Οδυσσέας Ελύτης, Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1984.
Η ποίηση του Ελύτη ξεκινά δυναμικά με μια πανδαισία χρωμάτων και φυσιολατρικών εικόνων, προϊόν μιας ακατέργαστης νεανικής αισιοδοξίας. Η φωτοχυσία των δύο πρώτων ποιητικών του συλλογών (Προσανατολισμοί και Ήλιος ο πρώτος) διακόπτεται βιαίως από τον Παγκόσμιο πόλεμο και την Κατοχή. Από την περίοδο αυτή αρχίζει και τυπικά η αποδελτίωση του δράματος της ανθρώπινης ύπαρξης που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος της συγγραφικής του δραστηριότητας. Κι αν στο Άξιον εστί ο θάνατος βρίσκεται στο ημερήσιο δελτίο, στις τελευταίες συλλογές η υπαρξιακή αγωνία παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας. Εκεί όμως που η Μεταφυσική συμπλέει αγαστά με τον έρωτα, την άνοιξη και τα Πάθη είναι το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου. Πρόκειται για ποιητικές σημειώσεις σε πραγματικό ημερολογιακό χρόνο, από την Τετάρτη 1 Απριλίου έως και την Πέμπτη 7 Μαΐου 1981 (το έτος δεν αναφέρεται, συνάγεται από τις ημερομηνίες).
Θα επιχειρήσω μια ερμηνευτική προσέγγιση, αν και γνωρίζω τη δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος:
Σαν μια παλιά ταινία η ζωή, επαναλαμβάνεται βιαστικά και ο καθένας προσπαθεί να αδράξει ό,τι μπορεί. Γιατί ξαφνικά διακόπτεται η φθαρμένη κόπια και οι πρωταγωνιστές του έργου επιστρέφουν στην ανυπαρξία. Πρωταπριλιάτικο ψέμα ή αληθινό βίωμα; (Τετάρτη, 1)
H flora mirabilis (η θεά της γονιμότητας, των λουλουδιών και της άνοιξης) επέρχεται ραγδαίως τα μεσάνυχτα πάνω σε άρμα, μέσα από ένα μαύρο κενό. Προσγειώνεται στο αεροδρόμιο και ραίνει το τοπίο με άνθη. Αποκαθιστά τον ομφάλιο λώρο των αποκομμένων από τη Μητέρα Γη. Η σελήνη, αυτόπτης μάρτυρας, θρηνεί. (Τετάρτη, 1 β)
Η χώρα ένα γραφείο κηδειών, ένα απέραντο νεκροταφείο. Χρειάζεται εγρήγορση και επανεκκίνηση της εθνικής συνείδησης. Ο ίδιος προθυμοποιείται να αναλάβει δράση, βγάζοντας τα άμφια, φορώντας θώρακα και κρατώντας ρομφαία. Πολεμικές προετοιμασίες λαμβάνουν χώρα, στρατιωτικές μπάντες, ετοιμότητα στρατιωτών.
(Πέμπτη, 2)
Η μνήμη σε διαρκή εναλλαγή, άλλοτε μαύρη, άλλοτε πράσινη. Πότε υπερπλήρης φοβερών γεγονότων, πότε επιλήσμων και άδεια. Ο Θεός συνδράμει στη λήθη, ο νους στην ενθύμηση. Ο θολωμένος αέρας και η αμόλυντη θάλασσα, συνεπίκουροι του ποιητικού τοπίου. (Πέμπτη, 2 β)
Το διάβασμα βιβλίων, προσωρινό παυσίλυπο. Μετά ξεκινάνε οι υπαρξιακές αγωνίες: η συνειδητοποίηση του ξοδέματος της ομορφιάς και τα σώματα που περιμένουν μάταια στη γωνία μια ερωτική χειρονομία. Η φθορά δεν επιτρέπει υπερβάσεις. Μονάχα σχεδιάζει το σκηνικό του επόμενου χειμώνα. Σε ένα δωμάτιο χωρίς θέρμανση, μόνος κι ατημέλητος, να ανακατεύει λευκά χαρτιά, σαν να διευθύνει την ορχήστρα του Παραδείσου. (Πέμπτη, 2 γ)
Η πρώιμη άνοιξη ενσκήπτει θανάσιμα, μέσα από μια γλυκιά ερωτική παραζάλη και μέθη. Ακούγονται οι ψαλμωδίες των τρίτων Χαιρετισμών που διαχέονται στους ψυχρούς ακόμη κήπους. Αποφασισμένος να βιώσει στο μέγιστο αυτή τη βραδιά, να ριψοκινδυνεύσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. (Παρασκευή, 3)
Το υπερφυσικό επανεμφανίζεται με μια συγκλονιστική εικόνα από το παρελθόν. Η ανάβαση στον ουρανό, «με τις δύο γιγάντιες φτερούγες» του Δομήνικου, όπου συναντά παντού πορτοκαλεώνες και γνώριμα νερά. Υπογράμμιση για τις εύφορες κοιλάδες της άλλης ζωής. (Σάββατο, 4)
Μια ηλιόλουστη Κυριακή με ανοιχτά παράθυρα που βλέπουν σε κήπο, η κατάβαση από τον ουρανό της χθεσινής μέρας, η επανασύνδεση με την ελληνική παράδοση υπό το ακάματο βλέμμα των προγόνων. Το ανεπιτήδευτο της Στιγμής με τις διάσπαρτες ανορθόγραφες λέξεις και η συγκινησιακή φόρτιση της θύμησης του πατέρα του, τον Αύγουστο του 1922, τρία χρόνια πριν τον θάνατό του. (Κυριακή, 5)
Άλλη μια αλληγορική σκηνή, αυτή τη φορά από τον θάνατο του Αλέξανδρου που προσιδιάζει σε μυστηριακές τελετές με συμμετοχή γυναικών. Ένα τέλος μέσα σε μια αποπνικτική ατμόσφαιρα, με έλλειψη οξυγόνου, από τη μια ακουμπισμένος σε γκρεμό κι από την άλλη σε θάλασσα. (Κυριακή, 5 β)
Η θρησκευτική πίστη μετουσιώνεται σε μια μικρή κρεμαστή εκκλησία στον τοίχο του δωματίου, στήριγμα για τις δύσκολες μέρες. Γεμάτη με εύπλαστα κηροπήγια όπως τα δάχτυλα του ποιητή και με απαστράπτοντα τζάμια από τα οποία διήλθαν άγγελοι. (Τρίτη, 7)
Η οπτασία της ανέφικτης συνάντησης με τον εξιδανικευμένο έρωτα. Η απόσταση μεγαλώνει, το γήρας δεν επιτρέπει ακροβασίες. Τα βήματά της αέρινης ασπρόμαυρης κοπέλας ολοένα ξεμακραίνουν, η αναμονή δεν εμπεριέχει πλέον ελπίδα. (Τρίτη, 7 β)
Πέντε καταιγιστικά ερωτήματα που ζητούν απάντηση: ο άγνωστος που χτυπά πόρτες και παράθυρα, η αποκωδικοποίηση των λόγων του αέρα, η ζωγραφιά μιας παράξενης γυναικείας μορφής στο τζάμι, η απόμακρη μοναξιά της τρομπέτας του στρατιώτη, η απώλεια της αίσθησης του χρόνου, της αυγής από το σκότος. Ο θάνατος που πλησιάζει υποκρύπτεται παντού. (Τετάρτη, 8)
