβρέκια που ήρθαν να πουλήσουνε μέλια κι ελιές και κάθονται στο γωνιακό τραπέζι και κουβεντιάζουν. (Σελ. 177)

Ωστόσο, δεν λείπουν και περιγραφές εξαιρετικής πυκνότητας και λυρικότητας.

Ο ουρανός είναι γκριζωπός, σεντόνι γηροκομείου. (Σελ. 134)

Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης στο Ήλιος με ξιφολόγχες καταφέρνει να αναπαραστήσει λογοτεχνικά μια ιστορική περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων χωρίς να χάνει από τη ματιά του την προσωπική περιπέτεια των ηρώων και των ηρωίδων του. Όπως και στη μικρή φόρμα, έτσι και στο μυθιστόρημα, έχει τον απόλυτο έλεγχο του υλικού του ακόμα κι όταν αυτό, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι εξαιρετικά σύνθετο και προϋποθέτει, για λόγους αληθοφάνειας, σημαντικές ιστορικές γνώσεις ώστε να αναδειχθεί το πολύχρωμο μωσαϊκό της μεσοπολεμικής περιόδου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, κλείνει το μάτι στον/ στην σύγχρονο/-η αναγνώστη/ -τρια ώστε να ανακαλύψει τις πολλές αναλογίες ανάμεσα στη σύγχρονη εποχή και στην εποχή του μεσοπολέμου, ιδίως στην περιοχή των Βαλκανίων.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Στις φωτογραφίες η συνοικία Κάμπελ της Θεσσαλονίκης. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη