Προλογικά
Η εν λόγω μελέτη έχει ως θεματικό αντικείμενο την εξέταση της «παρουσίας» της αρχαιότητας στο ποίημα του Κ. Καρυωτάκη «Γυρισμός», υπό το πρίσμα των διαφόρων κοινωνικών και πνευματικών εξελίξεων, που σημειώθηκαν στην ελληνική κοινωνία κατά τις αρχές του 20ού αιώνος και που επηρέασαν καταλυτικώς τη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής.
Συγκεκριμένα, κατά τη δεκαετία του 1920 έχουν διαμορφωθεί νέες κοινωνικές συνθήκες που λειτουργούν γονιμοποιητικώς για να επιτευχθεί η γένεση της νεωτερικότητας στην νέα ελληνική λογοτεχνία: η ζωή περιστρέφεται πια γύρω από τα αστικά κέντρα, επικρατεί πολιτική αστάθεια, αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς και εδραιώνεται σε μεγάλο βαθμό ο γραφειοκρατικός μηχανισμός και η νεολαία αγωνίζεται συνειδητώς για την προάσπιση των ιδανικών της αλλά και για τη συμπόρευση με τις πνευματικές-πολιτισμικές εξελίξεις που επισυμβαίνουν στον ευρωπαϊκό χώρο [1].
Όλα αυτά τα δεδομένα επηρεάζουν καταλυτικώς την ποίηση της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας, αφού οι ποιητές, έχοντας ενστερνισθεί το επικρατούν πνεύμα της decadence, ενοφθαλμίζουν με αυτό το συναίσθημα και τα ποιητικά τους συνθέματα, κτίζοντας τοιουτοτρόπως τη μοντερνικότητα στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Παραλλήλως, εδώ πρέπει να αναφερθούν και οι επιρροές από τον γαλλικό συμβολισμό, ο οποίος αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους ποιητές της εποχής, αφού μέσω της εν λόγω τεχνοτροπίας εγγράφουν στα ποιήματά τους την ψυχολογική τους διάθεση και καταλήγουν εν ταυτώ στην επίκριση της συμβατικής ηθικής και των κάθε λογής αυθεντιών [2].
Για να ορισθεί όμως το εύρος αυτής της νεόκοπης αισθητικής ταυτότητας, οφείλουμε να την αντιδιαστείλουμε με την αμέσως προηγούμενη παράδοση, η οποία εξ ορισμού ανήκει στην εποχή του ρομαντισμού. Οι Έλληνες ποιητές τον 19ο αιώνα, εναρμονιζόμενοι με τις επιταγές του ρομαντισμού, διατύπωναν προβληματισμούς για το προγονικό παρελθόν και εν σχέσει με αυτό νοηματοδοτούσαν την ταυτότητά τους· το σημείο αναφοράς ήταν, όπως προειπώθηκε, ο κλασικός πολιτισμός και τα επιτεύγματά του, ιδίως τα των εικαστικών τεχνών: θεωρώντας με κριτική ματιά τα κλασικά μνημεία διέκριναν σε αυτά τα υψηλά και ακαταμάχητα εκείνα αισθητικά χαρακτηριστικά που καθιστούσαν μεγαλειώδη την Αρχαιότητα στα μάτια τους και εν γένει ένα σημείο πολιτισμικής αναφοράς. Μπορεί οι ποιητές της δεκαετίας του ‘20 να προβαίνουν σε περιορισμένες αναφορές στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά αυτό δεν εσήμαινε ότι την αγνοούσαν ή ότι αποτελούσε ένα θεωρητικό πάρεργο στην συνολική τους δημιουργία.
Εν προκειμένω, οι ποιητές τής υπό εξέταση δεκαετίας δεν χρησιμοποιούν την έννοια αρχαιότητα για να προβάλουν εθνικο-πατριωτικά ιδεώδη, αλλά μέσω της εγκειμενοποίησης του αρχαιογνωστικού πλαισίου αναφοράς (είτε αυτό είναι οι αρχαιότητες ως μνημεία, είτε διακείμενα είτε συγκεκριμένες επισημάνσεις) εκμεταλλεύονται το συμβολικό τους κεφάλαιο για να εξωτερικεύσουν τις αισθητικές τους ορίζουσες και να συναρθρώσουν εν ταυτώ την ποιητική τους ιδεολογία. Αυτό διαφαίνεται να επιτελείται στα ποιήματα του Καρυωτάκη όταν αναφέρεται στην ελληνική αρχαιότητα. Το εθνοπατριωτικό ιδεώδες δεν αμφισβητείται, αλλά αντιθέτως προωθείται και εγκωμιάζεται με τρόπο κομψό και περίτεχνο. Ο «Γυρισμός» [3], όπως θα δούμε στην συνέχεια, είναι ένα προγραμματικό ποίημα ποιητικής, το οποίο δείχνει την αντίληψη του Καρυωτάκη περί της αρχαιότητας και της επενέργειάς της στον μοντέρνο νου, στην μοντέρνα σκέψη.
Το ποίημα
Το ποίημα «Γυρισμός» περιλαμβανόταν, μαζί με το Αθήνα, στην αυτοσχέδια συλλογή με τίτλο Τραγούδια της Πατρίδας, την οποίαν είχε υποβάλει ο ποιητής στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό [4]. Αναγκαία προϋπόθεση για συμμετοχή ήταν η θεματολογία των ποιημάτων να αντλείται από τον εθνικό βίο [5]. Ο «Γυρισμός» είναι ένα ποίημα ποιητικής, το οποίο εντάσσεται στην ενότητα «Πληγωμένοι Θεοί» της συλλογής Νηπενθή. Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Νουμάς (τχ. 706, 17 Οκτωβρίου 1920, σ. 241), με αφιέρωση στον ποιητή Μ. Μαλακάση, η οποία δεν υπάρχει στην έκδοση του 1921 [6].