Οι πρόγονοι και πάλι στην επιφάνεια, αναδύονται μετά από μια εκπυρσοκρότηση. Υπάρχουν δυο τρανταχτές απουσίες (της γιαγιάς και των δειχτών του ρολογιού). Η οπτική εικόνα της Παναγίας (ή της Μητέρας του) συμφύεται με την οσφρητική του καμένου πεύκου και της συχώρεσης. (Τετάρτη, 8 β)
Απολογισμός του βίου, επίκληση της μάνας. Το τέλος προσιδιάζει με την αρχή, η φυγή για το αιώνιο ταξίδι γίνεται χωρίς αποσκευές όπως και τη στιγμή της γέννησης. Τα τέρατα της ζωής πολύπλοκα και ανίκητα («παραήμουνα λίγος»). Ό, τι απέμειναν, κάποια μικροπράγματα κατεστραμμένα και φθαρμένα. Το πέρασμα στην άλλη όχθη ίσως να κυοφορεί κάτι καλύτερο από τα εδώ επίγεια. (Τετάρτη, 8 γ)
Το παλιό ακατοίκητο σπίτι με τον κισσό που έκρυβε μέσα του πανάρχαια γεγονότα και μυστικά, τώρα αποφάσισε να τα δημοσιοποιήσει: τα ουρλιαχτά, τις δαγκωνιές από την εποχή των πρωτόπλαστων, τις μασέλες του γέροντα που ακόμη τολμάει να ερωτεύεται. Τα αίματα ανάβουν και πάλι. (Πέμπτη, 9)
Επανεμφανίζεται εκ νέου το σφύριγμα του αέρα, του θανάτου αυτοπροσώπως («κι ολοένα σκοτείνιαζε») κομίζοντας την ολοκλήρωση της ζωής. «Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο». (Παρασκευή, 10)
Ακούγονται κιθάρες και γέλια, αν και δεν υπάρχουν σπίτια και άνθρωποι, από τον άλλο κόσμο θα είναι. Μέσα από τις στάχτες των ουρανών, από αστέρια μακρινά. Διερώτηση για την ομοιότητα της μοναξιάς, αυτού και των άλλων κόσμων. (Παρασκευή, 10 β)
Περασμένα μεσάνυχτα Παρασκευής. Η αναζήτηση της αλήθειας δεν βρίσκεται στην υψηλή διανόηση αλλά πολύ χαμηλότερα. Και ο ποιητής πέφτει θύμα του εσώκλειστου χώρου του δωματίου, που μέσα σε αυτό προσπαθεί ματαίως να την ανακαλύψει. («έχει κι ο θάνατος τη δικιά του Ερυθρά θάλασσα»). (Παρασκευή, 10 γ)
Συσσώρευση παλιών και νέων πληγών που επιπλέουν. Μέσα από έναν βουλιαγμένο κόσμο, ο ποιητής είναι ακόμη ζωντανός και εξακολουθεί να γράφει. (Σάββατο, 11)
Οι ακατανόητες κινήσεις των ανθρώπων αποκρυπτογραφούνται πάντα στα σκοτεινά, μέσα στον βραδινό ύπνο. Εκεί οι μυστήριες φιγούρες της ζωής ταυτίζονται με ήρωες του σινεμά, σε ταινίες πρώτης προβολής. (Σάββατο, 11 β)
Η αδόκητη εμφάνιση μιας ανθοστόλιστης βοϊδοκεφαλής καταμεσής του περιβολιού και η αναμμένη πυροστιά, έτοιμη για τη θυσία. Ήρθε μάλλον σε λάθος εποχή, γι’ αυτό κι εξαφανίστηκε ακαριαία. Επιστροφή στην πραγματικότητα με την εικόνα της Μονής και τον πατέρα Ισίδωρο. (Κυριακή, 12)
Άλλη μια μεταφυσική εικόνα της παροδικότητας της ύπαρξης και της αγνωσίας του θανάτου. Ο κήπος της ζωής από τον οποίο όλοι διέρχονται, η απουσία του Θεού, η απροσδιοριστία του τέλους. Μετά από μια μικρή αναλαμπή, όλοι, σαν τα κεριά, σβήνουν και χάνονται. (Τετάρτη, 15)
Σε κοντινό πλάνο, η οπτασία της ωραίας γυναίκας με τα μακριά μαλλιά που λικνίζονται στον άνεμο, μέσα στον ανοιξιάτικο κήπο. Σε πιο μακρινό, η ίδια γυναίκα ως συντηρητής του ιστορικού χρόνου (των επαναστάσεων, των αναταραχών και των πολέμων). Η γυναίκα του φαίνεσθαι και του είναι. (Τετάρτη, 15 β)
Η ανάβαση μέχρι την κορυφή μιας απροσδιόριστης θηλυκής οντότητας, όχι απαραίτητα γυναικείας. Η εικόνα θα μπορούσε να ήταν υπέροχη, αν δεν μεσολαβούσε το δάκρυ της μετά τον ήχο της καμπάνας. (Τετάρτη, 15 γ)
Η αλφαβητική και κωδικοποιημένη ανάκληση είκοσι τεσσάρων ονομάτων και τοπωνυμίων, αντλημένα από την ευρύτερη ιστορική και θρησκευτική παράδοση, παραπέμπουν σε μια απόπειρα να καταγράψει «την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου». Δηλαδή την υπερίσχυση του θανάτου απέναντι στην ανθρώπινη Ιστορία, εν τέλει απέναντι στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. (Πέμπτη, 16)
Η βροχή που ξεκίνησε πριν δύο ημέρες θα συνεχίζεται στο διηνεκές όπως και η περιπλάνησή του με μια ομπρέλα, αναζητώντας την πολιτεία του ανιδιοτελούς έρωτα. (Σάββατο, 18)
Ο βαρύς ουρανός που εκτονώνεται και ραίνει με την τρυφεράδα του το χώμα. Μετά η ζωή βλασταίνει στη φύση, το τοπίο άκρως σουρεαλιστικό. Ως αντίθεση ο θάνατος που αναμένεται, φορτωμένος με ένα μείγμα παλιάς ευτυχίας και λευκής απελπισίας. (Σάββατο, 18 β)
Μια αναπόληση της περασμένης ζωής μέσα από το νερό της βροχής που πήρε τη μορφή του προσώπου του καθώς έπεφτε πάνω στις πλάκες. (Σάββατο, 18 γ)
Η υποψία ενός υπέροχου θανάτου διαχέεται στη γαλήνη της Κυριακής των Βαΐων και του άδειου σκληρού δωματίου. Ο άλλος θάνατος, ο πραγματικός, είναι κάπως μακριά ακόμη, όμως η αχνή βοή του υποδηλώνει το αναπότρεπτο, όπως μαρτυρεί η αναψοκοκκινισμένη όψη του. (Κυριακή, 19)
Το πλοίο προσάραξε στο λιμάνι χωρίς ίχνη επιβατών. Πιθανολογείται ότι μεταφέρει το σκοτάδι των νέων εποχών ή μια μόνο λεπτή ψυχή που αναδύεται μέσα από τον καπνό και τα καμένα. Υπάρχουν και τα ζώα της Κιβωτού που ανυπομονούν για την έξοδό τους, καθώς όλοι γνωρίζουν πως οτιδήποτε εξαρτάται από τη συγκυρία της Στιγμής που συνεχώς όμως έχει τον τρόπο να ξεφεύγει. (Κυριακή, 19 β)
Η Μεταφυσική της αιωνιότητας δοσμένη μέσα από τον νοερό διάλογο με κάποιον άγγελο. Η συνειδητοποίηση της οριστικής θνητότητας και η μετακύλιση της ζωής σε μια καινούργια διάσταση. Κι όλα αυτά υπό τον φόντο του ουρανού μεσάνυχτα και τις ψυχές που διαμένουν εκεί προσωρινά ή αιώνια. (Κυριακή, 19 γ)
Λίγο πριν κοιμηθεί, κατάκοπος από τις ουράνιες περιπλανήσεις της Κυριακής, αποχαιρετά την παλαιά Σελήνη. Ξημερώματα Μεγάλης Εβδομάδας. (Μ. Δευτέρα, 20)
Το ξεσκέπασμα του μικρού κήπου έκρυβε μια απρόσμενη συνάντηση με τη μητέρα του. Μέσα από τις ανοιξιάτικες υποβλητικές μυρωδιές, τη βλέπει γεμάτη θλίψη και φορώντας άσπρο καπέλο και χρυσό ρολόι, να παρατηρεί κάτι που υπήρχε πίσω του. Δεν πρόλαβε να δει, γιατί λιποθύμησε. (Μ. Τρίτη, 21)
Το όνειρο εξαντλείται, πλησιάζει ο κινούμενος μαύρος όγκος του θανάτου. Η ανθρώπινη ψευδαίσθηση της αθανασίας, ο μεγάλος Ύπνος εγκαθίσταται σταδιακά.
Οι συνεχείς προειδοποιήσεις και τα σημάδια των προηγούμενων ημερών δεν ελήφθησαν υπόψιν και τώρα αίφνης επέρχεται το αιώνιο σκοτάδι. (Μ. Τετάρτη, 22)
Η σημερινή ημέρα των νεκρών, μια μέρα πανέμορφη μέσα στην ανοιξιάτικη ψύχρα, η γονυκλισία της Παναγίας και η επιστροφή στην αμεριμνησία της παιδικής ηλικίας, το ηλιοβασίλεμα των νεκρών ψυχών. (Μ. Πέμπτη, 23)
Ακόμα κι οι Θεοί πίνουν το δικό τους φαρμάκι, το ρουφούν σιγά σιγά μέχρι την εκπυρσοκρότηση του σύμπαντος. Σε πρώτο πλάνο τα εξαφανισμένα βουνά και η εμφάνιση του πελώριου κύλικα. Στη συνέχεια οι νεκροί, ξαπλωμένοι ανάμεσα σε ατμούς. (Μ. Πέμπτη, 23 β)
Ο μονόλογος και η σιωπή της Μεγάλης Παρασκευής. Μια κατάσταση περίεργη και εκστατική, ίσως υπό την επήρεια βοτάνου ή δηλητηρίου φιδιού ή ακόμα και ιερού ζώου με εκείνα τα μεγάλα αυτιά που μπορούν να συλλαμβάνουν όλους τους βαρείς ήχους. (Μ. Παρασκευή, 24)
Ο Επιτάφιος σε πλήρη εξέλιξη, όλα συνδράμουν στην κατάνυξη. Εικόνες με συγκινησιακή φόρτιση, βγαλμένες από το υποσυνείδητο. Ο πένθιμος ουρανός, το λιβάνι, οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες, το άρωμα των λουλουδιών είναι κάποια από αυτά που συνθέτουν το παζλ της σημερινής μέρας. Και μετά η οικειοποίηση του θανάτου από το ποιητικό υποκείμενο στην ηλικία τα νεότητας που υποδηλώνει σαφώς τις υπαρξιακές του ανησυχίες από τότε. (Μ. Παρασκευή, 24 β)
Μια χαραμάδα αισιοδοξίας, ένα αδρό χαμόγελο προσφέρεται από τη μικρή θεά που κρύβει παλαιόθεν μέσα του και που επεμβαίνει όποτε χρειάζεται για να του καθαρίσει την ψυχή από τα απορρίμματα που τη μαγαρίζουν. (Μ. Σάββατο, 25)
Η παραδοχή του Ανέφικτου και η αποτυχία όσων το επιδιώκουν. Θύμα και ο ίδιος, όταν προχθές, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, προσπάθησε να αναμετρηθεί με υπέρτερες δυνάμεις και υπέστη ερωτική πανωλεθρία. (Μ. Σάββατο, 25 β)
Ακόμα και η φύση συνδράμει στο φετινό Πάσχα: η διαύγεια του ουρανού, ο αμετακίνητος άνεμος, η ακύμαντη θάλασσα. Η εκτίναξη στα ύψη από τη μεγάλη χαρά και ο θάνατος, που μετά από ένα τέτοιο ισχυρό βίωμα, μοιάζει με ανώδυνη επιλογή. (Κυριακή (Πάσχα), 26)
Στον Κάλβο οφείλεται η μυρωδιά του κίτρου που μοσχοβολά η θάλασσα. Βέβαια μεθαύριο, η άφιξη των άλλων πουλιών θα βαρύνει την καρδιά του. (Κυριακή (Πάσχα), 26 β)
Η φθορά και πάλι στο προσκήνιο, η νεότητα που βουλιάζει, μέσα από περίεργους ήχους και λέξεις τα βράδια. Η θέαση του γυμνού σώματος στον καθρέφτη, τα παραμορφωτικά χαρακτηριστικά του προσώπου, το δαχτυλίδι με τη βούλα, προάγγελοι του γήρατος και του τέλους. Δύο γενειοφόροι νέοι στέκονται δίπλα, περιμένοντας τη σειρά τους. Από το ραδιόφωνο ακούγονται παλιά τραγούδια, το τοπίο παραπέμπει στην Κέρκυρα. (Τετάρτη, 29)
Μια ζεστή πρωτομαγιάτικη μέρα, η άνοιξη στο αποκορύφωμά της: η μυρωδιά της θάλασσας, οι ανθισμένες μαργαρίτες, η πανδαισία των ερπετών και των εντόμων. Που όμως όλα θα καταλήξουν «στον χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη». (Παρασκευή, 1 Μ)
Η υστεροφημία μέσα από την Τέχνη, μέσα από την Ποίηση του βάθους που αφήνει στον μελλοντικό αναγνώστη τη σφραγίδα των προσωπικών στιγμών του ποιητή, τη συνόψιση της ίδιας του της ζωής: τη σκούρα θάλασσα και τον άπιαστο ανεπιτήδευτο έρωτα. (Σάββατο, 2 Μ)
Από μια καταπακτή που άνοιξε, πηγαινοέρχονται ανθρώπινα πλήθη με παράξενες αμφιέσεις. Η φωνή του μη ομιλούντος ποιητή που απευθύνεται με τη γλώσσα του Δάντη στις ωραίες νεκρές Ρωμαίες και η απόκριση τους επίσης στα ιταλικά. Ένα συνονθύλευμα ανθρώπων στην Κόλαση που συνεννοούνται στην ίδια γλώσσα. Τα περιθώρια στενεύουν, η περίσφιξή του συνοδεύεται από σύρσιμο αλυσίδων και αιχμηρούς συμβολισμούς. Τη θέση των βουνών παίρνουν οι αναμνήσεις. (Κυριακή, 3 Μ)
Μια ανασκόπηση μετέωρων τοπίων και καταστάσεων, έντονα βιωμένων που ξεπηδάνε από το υποσυνείδητο (το λαμπερό σπίτι, η ροζ λίμνη, το φωσφορίζον Άγνωστο, η Χώρα των Λωτοφάγων). Η μακρόχρονη εντρύφηση σε αυτά και το άδοξο τέλος, λίγο πριν τη συνάντηση με τα τρεχούμενα νερά του Παραδείσου. (Δευτέρα, 4 Μ)
Η ζωή του, απαλοί κόκκινοι λόφοι, προσομοιάζει με την οπτασία ενός διερχόμενου αιθεροβάμονα νέου. Όταν στερεύουν πια οι συγκινήσεις, ο εξωτερικός κόσμος ξαναβρίσκει την κανονικότητά του. (Δευτέρα, 4 Μ β)
Εκτοπισμένος από τον χρόνο καταμεσής του Κρητικού πελάγους, εποπτεύει την ελληνική προϊστορία, χρησιμοποιώντας με άνεση τη μινωική γραφή. Ένα αίσθημα ικανοποίησης που το ευρύ κοινό δεν καταφέρνει να τον αποκρυπτογραφήσει. (Πέμπτη, 7 Μ)
Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να αναθεωρήσουν την άποψή τους, όσοι πιστεύουν ότι ο Ελύτης είναι μόνο ποιητής του φωτός και της αισιοδοξίας. Η υπαρξιακή αγωνία στο ύστερο έργο του είναι πανταχού παρούσα. Ο θάνατος, καλυπτόμενος πίσω από φυσικά τοπία και λεκτικούς συνειρμούς, παίρνει διάφορες συμβολικές μορφές: το σφύριγμα του αέρα, το μεγάλο βαπόρι, ο μαύρος όγκος, η καταπακτή, η τρύπα, η βούλα του δαχτυλιδιού. Όλα κατατείνουν σε μια υπερφυσική συναισθηματική φόρτιση, καθώς συνυπάρχουν αλληλοεπιδρώμενα η ερωτική άνοιξη, τα επίγεια Πάθη, η μεταφυσική του θανάτου. Ο στιγμιαίος χρόνος ποτέ δεν παραμένει στάσιμος, αλλά υποσκελίζεται είτε από τη μνήμη της νεότητας είτε από μελλοντικά σημάδια του επερχόμενου τέλους. Η γυναικεία φύση, μέσα από τη μητρική στοργή ή την άγουρη κοριτσίστικη ομορφιά, συνεχώς παρίσταται και ενδυναμώνει την αντίθεση ανάμεσα στην αισιόδοξη θέαση της ζωής και στο αναπόφευκτο του θανάτου:
― Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· αλλά προς τι;
― Σύμφωνοι, ναι· αλλ’ η ζωή αυτή δεν έχει τέλος…
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]