Η ΓΕΝΙΑ ΜΟΥ
Σημείωμα για το φάντασμα του Άλλεν Γκίνσμπεργκ
Η γενιά μου στάζει ιδρώτα παλεύοντας με την αϋπνία πριν καν γεννηθεί
κυνηγάει το επίδομα θέρμανσης, ρεύματος, στέγασης, νερού, ύπαρξης κι ανάσας καίει τα μάτια της στις οθόνες και στα διαφημιστικά ρούχων
και εντολών διαδικασίας κι επιτέλεσης
ψάχνει να βρει στα σόσιαλ μίντια τρόπους διαφυγής
κρεμάει το απεγνωσμένο σώμα της στους δρόμους
σέρνεται διαλυμένη σε χώρους εργασίας, πίεσης και στρες
κάνει σχέσεις χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν
έχει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, στέκεται άνετα μέσα στα σκοτάδια,
ψάχνει στην πόλη να βρει απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν πια περάσει
νεκροί γύρω της άγγελοι από μακρινούς τόπους μέσα σε πλατείες κι ερήμους
μέσα σε μουσικές από αυτοκίνητα, σειρήνες, τρένα, κόρνες, λεωφορεία
και την άσφαλτο που καίγεται, τον πακιστανό που κουβαλάει το καρότσι με τα χαρτόκουτα στις τέσσερις το πρωί και τα σπινθηροβόλα μάτια του άστεγου που κατουράει στο πλάι του δρόμου δίπλα στο πολυτελές ξενοδοχείο
τελειωμένη από τα πανεπιστήμια που γεμίσαν φρουρούς του πολέμου,
φτύνει τον κόρφο της με τσάκρα και ωτοασπίδες για τις ουτοπίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον
είχε κάποτε όνειρα που πριν ακόμα τα ονειρευτεί ήταν ήδη καταραμένα
όνειρα να κάνει έρωτα ελεύθερα, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, χωρίς περιορισμούς και ανατροπές και κατακλυσμούς και βιασμούς και νεροποντές, όνειρα, όνειρα
που τώρα ανταλλάσσει με ναρκωτικά,
υποψιάζεται ότι θα πεινάσει με στερημένη φαντασία από τα δέκα της χρόνια,
κουβαλάει εφιάλτες στην πλάτη σαν τον Σίσυφο από την Ομόνοια ως την Πλατεία Αμερικής,
πηδάει χωρίς αλεξίπτωτα από ταράτσες, ψάχνει τον χαμένο της χρόνο, τη χαμένη της νιότη στις πονεμένες πλάτες της, λίγο μετά αφού τελειώσει τα τριάντα χωρίς να έχει φτάσει στον αρχηγό της πίστας
σφραγίζει τους χειμώνες που στερήθηκε τη ζέστη και ανοίγει τα καλοκαίρια από τη Μάρνη ως την Αγία Παρασκευή, ζητιανεύει λίγη ηρεμία να κλέψει από τον θόρυβο με το στόμα στραβωμένο από τις εκρήξεις πείνας για κάτι άλλο μέσα στο στομάχι
και το φως της νύχτας που βγαίνει από τα τούνελς κάτω από τις γέφυρες δεν φτάνει να αλλάξει τη μυρωδιά του αλκοόλ έξω από φθηνά μαγαζιά που ατμίζουν σταθερούς ρυθμικούς τόνους
τικ τακ τικ τακ και είναι πρωί τικ τακ τικ τακ δεν το πρόλαβε έγινε μεσημέρι τικ τακ τικ τακ τι είναι το μεσημέρι τικ τακ τικ τακ νύχτωσε κι έγινε απόγευμα και ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα σαν την άμμο στα χέρια σε μία παραλία που μόνο θα ονειρευτεί
ψάχνει τρόπο να σταματήσει να μιλάει για δύο χιλιάδες θάνατο, βρίσκει μνήμες παιδικής ηλικίας, πλάκες για πόλεμο και πεζοδρόμια που την αντέχουν, αφήνει όνειρα έξω από τους σταθμούς του μετρό, ουρλιάζει για τους φυλακισμένους και σηκώνει κάγκελα
ανάβει τσιγάρα το ένα μετά το άλλο στις υπερθερμασμένες αποβάθρες του μετρό και δεν ξέρει πού πάει, κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της, τρώει σούπα μού είπες σού είπα ξεχνάει τι της γίνεται και κάθε μέρα ξαναγεννιέται από το μηδέν μα είναι η ίδια και είναι σαν ρώσικη κούκλα που ξετρυπάει την καρδιά της για να μη την προλάβουν άλλοι
τρελή από φόβο και από πάθος για τη ζωή μα καταπιεσμένη ως την αυγή που δεν τη βλέπει ποτέ μέσα σε υπόγεια και τρύπες με καπνό και υγρασία, μυαλά που μειώνονται επίτηδες ένα προς μόνο για τρέλα μιλάει
στα ομιλούντα κεφάλια που μιλάνε για τον θεό κακαρίζουν σαν παλαβά με φυλλάδια φυτρωμένα στους κόρφους τους για το πώς πρέπει να ζει τη ζωή τη στιγμή που ο θεός δεν δονείται πια παρά μόνο σε γιγάντιες οθόνες νέον με διαφημίσεις για κάποιο προϊόν που όλοι ψωνίζουν μα κανένας δεν χρησιμοποιεί
περνάνε οι βεντάλιες, τα κοσμήματα, τα χαρτομάντιλα, τα χαρτάκια, τα φιλτράκια, τα αρωματικά στικς, τα κερασάκια σε τούρτες ανθρώπινες από άλλο κόσμο με βλέμμα κούρασης και θλίψης χαμογελάνε σε σύννεφα που κινούνται σε ρούχα οργανωμένα σε χρόνους ανοργάνωτους ενώ
μιλάει με γκρίκλις, χορεύει σε ρυθμούς άγνωστους βγαλμένους από τις ρίζες, τις φύτρες και το άνοιγμα των νυχιών της σε στάση άμυνα-επίθεση-άμυνα, περνάνε μπατσικά τα αγοράζει, τους ανταλλάσσει, τα μυαλά της χάνει ενόσω
μία μεταφυσική χροιά υπάρχει στα νεκρά βλέμματα ανάμεσα στις συζητήσεις για το τίποτα, στον θόρυβο κάποιων παιδιών που ήταν αυτή και είναι ακόμα εκεί που για κάποιο λόγο όλοι βλέπουν φαντάσματα από την Κίνα και είναι σαν ρομπότ που απενεργοποιήθηκαν λίγο πριν απορροφηθούν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους από τις υπερφωτισμένες οθόνες
και βρέχει, είναι όξινα και η βροχή σκαλίζει τις λακκούβες της ενήλικης ακμής στο πρόσωπο
σκλάβα της συνήθειας και του σεξ χωρίς ανταπόκριση περιφέρεται ακατάπαυστα μέσα στην υγρασία και στο καυσαέριο και αναπνέει το σκοτάδι, μελετάει για τι και πώς ο κόσμος θα καταστραφεί όχι σε είκοσι χρόνια μα σε ένα δευτερόλεπτο
τινάζει ένα κομμάτι της, πλήθος υπερενέργειας, τις βιταμίνες του, τα μούσκουλα, τα κολγκέιτ πλαστά χαμόγελα, τους ιδανικούς σκελετούς του, τα μακροχρόνια κέρδη του, τα στιλπνά καθαρά μαλλιά του, τα υγιή ζώα και πρωινά του και τα καλοκαμωμένα νύχια του, ενώ κρύβει μέσα στην κινόα και στο αβοκάντο τα αντικαταθλιπτικά του
και τσιρίζουν περιπολικά όχι για τη γυναίκα που σκοτώθηκε, μα για τον μετανάστη που άραζε σε μία γωνία και περίμενε τον φίλο του
από τα υπόγεια γκαρίζουν άνθρωποι στοιβαγμένοι χωρίς χαρτιά και ζόμπι περιφέρονται στον δρόμο και τους κυνηγάνε να τους φάνε, με μηχανάκια και ταξί που αναμασούνε τη χαρά από τα δημόσια μέρη της συνήθειας
κερνάει θρησκοληπτικές αγάπες στα κέντρα τέχνης μεθυσμένη, η γενιά μου, στο πάτωμα μίας σχολής για πισινούς και προφήτες που δεν ξέρουν από μουσική και μαγειρική και κάνουν στροφές γύρω από τον εαυτό τους φασκιωμένοι με το εγώ τους και την ασυναρτησία τους
στα λεωφορεία τους έχουν ζώα σκοτωμένα που μυρίζουν στις σακούλες τους, σκυλιά με κομμένη την ουρά, που φοράνε τα ρολόγια τους ανάποδα, τρέχουν να προλάβαινουν ούτε κι αυτοί δεν ξέρουν τι, μαθαίνουν άλλες γλώσσες, βρίζουν και μιλάνε πρόστυχα, κόβουν τις φλέβες τους στα ψέματα για να το κάνουν τατουάζ
γενιά εξορισμένη από σπίτια που ανεβάζουν τα νοίκια οι νοικοκύρηδες άνθρωποι με τις λιωμένες ψυχές στα χέρια, ανήθικοι σε έναν κόσμο ηθικό για τα μάτια του μόνο, ακούνε τις γυναίκες που δολοφονούνται από τους άνδρες τους στα διπλανά δωμάτια
την ανέγερση στρατιών πάμφωτου και αιώνιου πολέμου του Χρόνου που τελειώνει συνεχώς και ξαναρχίζει στα δελτία ειδήσεων που γεράσανε, στις τράπεζες που δεν καίγονται ποτέ γιατί είναι η απόλυτη πραγματικότητα, στις γέφυρες από όπου δεν θα πέσει κανείς, γιατί πρέπει να κάνουμε ησυχία, όλοι κοιμούνται,
πίνει μπίρες στο τελευταίο μαγαζί, σπάει ποτήρια και τρώει πίτες από το βρώμικο πάτωμα που το έχουν ακούσει χιλιάδες και ονειρεύεται μέσα από σάπια ρετρό ηλεκτρονική μουσική και σειρήνες
ξεχνάει τα ανοιχτά παράθυρα δίχως δροσιά στο δωματιάκι στη Βικτώρια, τη χτυπάει μόνο το ρεύμα μα δεν έχει να το πληρώσει
περιφέρεται και τραγουδάει στη λεωφόρο εκείνη γεμάτη αφροέλληνες και κινέζους
δίνει το φιλί της αγρύπνιας σε παράδεισο και κόλαση, άγρυπνη πίσω από ένα ψιλικατζίδικο γεμάτο λευκά λαμπάκια, ενσάρκωση μίας γριάς γυναίκας που κάνει καφέ στο μπρίκι στα εβδομήντα και αντί για ζάχαρη αφήνει στην κούπα της δάκρυα
στα εικοσιπέντε της σχίζει τον λαιμό της σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα στη θεσσαλονίκη, την ξυλοκοπάνε μέχρι θανάτου λόγω παραξενιάς μέρα μεσημέρι και τραβάνε με τα κινητά τους το θέαμα και οι μέρες περνάνε με φωτογραφίες στις εφαρμογές
η μία γυναίκα πέφτει μετά την άλλη σε σπίτια που δεν ανοίγουν ποτέ παραέξω, τα εγκλήματα καθαρίζονται με ακριβά καθαριστικά κι αυτές βυθίζονται στη μοναξιά, χάνονται στα σκατά που έχουν γεμίσει ποτάμια ολόκληρα γύρω με ιερά γέλια να πέφτουν από ένα αόρατο κοινό που έχει ξεχάσει να νιώσει κάτι άλλο πέρα από το πετσί του που κι αυτό πέφτει σαν ψεύτικο κάθε αλλαγή εποχής φοράει μάσκα και κοστούμι ενοχής
και τα χρόνια δεν γυρίζουν χωρίς καύσιμα για να πάει μπροστά μεθυσμένη από το όλο και την ολοσχερή πραγματικότητα περιμένει τη σωτηρία από έξω
πιστεύει μόνο σε καθημερινές αναρτήσεις, η γενιά μου, και άστατες συζητήσεις παρακαλάει για λοβοτομή και θεραπεία, κάνει γιόγκα για να αυτοπροκαλέσει ιδιάζουσα αμνησία
διαμαρτύρεται σε ένα πινγκ πονγκ του παραλόγου που στάζει αίματα από τις ρόδες του και πηγαίνει από την Ευρώπη ως την Ανατολή και πάλι πίσω μπρος με το μπαλάκι βαρύ σαν τον πλανήτη που κοντεύει να σκάσει μεσάνυχτα στα εντόσθια μίας γάτας που σέρνει από το μπαλκόνι, ώσπου να την πατήσει ο κάγκουρας που τρέχει με εκατόν εβδομήντα στην Ιερά Οδό για να βρει το τελευταίο κομμάτι ζωής που έχει χάσει
ονειρεύεται τη γύμνια της ντυμένη με υποκρισία και το κεφάλι της ελεύθερο πρησμένο από την ατέλειωτη πληροφορία που αναπαράγεται και δεν χωνεύεται ποτέ ούτε τις νύχτες ούτε μετά τον θάνατο
τρώει άλλα χίλια χρόνια για προϊόν πρωινό
Οπότε, θέλω να σου πω κι ας είσαι κι άνδρας,
η γενιά μου είναι τρελή από τρελούς και τρελότερους
παράξενη, στη σκιά μίας μητέρας που υπέφερε
έχει σκοτώσει και σκοτώνεται
γελάει χωρίς χιούμορ
και γράφει απαισιότητες που εξαφανίζονται σε μία μέρα, η γενιά μου,
είναι σε σοβαρή κατάσταση με κρανίο που της το τρώνε συνεχώς τα σκουλήκια
πίνει τσιγάρα στριμμένα με σκόνη μητρικού γάλακτος και νυχτερίδας
πετάει το σώμα της στα γυμναστήρια ή στα νοσοκομεία για να της το φτιάξουν
ενώ χάνεται στην άβυσσο που δεν θα μάθει ποτέ τι είναι
γιατί ο θεός είναι νεκρός, προτιμάει να κλείνει τον εαυτό της σε δανεικά σπίτια
φουσκώνει τον αέρα της με κενά κι άλλα κενά όπου κενό κι αυτή
αφήνεται σε μία επανάσταση που μόνιμα εκκρεμεί και είναι στο παραλίγο
βήχει όλο το βράδυ δίπλα σε ένα μισοφαγωμένο τοίχο, κάτω από έναν μουχλιασμένο φωταγωγό, ακούει τις φωνές των γειτόνων, δεν ζει είναι σαν να έζησε, κάνει κάθε μέρα το ίδιο, επανάληψη στην επανάληψη, στην επανάληψη κι αυτό το σώμα είναι σε κώμα και δεν θα ξυπνήσει παρά μόνο με μία βόμβα στα πόδια που τρέχουν και τρέχουν μα δεν είναι ελεύθερα
δεν ξεφεύγουν ποτέ κι αυτή η πίστα είναι σαν να μην έχει αρχηγό, κι αυτά τα σκυλιά είναι μόνιμα με αφεντικό και δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τους ιαχούς των ψυχών που εκτελούν κάθε μέρα, δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τα αναπάντητα μηνύματα και τηλέφωνα, από τα μεταχειρισμένα έπιπλα, τα τσαλακωμένα σημειώματα στα σκουπίδια, τις κλαμμένες παραισθήσεις και φαντασιώσεις,
δεν είναι ασφαλής, δεν είναι ασφαλής αυτή η γενιά, σαν χαλασμένη σούπα που την πετάξανε στην τουαλέτα και τώρα μένει μόνο να της πατήσουν το καζανάκι
διαλύεται, ξεφεύγει, πάει πού αλλού στη θάλασσα, γίνεται ένα με την υπόλοιπη ψευδαίσθηση, αφήνει τη σάρκα της στη χημεία και μελετάει τα ατελείωτα χρονοχτυπήματα πάνω στα ιδρωμένα της ρούχα, πάνω στα σφαγιασμένα της ποιήματα που ξεχύνονται στους δρόμους σαν ορεκτικά για τους επισήμους
ξαπλώνει να ηρεμήσει σε μαξιλάρια από άχυρο βγαλμένα από ένα παραμύθι πλατφόρμας στην άκρη του σύμπαντος, γιατί έχουν προγραμματίσει πότε θα της πάρουν ακριβώς το κεφάλι και για πόσα πριν καν γεννηθεί
γιατί αυτή τη γενιά, τη δική μου γενιά
την ξεπούλησαν φθηνά πολύ
και της αρέσει να καταστρέφει τον εαυτό της και τους άλλους
στο όνομα μία ευγενικής αγίας εκδίκησης που δεν σχεδιάζει καν να πάρει
από τον σατιρικό θεό της ύπαρξής της.
Ιούλιος, 2022
⸙⸙⸙
MY GENERATION
Note for the ghost of Allen Ginsberg
My generation sweats while fighting with insomnia before she was even born
while hunting the allowance for heating, electricity, water, existence and breath
burning her eyes with the screens full of advertisements for clothes
following orders of process and complete
searching in the social media ways of escaping
hanging her desperate body in the streets
crawling broken in spaces of work, pressure and stress
making relationships without trusting anyone
having black circles under her eyes, standing comfortably into the darkness
searching in the city to find answers to questions that have already passed
around her are dead angels from faraway places in the squares and the deserts
in the music from the cars, sirens, trains, horns, buses
and the asphalt of the road that is burning, the Pakistani that carries the cart with the cardboard boxes at four in the morning and the sparkling eyes of a homeless that pees in the street nearby a luxurious hotel
finished by the universities that have been filled with guards of war
splitting on her bosom with the chakras and the earplugs for the utopias, the past, the present, the future
she had once dreams that before she had dreamt of them, they were already cursed
dreams to make love freely, under any circumstance, without restrictions and subversions, and floods and rapes and rains,
dreams, dreams
and now she exchanges them with drugs
suspecting that she will be hungry with her fantasy sterilized from her tenth year
carrying nightmares at her back like Sisyphus from Omonia to Amerikis Square
jumping without parachutes from terraces, searching for her lost time, her lost youth at her hurting backs, a bit after finishing her thirties without reaching to the grand master of the level
sealing the winters that she was deprived of the heat and opening the summers from Marni till the Agia Paraskevi, begging for some peace to steal from the noise with her mouth crooked from the hunger explosions for something else in her stomach
and the light of the night that comes from the tunnels under the bridges is not enough to change the odor of alcohol outside the cheap bars which are steaming stable rhythmical tones
tick tack tick tack tick tack and it is morning tick tack tick tack tick tack she missed it, it is afternoon, tick tack tick tack it is night and it is noon and the time passes by so quickly like the sand in your hands on the beach that she will only dream of
she searches the way to stop talking about two thousands death, she finds memories of her childhood, jokes about the war and pavements that can stand her, abandoning her dreams outside the metro stations, screaming for the prisoners while raising her bars
lighting cigarettes the one after the other in the overheating docks of the metro and she does not know where she goes, making circles around herself, eating soup, she told you, you told her, I have told you, she forgets what is going on with her and every day she reborns from zero but she is the same and she is like a Russian doll that breaks out her heart before the others catch up with her
crazy of fear and passion for life but oppressed till the dawn that she cannot ever see through the basements and the holes of smoke and humidity, brains that purposely are loosen up a bit, talking only about paranoia
to the talking heads that discuss about god like crazy chickens with planted brochures on their chests and tell her to how she is supposed to live her life, at the moment that god has stopped vibrating anymore, except only on the giant screens with neon advertisements for some product that everyone buys but no one uses
they are passing by the fans, the jewelry, the papers, the filters, the candle sticks, the cherries on the human cakes from another world with gazes full of fatigue, sorrow, smiling to clouds that are moving to organized clothes in disorganized places while
she is speaking in greeklish, dancing in unknown rhythms, taken out from her roots, the sprouts and the opening of her nails to position of defense-attack-defense, caps are passing by, she buys them, she sells them, she is losing her minds while
a metaphysical essence exists in the dead glances in between the conversations about nothing, to the noise of some children which she was her and she is still there for some reason, everyone sees ghosts from China and they are like robots that have been disabled for a bit, before their facial characteristics been absorbed by the over lighted screens
and it rains, it is acid and the rain carves the potholes of the adult acne on the face
slave of the routine and sex without correspondence, going around non-stop in the humidity and the gases, breathing the darkness, studying the whys and the hows of the world that will collapse in not twenty years but in one millisecond
a piece of her, the crowd of the hyper energy, tosses their vitamins, their muscles, their Colgate fake smiles, their ideal skeletons, their long-time earnings, their shiny, clean hair, their healthy animals and breakfasts and their very well made nails, while hiding inside them the quinoa, the avocado and their antidepressants
and the patrol cars screaming not for the woman that was killed, but for the immigrant that was hanging around a corner, waiting for his best friend
from the basements people are screaming one on to the other without papers and zombies walk around in the streets and are hunting them to eat them, with motorcycles or taxis that regurgitate happiness from the public spaces of habit
she is treating religious loving to the art centers, drunk, my generation, on the floors of a school for butts and prophets that do not know about music and cooking and they are dancing around their bodies enthralled with their ego and their total nonsense
in their buses they have animals killed that smell in their plastic bugs, dogs with their tails cut, wearing their watches upside down, running to catch something even they do not know, they are learning other languages, swearing and talking dirty, cut their wrists for fun just to make a tattoo
generation exiled from the houses that raise the rent and the house owners with their melting souls on their hands, immoral in a world which is moral only for its own eyes, listening to the women that are killed by their men in the rooms next door
the raising of the armies for the full of light and eternal war against Time that ends all the time and restarts at the news that have grown old, at the banks that are never being burnt, because they are the total reality, at the bridges where no one will fall from, because we have to be quiet, everyone is sleeping
drinking beers in the last bar, breaking glasses and eating pies from the dirty floor that thousands have listened to and dreaming through rotten retro electronic music and sirens
forgetting the open windows without coolness at the little room in Victoria, she is electrocuted but cannot pay the bill
she is tripping around and singing in the avenue that is full of afro-greeks and Chinese
gives her kiss of awakening to heaven and hell, awake at the back of a convenience store, full of white lights, incarnation of an old lady that boils coffee on the coffee pot at her seventies and instead of sugar she throws inside he cup just tears
at her twenty five she slits her throat in a student apartment in Thessaloniki, they are beaten her to death because of queerness in the morning street and they are shooting with their phones the spectacle and the days go by with photos in the applications
the one woman falls after the other in houses that are never open, the crimes are cleaned with expensive detergents and they are sunk in loneliness, lost in shit that have filled whole rivers around with sacred laughs falling from an invisible audience that has forgotten how to feel anything else beside its own flesh which, even that, falls fake after every seasonal change, wearing masks and costumes of guilt
and the years do not come back without fuel for her to evolve drunk from the whole and the wholesome reality, waiting for salvation from the outside
she believes only in everyday posts, my generation, and unstable conversations begging for lobotomy and therapy, doing yoga to cause herself idiosyncratic amnesia
protesting with an irrational ping pong that is dripping blood of its wheels and goes from Europe to East and back again with the ball heavy like the planet that almost explodes at midnight in the inwards of a cat that crawls from the balcony, till it will be massed by a stupid bloke that runs with one hundred and seventy per hour at Iera Odos, who tries to find his last piece of his lost life
dreaming of her naked body dressed with hypocrisy and her head swollen by the endless information that is reproduced and is never digested, not even during the nights, not even after death
eating another thousand of years for a productive breakfast
Therefore, I would like to tell you, even if you are a man
my generation is crazy from the crazier and the craziest
strange and queer in the shadow of a mother that suffered
she has killed and being killed
laughing without humor
and she writes obscurities that will disappear in a day, my generation,
she is in a serious condition with her skull being constantly eaten by worms
smoking twisted cigarettes with breast milk and bat
throwing her body in the gyms or in the hospitals to have it made
while getting lost in the abyss which will never be known to her
because God is dead, she prefers to hold herself closed in borrowed houses
filling her air with gaps and more gaps and where is a gap there is her
letting herself in a revolution that is permanently on the waiting and at the almost
coughing all night near to a half-eaten wall, under the moldy light fixture, listening to the voices of the neighbor
she pretends that she has lived, she does it every day, the same, repetition to the repetition, to the repetition and this body is in a comma and it will not wake up but only with a bomb at the feet that are running and running without being free
and they never let go from this level which does not have a master, and these dogs are always with their bosses and will never get away from the screaming of the souls that are ending day by day, they will never get away from the unanswered messages and calls, from the used furniture, the crumpled notes in the garbage, the crying illusions, the fantasies,
they are not safe, this generation is not safe, like an expired soup that has been thrown in the toilet and now waits for the cistern
melting, letting go, going elsewhere, where else, in the sea, becoming one with the rest of the illusion, letting her flesh in the alchemy, studying the endless timehits on her sweating clothes, on her sealed poems that are sluiced out in the streets like the appetizers for the VIPs
lying to calm down on pillows made of straw, taken from a fairytale platform on the edge of the universe, because they have prioritized when exactly they will take her head and how much, before she was even born
because this generation, my generation
has already been sold very cheaply
and it is very fond of destroying herself and the others
in the name of some holy polite revenge that she does not even plan to take
from the satirical god of her own existence.
July, 2022
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©George S. Zimbel. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]