frear

Ο δύτης – της Μαρίας-Δέσποινας Ράμμου

Ένιωθα τους σφυγμούς μου να πέφτουν. Δεν θυμάμαι αν επέπλεα ή ήμουν ακόμη στον βυθό. Με μαστίγωσε ξαφνικά το φως του ήλιου και ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Προτιμώ το σκοτάδι. Ποτέ δεν μου άρεσε η διαύγεια και οι λουστραρισμένες, μειλίχιες εικόνες.

Νιώθω κουρασμένος. Η κηδεία του Πατέρα έγινε χθες στο χωριό της Αρκαδίας, 200 χιλιόμετρα νότια από την πόλη που μένω και γυμνάζομαι. Κοίταζα τη σορό από μακριά, όπως αγνάντευα τα καράβια στον απόπλου τους από το παράθυρό μου τα Σάββατα. Δεν άντεξα να πλησιάσω, για να αφήσω τα τριαντάφυλλα στον κόρφο του. Τα αγκάθια τους μάτωναν τα ακροδάχτυλά μου χειρότερα από τις τελευταίες ενοχές μου. Στο «Αιωνία του η μνήμη» ένιωσα πως κολυμπάω γυμνός ανάμεσα σε κοφτερά παγόβουνα. Η μεγαλύτερη δοκιμασία για έναν δύτη που είχε φθάσει ως το Παγκόσμιο. Ασπάστηκα τον παπά κι έφυγα για το τραπέζι στο πατρικό μας. Μόλις είδα θρονιασμένες τις θείες μου στις μεταξωτές, παλιακές πολυθρόνες, αναστέναξα.

-Σίμωσε την κουτσομπόλα να ακούσουμε τα νέα σου, Γιωργή!

Δυο ώρες χαμένες από την προπόνηση… Αγκάλιασα τη μάνα μου και της υποσχέθηκα πως θα ξαναέρθω το επόμενο Σαββατοκύριακο.

-Πάλι φεύγεις γρήγορα.

-Μάνα, έχω δουλειά.

Πέρασα από το ελαιοτριβείο του κ. Γράβα και μετά αγόρασα ένα κιλό τυρί από τον κ. Θωμά. Το πουλούσε μες το λιοπύρι, στην αυλή του σπιτιού του, δίπλα από τις κατσίκες.

-Ο μακαρίτης ο Πατέρας σου, έφυγε άρχοντας…

Μακαρίτης; Αυτή η λέξη έπληξε το στέρνο μου σαν το χαλαζόνερο που χαλούσε για χρόνια τις γλάστρες και εξαγρίωνε τη μάνα μου.

Πήγα να βολτάρω στο οικόπεδο του Πατέρα. Μπαίνοντας στο μπάνιο είδα τρεις μέλισσες παγιδευμένες να εξαφανίζονται η μια μετά την άλλη στις τρύπες του σιφονιού. Κακός οιωνός, συλλογίστηκα και έτρεξα προς την πύλη. Οδήγησα σκυθρωπός για τον τόπο μου και το κολυμβητήριο.

Ο εκπαιδευτής μου φαινόταν αμήχανος.

-Πώς πήγε;

-Όλα καλά.

Έβαλα τη στολή και βούτηξα. Ένιωθα το κορμάκι να με σφίγγει κι έκανα τις παλάμες μου μπουνιές. «Πάει κι αυτή η προπόνηση» μονολόγησα, καθώς πετάχτηκα αμέσως από το νερό και κατευθύνθηκα προς τον πάγκο. Δεν ήμουν έτοιμος.

-Μήπως δεν άξιζε να το χάσεις; Η μάνα σου ακουγόταν προχθές πολύ ταραγμένη, όταν με κάλεσε…

-Όταν πριν από τρία χρόνια μπήκε ο Πατέρας σπίτι από τη δουλειά του, χωρίς να με κοιτάξει στα μάτια, κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Κάθε Σάββατο μεσημέρι τρώγαμε στην ταβέρνα και με έπαιρνε να μου πει την παραγγελία, πριν ξεκινήσει από τη δουλειά. Η ώρα ήταν 2.35. Επιτέλους η πόρτα χτύπησε.

-Πού ήσουν μπαμπά; Έχω σε δύο ώρες προπόνηση.

Ο Πατέρας άφησε με κρότο την τσάντα στο πάτωμα, ανακοινώνοντας το διάγγελμα του θανάτου:

-Οξεία λευχαιμία.

-Τι;

Δεν ανταλλάξαμε κουβέντα ως αργά τη νύχτα, που κάτσαμε να δούμε μια ταινία ΜΑΖΙ.

Τα επόμενα χρόνια κύλησαν επώδυνα, με νοσηλείες, φάρμακα και ξενύχτια. Ήμουν μπροστά στον πόνο του μέχρι να στριμώξει αφετηρία και τέρμα σε ένα αναπηρικό καροτσάκι, κι όμως, έχασα το τέλος του. Μέσα σε τόσο λίγο χρόνο συμπιέστηκε η χαμένη μας ζωή. ΜΑΖΙ. Μια λέξη, που μέχρι να διαγνωστεί, ποτέ δεν ήμασταν. Η μέγγενη της προθεσμίας για την ολοκλήρωση της «γνωριμίας» μας ήταν πιο σφικτή κι από το ρολόι που μου φοράς στον καρπό, όταν κάνω τους γύρους, ο ήχος της έκρωζε πιο εκκωφαντικός στ’ αυτιά μου. Δυο μέρες αφότου αρρώστησε, ανακάλυψα τις προτιμήσεις του. Αν και λάτρευε το κυνήγι, θεωρούσε κακοτυχία να τρώει ζαρκάδι, «Προμηνύει αρρώστια», έλεγε. Όσο έγραφε τις εργασίες του, άκουγε στη διαπασών Μαρία Κάλλας. Κοιτάζοντας τη συλλογή από τα βιβλία του στο σκρίνιο, μου είπε με καημό «Να θυμάσαι, αυτό που είσαι το ορίζουν οι γνώσεις σου».

-Πρέπει να υπέφερε πολύ πριν σβήσει, τι σου είπε η μάνα σου;

-Φώναζε τ’ όνομά μου, μέχρις ότου χάσει τις αισθήσεις του. Είχε μόλις πάρει την τελευταία δόση μορφίνης. Το επίχρισμα αίματος τα ξημερώματα έδειχνε μετά την τρίτη μεταμόσχευση πως ο καρκίνος είχε επιστρέψει στο πόστο του. Είχε γίνει υποκίτρινος, σαν τους ασφόδελους. Τα ούρα του είχαν μαζευτεί στη σακούλα και έτσι όπως έπεσε πάνω του με απόγνωση, σκίστηκε και σκορπίστηκαν. Λίγο μετά έφθασε ο αδελφός μου. Άρπαξε το σεντόνι με βία, αποκαλύπτοντας τα αποστεωμένα του πόδια και γλίστρησε με λυγμούς κάτω, σκουπίζοντας με αυτό τα ούρα.

– Αφού σου είπα, μπορούσαμε να μεταθέσουμε την προπόνηση.

– Οι αγώνες κατάδυσης ήταν σε τρεις ημέρες. Τώρα είναι αργά, δεν έχει σημασία.

-Κι όμως έχει, θα το δεις στην πορεία.

Φορτωμένος με τύψεις πήρα τον ακόμη βαρύτερο μαύρο σάκο με τον εξοπλισμό μου. Έσπευσα να ξεπλύνω τις αμαρτωλές αποφάσεις, βουτώντας στα τραχιά, παγωμένα νερά του ποταμού Σκέρτσου. Αν και βαστούσα δεκαπέντε χρόνια εμπειρίας στις ανοιχτές πλάτες μου, δεν είχα προσέξει τη στάθμη στη μπουκάλα του οξυγόνου.

Όσο βυθιζόμουν, μπλεκόμουν όλο και πιο ασφυκτικά σε έναν κολλώδη ιστό, κράμα καυτό σαν λάβα: παρόν και παρελθόν με ρουφούσαν αβοήθητο σε έναν ύπουλο, νοτερό Δούρειο ίππο. Αυτός πότιζε κι άλλο κάρβουνο στις πληγές, αντί να τις ανακουφίζει. Το νερό δεν φάνταζε καθαρτήρια οδός· μου συστήθηκε ως θανατερή ατραπός. Τα πλοκάμια των αναμνήσεων μαζί με τις παραισθησιακές εξάρσεις έριχναν κι άλλο τη στάθμη…

-Πού βρίσκομαι;

-Σε είχα ανάγκη εκεί, Γιώργο.

-Πατέρα, είχα την τελευταία προπόνηση.

-Κι εγώ τις στερνές μου ανάσες.

Ο δύτης στροβιλιζόταν στο ίδιο πεδίο της αδράνειας και μοναξιάς με τον νεκρό, ανάμεσα από σιωπηλά ψάρια, έχανε σταδιακά οξυγόνο, όπως στόμωνε ύπουλα η αρρώστια μέρα με τη μέρα τις ανάσες του ζωντανού Πατέρα.

Κρεμόταν από μια κλωστή «παραβατικής» απουσίας και μετάνοιας. Μια σωρός από λεπτά υφασμένα φύκια που τον έπνιγαν σαν θηλιά, θολώνοντας τα ένοχα μηνίγγια του λογισμού του.

Φυλακισμένος πισθάγκωνα στη δίνη των τύψεων λιποθύμησα.

Θυμάμαι μια τελευταία εικόνα μες τη θολούρα του μυαλού και του βυθού, να κοιτάζω την κορνίζα με τη φωτογραφία του γάμου των γονιών μου και τη μάνα μου να μου φανερώνει τα λόγια που αντάλλαξαν στις βέρες:

-Πέτρο, δεν έχω ξαναδεί πιο κόκκινη γραβάτα από αυτήν που φοράς σήμερα.

Μια φωνή από την επιφάνεια με ξύπνησε από τον λήθαργο του μακάριου ύπνου:

-Ελάτε γρήγορα!

-Αναπνέει;

-Αφήστε με να του κάνω ΚΑΡΠΑ, κάντε πίσω!

Ποιος είναι εκεί;

-Η κραυγή σιωπής του δύτη, απάντησα κι έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωθα έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω τον Πατέρα.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση της μετάφρασης στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: «Ο τάφος του δύτη», αρχαία ελληνική τέχνη (αρχαία Ποσειδωνία, Ιταλία). Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη