frear

Για το «Σκοτάδι με άλογα» του Ανδρέα Κεντζού – γράφει η Ευσταθία Δήμου

Ανδρέας Κεντζός, Σκοτάδι με άλογα, Κουκκίδα, Αθήνα 2022.

Η νέα ποιητική συλλογή του Ανδρέα Κεντζού συστήνεται με έναν τίτλο που επιχειρεί να φωτίσει την περιοχή εκείνη στην οποία προεξάρχει το σκοτάδι και το ά-λογο, δυο έννοιες που παραπέμπουν με άκρα ευθύτητα στο θολό και απροσδιόριστο εκείνο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτό προσδιορίστηκε ήδη από τον Αριστοτέλη στα Ηθικά Νικομάχεια και το οποίο αφορά ξεκάθαρα τις λειτουργίες εκείνες του οργανισμού που διατηρούν και υπερασπίζονται έναν καθαρά γήινο χαρακτήρα. Προεκτείνοντας κανείς αυτή τη σύνδεση και τον συσχετισμό θα μπορούσε ενδεχομένως να υποθέσει ότι το μέρος ή η κατάσταση αυτή αντιστοιχεί στην επίσης αξεκαθάριστη εκείνη συνθήκη που προηγείται της δημιουργίας, στη σκοτεινή εκείνη περιοχή που ορίζεται ως έμπνευση και στον δυναμισμό ή, καλύτερα, τη δυναμική που αποδεικνύεται πως έχει. Το βιβλίο αποτελείται κατά βάση από ελευθερόστιχα ποιήματα, τα οποία, αν και συνήθως μικρά σε έκταση, αποδίδουν ένα στιγμιότυπο, μια μικρο-στιγμή μέσα στην οποία όμως χωνεύεται και εναποτίθεται ένα νόημα με βαρύνουσα σημασία και προεκτάσεις. Έτσι, πολλές φορές τα ποιήματα φαίνεται να μετακυλύουν προς το πεδίο της μικρο-διήγησης ή ακόμα και του μονόπρακτου, εξαιρετικά σύντομου, θεατρικού έργου, αφού συχνά η ποιητική ύλη μορφοποιείται γύρω από την παρουσία και τη δράση συγκεκριμένων χαρακτήρων, οι οποίοι άλλοτε διαλέγονται, άλλοτε μονολογούν και άλλοτε παρουσιάζονται να κάνουν και τα δύο: Δεν ένιωθα το κρύο/ «Προδότες» έβριζα απαρηγόρητος/ μέχρι που με σταμάτησε ένα αγόρι// Μου είπε πως είναι του Αλέξανδρου ο γιος/ ο δολοφονημένος/ Κι αν τον βοηθούσα να πάρει πίσω το βασίλειο/ «δεν θα σε ξεχάσω»// Διάολε πρέπει να ’χα πιει τον κώλο μου («Μακεδονίες»). Η εγγύτητα αυτή στη θεατρική πράξη και πρακτική, αλλά και η διαφαινόμενη πρόθεση του ποιητή να τεχνουργήσει με τον λόγο του ένα σχόλιο πάνω στην τρέχουσα στιγμή και συγκυρία, πάνω στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι του καιρού και του τόπου, εξηγεί ίσως και την ειρωνεία που συχνά αναδύεται από τους στίχους του και η οποία εμποτίζει τόσο τις καταστάσεις, όσο και τους πρωταγωνιστές τους, τα πρόσωπα των οποίων συμπυκνώνονται στη μορφή του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά και του ανθρώπου διαχρονικά, ως φορέα και διακινητή της ματαιοδοξίας, αλλά και της ανθρώπινης εκείνης μοίρας που τον θέλει έρμαιο μιας αναπόφευκτης, αναπότρεπτης πορείας προς την (προσ)γείωση, προς τον συμβιβασμό, προς την «συμφιλίωση» με όλα εκείνα που μοιάζουν αδιανόητα και παράδοξα, στην πραγματικότητα όμως είναι απόλυτα οικεία και γνωστά.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη την «καθοδική» κίνηση της ποιητικής σκέψης και έκφρασής του, ο Κεντζός επιχειρεί την απο-μυθοποίηση ορισμένων μορφών, όπως της ωραίας Ελένης ή του Οδυσσέα, και την μεταφορά τους από το επίπεδου του μύθου στο επίπεδο της καθημερινής πράξης και πρακτικής, στο καθαρά ανθρώπινο πεδίο όπου όλα είναι απλά και εύκολα προσεγγίσιμα: Δεν είναι το ταξίδι/ Ο σκύλος που σου γλείφει τα πόδια/ στον γυρισμό/ σε κάνει Οδυσσέα («Ο σκύλος περιμένει σπίτι»). Η κάθοδος, μάλιστα, συνεχίζεται ακόμα περισσότερο για να φτάσει στο στάδιο του απόλυτου ξεγυμνώματος της ανθρώπινης φύσης και της ροπής που αυτή έχει προς το κακό, το νοσηρό, το βίαιο και το αισχρό και να αποκαλυφθεί έτσι η βαθύτερη ουσία του ανθρώπου, αλλά και η βαθύτερη ουσία της ζωής, όπως αυτή έχει σχηματοποιηθεί με γνώμονα τις επιθυμίες και τα πάθη. Ιδωμένος από αυτήν την οπτική, ο τίτλος του βιβλίου εξηγείται και δικαιολογείται απόλυτα από τη στιγμή που δίνει έμφαση σε αυτήν ακριβώς την πτυχή, το ά-λογο και ενστικτώδες του ανθρώπου που εξοβελίζει εντελώς τη λογική και καθοδηγεί τις πράξεις του ακόμα και προς το έγκλημα. Στα ποιήματα αυτά ο δημιουργός διατηρεί και επεξεργάζεται την έννοια της ερήμου, η οποία διαμορφώνει ένα πεδίο σημάνσεων και σημασιών που κατευθύνουν την αντίληψη και την ενατένιση του πεδίου της ανθρώπινης κοινωνίας σαν ένα έρημο και ερημικό τοπίο, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο νόμος της ζούγκλας. Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική ενότητα του βιβλίου, αυτήν που φέρει τον τίτλο «Θρησκεία» και στην οποία πραγματοποιείται ουσιαστικά μια καταβύθιση στην έννοια της πίστης, όχι όπως αυτή νοείται στην παραδοσιακή της διάσταση, αλλά ως ενός μεγέθους και μιας πρακτικής που ακυρώνεται διαρκώς από τα πράγματα, από τις ανθρώπινες επιλογές και από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η οποία εμποτίζει τις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Έχει προηγηθεί, βέβαια, η πρώτη ενότητα υπό τον τίτλο «Πατρίς» όπου διερευνάται η σύνδεση του ανθρώπου με τον τόπο ή τους τόπους που προσδιορίζονται ως πατρίδες για να αναδειχθεί ακριβώς η κούφια και στρεβλή οπτική που λειτουργεί ψευδαισθητικά και αποπροσανατολιστικά της αληθινής και γνήσιας σχέσης που πρέπει να συνέχει τους ανθρώπους με τους τόπους και τα έθνη.

Το τρίπτυχο ολοκληρώνεται με ένα σύνολο ποιημάτων που ομαδοποιούνται κάτω από τον υπότιτλο «Οικογένεια» και ανιχνεύουν ακριβώς τον πολυσυζητημένο αυτόν θεσμό, αλλά και τον δεσμό του ανθρώπου με τους οικείους του, είτε αυτοί είναι εν ζωή, είτε όχι. Στις συνθέσεις της ενότητας αυτής αναφαίνεται ολοκάθαρο το πρόσωπο του ποιητικού υποκειμένου το οποίο περιβάλλεται το «εγώ» για να μπορέσει να πλάσει ποιήματα εξομολογητικά, προσωπικά, αυτοαναφορικά ή αυτοβιογραφικά που δεν αφορούν μόνο την εμπλοκή του με τα αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και με την ίδια την ποίηση: Από δω και πέρα όμως/ γι’ αυτόν θα γράφω/ τον Ένα και Μοναδικό που τριγυρνά/ με το βιβλίο μου στην αγκαλιά του/ μονίμως ερμητικά κλειστό («Αγάπη»). Και στα ποιήματα της ενότητας αυτής παρατηρείται η οικείωση του ποιητή προς την τέχνη της μικρο-διήγησης και της μικρο-ιστορίας, ο εναγκαλισμός πολλές φορές τεχνικών αφηγηματικών οι οποίες, προσαρμοζόμενες στο ποιητικό καλούπι, αποκτούν μια διαφοροποιημένη λειτουργία η οποία στηρίζεται, κατά βάση, στη συγκινησιακή διέγερση. Αυτή η μέθοδος και η τεχνική, μάλιστα, μπορεί να προσφέρει στον ειδικό μελετητή, αλλά και στον αναγνώστη την ευκαιρία να εντοπίσει και να αναλογιστεί τη δύναμη και τη δυναμική του στίχου να διαμορφώνει διαφορετικές εντυπώσεις, να ενισχύει τη συναισθηματική αντίδραση και να υποβάλλει τα αισθήματα και τις διαθέσεις πιο άμεσα, πιο καίρια, πιο καταλυτικά. Επομένως και σύμφωνα με τα παραπάνω, η συλλογή του Κεντζού, τόσο σε επίπεδο τεχνικής, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου υιοθετεί και προασπίζεται τον τολμηρό, πειραματικό της χαρακτήρα, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα προηγούμενο αιχμηρού ποιητικού λόγου που επιδιώκει και θέλει να μιλήσει ανοιχτά, απροκάλυπτα, θαρρετά, κυριολεκτώντας ακόμα και στις μεταφορές του.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Η φωτογραφία είναι από την Έβδομη σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1959). Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη