-Τι κάνεις εκεί;
-Πίνω.
-Γιατί;
-Προσπαθώ να γράψω και δεν μου βγαίνει.
-Ποιο είναι το θέμα; Θα σε βοηθήσω.
-Η μοναξιά.
-Το μόνο, που τα λεφτά μου δεν κατάφεραν να αγοράσουν, είναι οι φίλοι,
το ξέρω και είμαι θλιμμένος που ζω μόνος.
-Αυτός είναι ο καλύτερός σου στίχος;
Ξεκίνα πάλι.
-Σκιάχτρα σκορπίσατε στην ταράτσα μου;
Ξορκίσατε με απονιά τα αγνά μου συναισθήματα,
αυτά που φύλασσα να μεταδώσω σ’ άλλους.
Μόνος, πως θα δώσω την παράσταση;
-Μόνο για παράσταση δεν κάνεις!
Σβήνονται πάλι οι ιδέες σου.
-Μπροστά μου βάδιζε ένας άντρας που φορούσε το καπέλο πολύ χαμηλά.
-Τι εννοείς;
-Δεν είχε ή δεν διέκρινα το πρόσωπό του.
-Ήσουν μακριά;
-Θαρρώ πως ήταν μόνος
ή μάλλον ήταν η ίδια η μοναξιά,
η σκιά μου,
μ’ ακολουθούσε από μπροστά κι εγώ έμενα όλο και πιο πίσω.
-Δεν μ’ αρέσει.
-Αλλόκοτη η φιγούρα που έχει τόση δύναμη,
ν’ απλώνει έρεβος μετά το άπλετο φως.
-Για ποιον μιλάς;
Είμαι πλούσιος, μα κενός συντροφιάς.
Δημιουργώ χάος, όταν πληγώνομαι.
Πληγώνομαι, όταν αισθάνομαι μόνος.
-Λυπάμαι που στο λέω, μπλέχτηκε ένας λωποδύτης στις σελίδες μου!
-Προσπαθώ… Έχω καταϊδρώσει.
Αναβλύζει από τις τρύπες,
καθώς βαστώ περήφανος το χρυσό βαρέλι που πίνω ολημερίς,
η δυστυχία, ο πόνος…
Νιώθω έκθετος, λειψός και συνάμα αδαής.
Δεν τα έμαθα, ίσως, σωστά τα γράμματα.
-Μέθυσε, ατάλαντε, παλεύεις τόση ώρα με ποίηση να μιλήσεις για τη μοναξιά;
-Έτρεχα το σούρουπο στο δάσος και σκόνταψα πάνω στο πτώμα.
-Ποιανού;
-Το δικό μου. Άκουγα τις ψαλμωδίες από την κηδεία μου και σιγοτραγουδούσα.
Τα πόδια μου βυθίζονταν μέσα στις λάσπες, όσο πάλευα να θάψω τη σορό μου.
Καμπουριάζω από τα ερημικά, νεκρικά ρούχα, ενώ είμαι τόσο νέος.
-Είσαι ένας τρελός που ξεφύτρωσε από τις κενές σελίδες μου!
Με έχεις ζαλίσει!
-Εγώ είμαι το πιο αληθινό σου διήγημά, ανόητε,
δεν ξέρεις ή δεν θέλεις να διαβάζεις!
-Τι ζήτησα, μια αράδα της προκοπής!
Δεν μπορείς να γράψεις πιο απλά;
-Δεν αντέχεται, φίλε, η μοναξιά.
-Τώρα μιλάς αληθινά.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Henri Prestes. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]