Μετάφραση: Γιώργος Καρτάκης
Για δουλειά όταν πηγαίνεις
νωρίς την αυγή,
στον σταθμό σαν προσμένεις
σε βαθιά συλλογή,
τότε η ασφαλτωμένη πόλη, ολισθηρή,
στων ανθρώπων τη δίνη που κυλά βουερή,
μύρια πρόσωπα φέρνει
κι αίφνης πίσω τα παίρνει:
Μια φευγαλέα ματιά, δυο μάτια ξένα,
δυο φρύδια, δυο ματιών τα μαυράδια –
Τι ήταν; Της Τύχης σου άραγε τα ματοκλάδια;
Πάνε, προσπέρασαν, παντοτινά χαμένα.
Σε όλη τη ζωή σου συναντάς
ανθρώπους που περάσαν,
στους ίδιους δρόμους περπατάς
με όσους σε ξεχάσαν.
Το μάτι παίζει, αναθαρρείς,
η καρδιά σου πάει να σπάσει,
τον βρήκες, λες –έτσι θαρρείς–
όμως κι αυτός σε μια στιγμή θα προσπεράσει…
Μια φευγαλέα ματιά, δυο μάτια ξένα,
δυο φρύδια, μια ίριδα που λαμπυρίζει –
Τι ήταν; Κανείς το χρόνο πίσω δε γυρίζει…
Πάνε, προσπέρασαν, παντοτινά χαμένα.
Στο διάβα σου πολλές θα χρεωθείς
πολιτείες να διασχίσεις,
με όποιον στον δρόμο σου διασταυρωθείς,
όσο κρατά ένας παλμός θε να τον αντικρύσεις.
Μπορεί να είναι αντίπαλος
ή και εχθρός ο ξένος Άλλος,
μπορεί στη μάχη σύντροφος
ή και φίλος μεγάλος.
Κοιτάει αντίπερα
Περνάει ύστερα πέρα…
Μια φευγαλέα ματιά, δυο μάτια ξένα,
φρύδια, ματόκλαδα που λες και τα έστειλε η μοίρα.
Τι ήταν; Ένας απ’ των ανθρώπων την πλημμύρα!
Πάνε, προσπέρασαν, παντοτινά χαμένα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Fred Herzog. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]