frear

Για το βιβλίο της Λίνας Φυτιλή «Χρυσός κήπος – Άλτιν Μπαχτσεσί» – γράφει η Αγγελική Μπαρμπερίου

Κήπος μνήμης
Λίνα Φυτιλή, Χρυσός κήπος. Άλτιν Μπαχτσεσί, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2023.

Διαβάζοντας τον Χρυσό κήπο της Λίνας Φυτιλή, αισθάνθηκα πως μια νέα γενιά συγγραφέων επιστρέφει στο παρελθόν και στις ρίζες ενός τόπου, για να ανακαλύψει και να αποκαλύψει μια ιστορία, που η λήθη δεν πρέπει να σκεπάσει. Μπορεί η αφόρμηση να είναι η πορεία μιας οικογένειας, όμως, πίσω της ξεδιπλώνονται σημαντικά ιστορικά γεγονότα, ενώ η αφήγηση που κινείται σε τρία επίπεδα, δίνει βάθος, εμπλουτίζει την κεντρική ιδέα του βιβλίου και δίνει το στίγμα μιας περασμένης εποχής. Ωστόσο το μυθιστόρημα ξεφεύγει από τον ιστορικό του χαρακτήρα και αποκτά μια βαθύτερη διάσταση, μέσα από τη ζωή των ηρώων που δημιουργεί η Φυτιλή, την εντατική ροή του λόγου, προσαρμοσμένη στους ιδιωματισμούς της γλώσσας και στις ιδιαίτερες εικόνες του κάμπου.

Κεντρικό θέμα του βιβλίου είναι το συνεργατικό κίνημα, το μοίρασμα χωραφιών στους ακτήμονες, η ίδρυση κτηνοτροφικού συλλόγου, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, μέσα από τον καθημερινό βίο μιας οικογένειας στην θεσσαλική επαρχία, με κύριο πρωταγωνιστή τον παππού της συγγραφέα, Ηλία, το αρχείο του οποίου, όπως κι η μελέτη της τοπικής ιστορίας, της έδωσαν το έναυσμα να γράψει αυτό το μυθιστόρημα.

Η Φυτιλή μοιράζει την αφήγηση ανάμεσα στον Ηλία που μιλάει σε ενεστώτα χρόνο μέσα από τα ημερολόγιά του και στη Μαγδαληνή που είναι ‘«τα μάτια και τα αυτιά» του πρωταγωνιστή κι αφηγείται σε παρελθοντικό χρόνο, αλλά δίνει φωνή και σε ένα πλήθος ανθρώπων της εποχής, που με τον λόγο τους καθορίζουν ή προοικονομούν τα γεγονότα. Αυτή η πολυφωνία καθορίζει το ιδεολογικό, πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής, ξυπνάει τη μνήμη και αφομοιώνει δημιουργικά την κεντρική ιδέα του βιβλίου, χωρίς να την περιορίζει.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον λόγο μιας άλλης εποχής κι αισθητικής, γεγονός που αποκαλύπτει έναν γλωσσικό μόχθο. Εκτός από τη γρήγορη ροή του μυθιστορήματος, τη γλώσσα και τη δυναμική αφήγηση, στάθηκα σε δύο άλλα σημεία. Το πρώτο: ενώ η Φυτιλή φαίνεται ότι θαυμάζει τον πρόγονό της, ο οποίος είναι ένας γνήσιος αγωνιστής της εποχής, δε διστάζει να βγάλει στην επιφάνεια τα μειονεκτήματα του χαρακτήρα του (κάποιες φορές παρουσιάζεται ευέξαπτος, παραμελεί τη Μαγδαληνή, συνάπτει μια σύντομη σχέση με μια Ιταλίδα κ.τ.λ.). Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Φυτιλή χρησιμοποιεί ως καμβά της αφήγησης την ιστορία της οικογένειας και τους αγώνες της, για να εκφράσει τη βαθιά ανάγκη μιας γενιάς να πορευθεί συλλογικά, κόντρα στη σημερινή εποχή, που το ατομικό συμφέρον κυριαρχεί παντού. Αλλά αυτή η προσπάθεια γίνεται αβίαστα, παρακολουθώντας απλώς, τις ζωές και τις καθημερινές σχέσεις των ηρώων. Μοιάζει σαν η ίδια να υπερθεματίζει σε αυτή την ιδέα έμμεσα, ενώ σήμερα οι περισσότερες προσπάθειες συλλογικού χαρακτήρα μοιάζουν αδιέξοδες. Κι αυτή η σκέψη φωτίζει την ουτοπική διάσταση του κειμένου της, ακριβώς επειδή διαφαίνεται κάτι ξεχασμένο, μακρινό, ονειρικό και άπιαστο.

Οι ήρωες του βιβλίου, παρά το γεγονός ότι ζουν, ερωτεύονται, δημιουργούν, εργάζονται, περισσότερο από όλα, πασχίζουν για έναν καλύτερο κόσμο, διαθέτουν δηλαδή κοινωνική συνείδηση, η οποία φωτίζει ακόμη και τις πιο δύσκολες γωνίες της ζωής. Παράλληλα διαθέτουν βαθιές, υπαρξιακές αγωνίες, μιλώντας, για παράδειγμα, για τη σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο, την ομορφιά, το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο.

Μέσα στο βιβλίο βρίσκουμε εξαιρετικές σελίδες περιγραφών, όπως για παράδειγμα σκηνές της πόλης, αναφορές κι εικόνες από τον πόλεμο του ‘40 κι επιπλέον, κάποιες στιγμές μαγικού ρεαλισμού, όπως στα ημερολόγια του κεντρικού ήρωα (η επίμονη επιστροφή του Νικόλα Μιχόπουλου στο όνειρο του Ηλία ενώ είναι ήδη νεκρός, κάποιοι πεσόντες του πολέμου που υψώνουν κεριά στα τοιχώματα ενός πηγαδιού για να κρατήσουν άσβεστη την ύπαρξή τους, η σκύλα Μούρκα που αλυχτώντας βγάζει κραυγές πεσόντων). Επιπλέον ο κεντρικός ήρωας συνδιαλέγεται σε διάσπαρτα σημεία του ημερολογίου του, με στίχους του Διονύσιου Σολωμού, έτσι διευρύνει την αφήγηση, υποβάλλοντας τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της εποχής κι ανοίγεται περαιτέρω, σε δελεαστικά πεδία ιδεών. Η δουλεμένη γλώσσα, η οικονομία του κειμένου, ενισχύουν την αφηγηματική ροή ενώ οι αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής, το αρχείο, τα ημερολόγια, σύντομα θραύσματα εσωτερικής συνομιλίας, κρατούν αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.

Οι δεκαετίες με τις οποίες ασχολείται η συγγραφέας, αντικατοπτρίζουν μια Ελλάδα που άλλαξε μέσα στον χρόνο, μέσα από τις κοινωνικές, πολιτικές κι οικονομικές μεταβολές, τις ταραγμένες περιόδους που μας οδήγησαν στο παρόν κι είναι σελίδες γραμμένες μαεστρικά.

Ο Χρυσός κήπος ή αλλιώς Άλτιν Μπαχτσεσί (Ο κήπος του χρυσού), όπως ονόμαζαν οι Τούρκοι την εύφορη, θεσσαλική πεδιάδα, είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Με μια λιτή αλλά καλοδουλεμένη γλώσσα, η Φυτιλή παίρνει το ρίσκο, φωτίζει ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας μέσα από την πορεία των προγόνων της, αποδίδει το εύθραυστο κλίμα της εποχής, σκιαγραφεί αδρές εικόνες του κάμπου και παράλληλα προβάλλει την άρνηση του παλιού κόντρα στο καινούριο, το στοιχείο της συλλογικότητας, τη μνήμη που καταλύει μες στον χρόνο.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Laurits Andersen Ring. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη