Κυρ -Γιώργη, σ’ἐκτιμῶ πολύ κι ἐσέ καί τή φαμίλια σου. Μά τοῦτο ‘δῶ τό παληκάρι σου μ’ ἔχει σκλαβώσει μέ τήν ἐργατικότητα καί τήν προθυμία του. Καί τί ὄμορφα πού τραγουδεῖ! Δέ μοῦ τόνε δίνεις νά τόνε πάρω κοντά μου, νά τόνε βάλω ἐπιστάτη στά κτήματά μου; Θά λαβαίνει καλή πληρωμή. Ἔ, Δημήτρη; Θά μοῦ φυλᾶς τή σταφίδα καί θά μοῦ λές καί κανέναν ἀμανέ πού ’χεις τόσον ὡραία φωνή.
Ὅ Δημήτρης κοίταξε τόν πατέρα του.
-Νά σοῦ τόνε δώκω κύριε Νικολαϊδη μου, μά λάβε ὑπόψη σου πώς εἶναι δεκάξι χρονῶ μόνο. Νά μοῦ τόν προσέχεις!
-Ἐγώ θά σοῦ τόν προσέχω. Κι ἐκεῖνος θά εὐχαριστηθεῖ καί θά ἰδεῖ πολλά σά θά πατήσει τό πόδι του καρσί. Ἄσε τό παιδί νά μάθει κι ἕναν ἄλλο κόσμο πέρα ἀπό τό νησί. Θά τοῦ κάνει καλό. Τέτοιοι ἀθρῶποι προκομμένοι καί δραστήριοι σάν τόν Δημήτρη σου προκόβουν στή Σμύρνη. Θά σοῦ γυρίσει πλούσιος!
Θαυμάσανε τά μάτια τοῦ νεαροῦ σάν ἔφτασε στό λιμάνι τῆς Σμύρνης. Τόν περίμενε τό ἀφεντικό μαζί μ’ ἕναν μπιστικό του. Ἀφοῦ τόν σύστησε ὁ κύριος Νικολαϊδης στόν ἐπιστάτη ἔφυγε μέ τήν ἅμαξά του γιά δουλειές. Ὁ Πάκης, ὁ ἐπιστάτης, τόν ὁδήγησε στόν σιδηροδρομικό σταθμό. «Ἀπό ’δῶ θά πάρουμε τόν σιδερόδρομο γιά νά φτάσουμε στόν προορισμό μας. Πρώτη φορά ἔρχεσαι παληκάρι στόν τόπο μας;»
Ὁ Δημήτρης οὔτε πού ἄκουσε τήν ἐρώτησή του. Εἶχε γουρλώσει τά μάτια του καί θαύμαζε γύρω τήν κίνηση, τά ἐμπορεύματα, τόν κόσμο, τίς ὁμιλίες. Τόν σιδερόδρομο τόν ἤξερε ἀπό τά μαθητικά του βιβλία καί μόνο. Ἡ ἁμαξοστοιχία τους κάποια στιγμή ἔφτασε μέ τήν μεγάλη ταμπέλα τοῦ προορισμοῦ της ψηλά. Μέ τόν σιδερόδρομο, λοιπόν, ἔφτασαν στόν Μπουτζά.
Τοποθετήθηκε ἐπιστάτης στά χωράφια καί τίς ἀποθῆκες τῆς σταφίδας. Στό γράμμα πού ἔγραψε στούς γονεῖς του ἐξέφραζε ὅλη τήν ἔκπληξη καί τόν θαυμασμό του γιά τήν ὀμορφιά καί τήν εὐφορία τοῦ τόπου. «Παράδεισος σᾶς λέω! Καί τό ἐξοχικό τοῦ ἀφεντικοῦ βρίσκεται στόν Παράδεισο. Ἔτσι λέγεται ἡ περιοχή. Παράδεισος! Παράδεισος!»
Μά ἡ Ἱστορία μᾶς θυμίζει συχνά, πώς ὁ Παράδεισος ἐπί γῆς εἶναι, βραχυχρόνιος. Ἴσως γιά νά μή συνηθίζουν οἱ ἄνθρωποι τήν ὀμορφιά του καί κακομαθαίνουν. Νά τόν χάνουν γιά νά τόν λαχταροῦν! Κι ἔτσι νά προχωράει ὁ κόσμος, νά νοσταλγεῖ, νά προσπαθεῖ καί νά ξαναφτιάχνει θαύματα.
Σέ σύντομο διάστημα ὁ Δημήτρης ἔλαβε γράμμα ἀπό τούς γονεῖς του πώς πρέπει ὁπωσδήποτε νά γυρίσει στό νησί γιατί τά πράγματα μέ τούς Τούρκους δέν ἀκούγονταν καλά. Ἐτσι μιά μέρα μίλησε στό ἀφεντικό του.
-Ἀφεντικό, οἱ γονεῖς μου, μοῦ μήνυσαν νά γυρίσω πίσω, γιατί οἱ Τοῦρκοι θά χαλάσουν τή Σμύρνη.
-Ἔλα, βρέ Δημήτρη! Ἄν χαλάσει ἡ Σμύρνη, θά χαλάσει ὁ κόσμος! Ἀλλά πάλι, ἄν φοβοῦνται οἱ γονιοί σου κάμε ὅ, τι νομίζεις.
Σέ ἐλάχιστο διάστημα μετά ἀπό τήν ἐπιστροφή του στό νησί ἦρθαν τά κακά μαντάτα. Στήν παραλία, κατέφθαναν βάρκες μέ ξεριζωμένους καί ἀλαφιασμένους πατριῶτες ἀπό ἀπέναντι. Ὅσοι δέν ἔμειναν στή Χώρα, σκορπίστηκαν στά διάφορα χωριά τοῦ νησιοῦ. Στό δικό του χωριό ἔρχονταν γιά νά ζητιανέψουν ἤ νά δουλέψουν στά χωράφια, ὅσοι πρόσφυγες εἶχαν ἐγκατασταθεῖ στό διπλανό μεγαλοχώρι. Ἔνιωθε ἀπέραντη θλίψη μά καί θυμό κάποιες φορές ὅταν οἱ συγχωριανοί του μιλοῦσαν μέ λύπηση: «Πρόσφυγες! Ἤρτασι ἀπό καρσί!».
Χρόνια μετά ποῦ καί ποῦ ὁ Δημήτρης θυμόταν καί τή μικρή του περιπέτεια στόν παράδεισο τῆς Σμύρνης, τά πλούτη της, τίς λίρες πού τοῦ ἔδινε τό ἀφεντικό του μέσα στήν ποδιά του γιά νά πληρώσει τούς ἐργάτες τῆς σταφίδας, τούς ἀμανέδες πού τραγουδοῦσε κι ἀντηχοῦσαν ὥς πέρα στά χωράφια καί πού Ρωμιοί καί Τοῦρκοι ἐργάτες σταματοῦσαν τή δουλειά γιά νά τούς ἀπολαύσουν, τόν κύριο Νικολαϊδη νά γελάει εὐχαριστημένος καί νά γελοῦν καί τά μουστάκια του, πού ’χε καί τίς ἑτοιμασίες τοῦ γάμου του…
Τί ἀπέγινε τό ἀφεντικό του, δέ μάθαμε ποτέ. Καί ὅταν τόν ρωτοῦσα κοιτώντας τον στά θολωμένα πιά μάτια του μέ θαυμασμό καί ἀγωνία «ἦταν ὡραῖα παπποῦ στή Σμύρνη;» ἀπαντοῦσε κουνώντας τό χέρι του δεξιά κι ἀριστερά: «Οὔου!!!Μπερεκέτια, παιδί μου, μπερεκέτια!».
Χριστούγεννα 2022
⸙⸙⸙
[καρσί: τούρκικη=ἀπέναντι. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]