«Μόνο το καλό έχει υπόσταση»[1]
‘All the world’s a stage,
and all the men and women merely players’
W. Shakespeare, As you like it
(Act 2, Scene 7)
O Χρήστος Οικονόμου, είκοσι χρόνια μετά την πρώτη συλλογή διηγημάτων του («Η γυναίκα στα κάγκελα», Ελληνικά Γράμματα, 2003) και έχοντας στο μεταξύ κατακτήσει μια αξιοζήλευτη θέση στον χώρο της ελληνικής πεζογραφίας με συνεχείς διακρίσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, με κείμενα που μεταφράζονται διαρκώς ή γίνονται θεατρικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες μικρού μήκους, επανέρχεται με μια καταιγιστική, από άποψη ρυθμού, νουβέλα. Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια μια ανώνυμη γυναίκα, εργαζόμενη ως κούριερ. Ένα αερικό σε διαρκή κίνηση που δεν αρκείται στο να μεταφέρει και να παραδίδει εμπορεύματα, αλλά ταυτόχρονα παρατηρεί με προσοχή όσα συμβαίνουν γύρω της, συμμετέχει, σχολιάζει, συμπονά. Ωστόσο, ελάχιστα μαθαίνουμε γι’ αυτήν. Πιο πολλά στοιχεία μάς επιφυλάσσει ο συγγραφέας για την επιστήθια φίλη της, τη Λένα, άνθρωπο με ενσυναίσθηση, χιούμορ, καρτερικότητα και συνοδοιπόρο της στις εξομολογήσεις και στις περιπέτειες.
Το άρτιο αισθητικά εξώφυλλο, μια φωτογραφία (1985) του Σπύρου Στάβερη απεικονίζει ένα γυναικείο πρόσωπο που εύκολα θα μπορούσε να συνδεθεί συνειρμικά με την κεντρική ηρωίδα. Αινιγματική μορφή, σκεπτική. Ο ρηματικός τίτλος «Πες της» αποτελεί επίσης ένα από τα αινιγματικά στοιχεία του έργου, καθώς η λειτουργία αυτής της προτροπής, που συχνά συναντάται στο κείμενο, θα αποκαλυφθεί μόλις στις τελευταίες σελίδες, αν και καθ’ όλη την έκταση της νουβέλας η ανώνυμη πρωταγωνίστρια συνομιλεί με τη Λένα, το alter ego της, και εύλογα κάποιος/-α θα μπορούσε να εικάσει ότι αποτελεί μέρος των συχνών διαλόγων ανάμεσα στα δύο αυτά κεντρικά πρόσωπα της πλοκής.
Το επάγγελμα της πρωταγωνίστριας, στον τομέα των υπηρεσιών, γίνεται το εξαιρετικό εύρημα για τις συναντήσεις της με πλήθος ανθρώπων κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης, μορφωτικού επιπέδου. Κάθε συνάντηση και μια νέα ιστορία. Κάθε συνάντηση και μια τελετουργία, μια νέα σκηνή στη δραματουργία της επινοημένης λογοτεχνικά καθημερινότητας. Οι συναντήσεις εναλλασσόμενες, σύντομες, αναδεικνύουν την πολλαπλότητα των κοινωνικών ρόλων αλλά και την αναγκαιότητα υιοθέτησης ηθικών πρακτικών και αλληλεγγύης για τη διασφάλιση της ιερότητας των προσώπων. Η εργαζόμενη γυναίκα γίνεται το πρόσωπο που αναλαμβάνει τον ρόλο του συμμετοχικού παρατηρητή σε όσα συμβαίνουν στα σπίτια που επισκέπτεται, αλληλεπιδρά και συνδιαμορφώνει την ιστορία τους.
Τετάρτη απόγευμα, τέλη Φλεβάρη, πήγα σ’ ένα συνεργείο αυτοκινήτων, τα φώτα σβηστά, σιωπή, ήταν τρεις στο βάθος σε μια γωνιά, τραπεζάκι με ασπρόμαυρο καρό τραπεζομάντηλα, αναμμένο κερί, νταμιτζάνα, σκυφτοί, τσιμπολογούσαν από μια πιατέλα, χέρια μουτζουρωμένα, άναψε ο ένας τσιγάρο και φωτίστηκε μια στιγμή το πρόσωπό του, πήγαινε πάνω κάτω το πόδι, έτρεμε σαν το κομπρεσέρ, πρόλαβα και τον άκουσα να λέει αν ο κόσμος ήταν δίκαιος, κάποιοι άνθρωποι έπρεπε να ζουν δυο φορές, ύστερα με είδαν, τινάχτηκαν σαν να τρόμαξαν , σαν πιτσιρίκια που πιάστηκαν στα πράσα, σηκώθηκε βαρύς, το τσιγάρο στο στόμα, μάτια φύλλα μαραμένα έτοιμα να πέσουν, πήρε την κούτα, έβγαλε τρία πεντάευρα, εντάξει είμαστε, επέμενε, ευχαριστούμε, καλή σου νύχτα- έτσι είπε, το σημείωσα, καλή σου νύχτα- μέχρι να βγω είχε ξαναγυρίσει στο τραπέζι, ξανά σκυφτός, ξανά το πόδι πάνω κάτω, σαν να μην πέρασα ποτέ αποκεί, σαν να με φαντάστηκαν και να τους φαντάστηκα, ο αέρας που κάνει τη φλόγα του κεριού να τρεμοπαίζει, ακόμα μια σκιά που ήρθε και στοίχειωσε τον τοίχο (σελ.58).
Άνθρωποι κλεισμένοι στα διαμερίσματά τους, αναζητούν τρόπους να (συν)υπάρξουν χωρίς να χάσουν τη ζεστασιά της ανθρώπινης επαφής, έστω κι αν αυτή η επαφή είναι η σύντομη συνάντηση με ένα άγνωστο πρόσωπο. Το ρεαλιστικό υπόβαθρο της μυθοπλασίας χτίζεται κυρίως τοπικά, καθώς η πρωταγωνίστρια διατρέχει οδούς σε περιοχές του Πειραιά αλλά και σε περιοχές του νομού Χανίων, δηλαδή σε περιοχές στις οποίες ο Οικονόμου έχει ζήσει και τις γνωρίζει καλά. Ωστόσο, ο τόπος δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όσο έχουν οι γοργά εναλλασσόμενες ιστορίες των προσώπων. Διαρκή “short cuts” που αναπαριστούν στιγμές ζωής άλλοτε συνηθισμένων ανθρώπων κι άλλοτε προσώπων με έντονο το γκροτέσκο στοιχείο στη συμπεριφορά. Κάποια από τα πρόσωπα αυτά θυμίζουν χαρακτήρες από τα προηγούμενα έργα του. Ωστόσο, η νουβέλα που μας παραδίδει έχει πολύ πιο γρήγορο ρυθμό συγκριτικά με τα προγενέστερα βιβλία του, διαρκή επιτάχυνση μέχρι την κορύφωση του τέλους, σκωπτικό χιούμορ και μια αφηγηματική δεινότητα που δείχνει ότι ο συγγραφέας βρίσκεται στην ωριμότερη και πλέον άρτια συγγραφική του περίοδο, το γνωρίζει και η αυτοπεποίθησή του τού επιτρέπει ενδιαφέροντες πειραματισμούς ως προς την τεχνική.
Στη Σουηδίας πήγα ακουστικά σ’ έναν ασπρομάλλη με δύο χαλκάδες στη μύτη- και τι κατάφερες που τα ’φερες, μου είπε, δε βλέπεις ότι τίποτα δεν έχει σημασία πια, είμαστε λίγοι είναι πολλοί, νενικηθήκαμε (σελ.53).
Όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται, όλες οι διαφορετικές φωνές που ακούγονται στα επιμέρους επεισόδια, παρουσιάζονται με έντονο το θεατρικό στοιχείο, σαν σύντομες σκηνές. Κάθε πρόσωπο βιώνει το δικό του δράμα, τη δική του απορία για όσα του συμβαίνουν. Η ανώνυμη πρωταγωνίστρια και παράλληλα αφηγήτρια της ιστορίας συμπάσχει μαζί τους χωρίς αυτό να της στερεί την κριτική ματιά. Έχει και εκείνη τον δικό της, κομβικό, ρόλο σε αυτές τις «πρόσωπο με πρόσωπο» συναντήσεις. Οι κινήσεις των μυθοπλαστικών χαρακτήρων, οι αντιδράσεις, ιδίως η επαναληπτικότητα των αντιδράσεων, συνδιαμορφώνουν ένα «θίασο» με πολλαπλούς τρόπους κωμικής ή/και τραγικής θεατρικότητας. Η αλληλόδραση των προσώπων επιτελείται άλλοτε μέσα από αμηχανία, άλλοτε μέσα από ένα τελετουργικό εμπεδωμένης διαγωγής κι άλλοτε μέσα από αδιαφορία για τα κανονιστικά πλαίσια. Ο καθημερινός βίος των ανθρώπων ξεδιπλώνεται με ένα λόγο προφορικό, άμεσο, γοργό, έντονα θεατρικό που άλλοτε πάλλεται στη μικροπερίοδη μορφή του κι άλλοτε αντέχει ακαταπόνητα στον μαραθώνιο της αστιξίας.
Ο Οικονόμου αυτή τη φορά επιτυγχάνει, επίσης, κάτι εξαιρετικά δύσκολο από άποψη δομής. Ενσωματώνει στην περιορισμένη φόρμα της νουβέλας πλήθος μικροαφηγήσεων που διαδέχονται με ασθματικό ρυθμό η μία την άλλη και παράλληλα όλο αυτό το σύνθετο υλικό το οργανώνει σε ένα ενιαίο σύνολο με σαφή και συμπαγή δομή χτίζοντας ήδη από την πρώτη σελίδα, προσεκτικά, μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, επαπειλούμενης ανατροπής και υφέρπουσας έντασης. Διάσπαρτα, όσο προχωρά η αφήγηση, παράλληλα με κοινωνικά σχόλια, εγκιβωτίζει σημεία εξαιρετικής ποιητικότητας που θυμίζουν τη λυρικότητα των παπαδιαμαντικών περιγραφών. Είναι σαφές ότι έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα, κινείται με άνεση ανάμεσα στον ρεαλισμό, στον ποιητικό λόγο και τον πικρό σαρκασμό, αποδεικνύοντας τη μυθοπλαστική του δεινότητα, την άνεσή του να παρατηρεί και να εκφράζει τις σύγχρονες κοινωνικές ροπές και τάσεις, να τις μεταστοιχειώνει σε υψηλού επιπέδου λογοτεχνία.
Για μια ακόμη φορά τον Οικονόμου τον απασχολεί το ανθρώπινο δράμα. Έχει την ικανότητα να πλάθει ιστορίες με μαστοριά, με έμφαση στη λεπτομέρεια, να ενσωματώνει στο σώμα του κειμένου τον κοινωνικό σχολιασμό του αδιαφορώντας αν κάποιοι/-ες ενοχληθούν από την οπτική του. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα τολμά να συνθέτει φαινομενικά αντίθετα στοιχεία, όπως το εξωλογικό στοιχείο με τον ρεαλισμό και την ποιητική γραφή με το καυστικό κοινωνικό σχόλιο. Κατασκευάζει το δικό του λογοτεχνικό σύμπαν, άμεσα αναγνωρίσιμο, πατώντας στέρεα τόσο στην εγχώρια πεζογραφική παράδοση όσο και στη σύγχρονη αμερικανική πεζογραφική παραγωγή που παρακολουθεί και μας έχει χαρίσει εξαιρετικές μεταφράσεις. Το καλό θα ’ρθει από την τέχνη, το γνωρίζει πολύ καλά και του δίνει υπόσταση μέσα από τη φωνή των κεντρικών ηρωίδων του, που είναι οι κόρες της διπλανής πόρτας, μιας πόρτας που μπορεί να κρύβει ηφαιστειακές εκρήξεις.
[1] φράση από τη σελ. 35.