Στον «Γυρισμό» ο Καρυωτάκης νοσταλγεί την Αθήνα και οραματίζεται την επιστροφή του στην πόλη που αγαπά [7]. Συνδέει την πρωτεύουσα με ένα ιστορικό-πολιτισμικό-πνευματικό σημείο αναφοράς, τον Παρθενώνα. Σε όλο το ποίημα κυριαρχεί αναφανδόν ένας προφανής αισθητισμός, με τον οποίον ο ποιητής ενδύει μυστικιστικά τις αρχαιότητες. Ο «Γυρισμός» χαρακτηρίζεται από πολλές επιδράσεις (κυρίως αισθητικές), οι περισσότερες από τις οποίες οφείλονται στον Ζαν Μωρεάς. Εδώ υπεισέρχεται και το παγανιστικό κλίμα της ποίησης του Σικελιανού με τις αναφορές στον αρχαίο κόσμο [8]. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το περιεχόμενο.
Η διαρκής μεταφορά, που διατρέχει όλη τη σύνθεση, επιτρέπει στον καλλιτέχνη να δημιουργήσει αυτό το κλίμα της νωχελικής ευδαιμονίας και της γαλήνιας συνύπαρξης του ανθρώπου με το φυσιογενές περιβάλλον. Το ποίημα ξεκινά με μια αναφορά στον Σαρωνικό, ο οποίος είναι «του πλοίου μας ευλογία» [στ. 2] και διαπνέεται από μια θεϊκή ησυχία. Ο Σαρωνικός είναι το «γέλιο των θεών» [στ. 1], το προστάδιο για την είσοδο στο λαμπρό και φωτεινό μεγαλείο της κλασικής Αθήνας. Πρόκειται για την έναρξη του ιλαρού τόνου, ο οποίος θα αγκαλιάσει νοητά όλο το σύνθεμα έως το τέλος, κάνοντας τοιουτοτρόπως ηπιότερη τη μελαγχολική διάθεση του ποιητικού υποκειμένου και αποδίδοντας εν ταυτώ μία φιλοπαίγμονα στάση. Επιπλέον, ο κόλπος του Σαρωνικού χαρακτηρίζεται με την επιρρηματική φράση «πάντα μεγάλε» [στ. 1], διατρανώνοντας έτσι το εύρος του αλλά και την αέναη παρουσία του στο αρχαιογνωστικό πλαίσιο αναφοράς, με το οποίο προσδένεται η πόλη των Αθηνών.
Η πρωτεύουσα «αναρριγά» [στ. 5], όπως λέγει ο ποιητής σαν περιστέρα καλυμμένη από την πάχνη του πρωινού. «Ηδονεύεται» [στ. 7] και αναμένει τον νυμφίο της, τον Ήλιο, να ανατείλει. Επίκειται κατ’ ουσίαν ένας «μυστικός» γάμος μεταξύ της Αθήνας και του Ήλιου, του οποίου απότοκο θα είναι το ονειρικό φως που προσμένει εναγωνίως ο ποιητής για να πληρωθεί η ψυχή του από ανεπανάληπτη ευφορία. Είναι εμφανές εδώ το διονυσιακό σκίρτημα που αρχίζει να συγκλονίζει τον ποιητή και να σηματοδοτεί την αρχή της έμπνευσης, ως ένα ένθεο ξύπνημα της ψυχής μπροστά στην απροσδόκητη συνάντηση με το φως της γνώσης, με το φως που εκπέμπεται από την θαυμάσια ένωση της ανθρώπινης δραστηριότητας και του φυσικού περιβάλλοντος.
Ο ουρανός είναι η «χήτη τοῦ Πηγάσου» [στ. 9], που στέφει τον Παρθενώνα, και το ποτήρι το οποίο ρίχνει ο Δίας για να χυθεί το «ὀνειροφῶς». Με τον Πήγασο πετά στα ουράνια, εκεί που δεν μπορούν να φτάσουν οι άλλοι θνητοί. Το μυθολογικό ον, ο Πήγασος, αλλά και η κίνηση του Διός να αδειάσει το ποτήρι με το φως πάνω στην Αθήνα είναι η παρουσίαση της μετουσίωσης της έμπνευσης σε τραγούδι [9], όπως αναφέρει ο ποιητής στην επόμενη στροφή. Το Τραγούδι το χρωστά στην αττική γη. Είναι «ἄσωτο παιδὶ», καθώς αισθάνεται εδραία την πεποίθηση ότι ανήκει σε αυτόν τον ποιητικό χωροχρόνο:
«Ἄσωτο φτάνω ἐγὼ παιδὶ πάλι σὲ σᾶς, νὰ λυγιστῶ
στὴν αὔρα σὰ λουλούδι,
χῶμα, οὐρανὲ καὶ θάλασσα τῆς Ἀττικῆς, ποὺ σᾶς χρωστῶ
τὰ πάντα, τὸ Τραγούδι!».
Οι αρχαιότητες ως υλικά κατάλοιπα ενός παλαιού πολιτισμού, αλλά και οι αρχαιογνωστικές αναφορές λειτουργούν συγκινησιακά και οδηγούν τον ποιητή από την θέαση στην ενόραση και κατ’ επέκτασιν στην σύνθεση της ποίησης. Όλα αυτά ιδωμένα μέσα σε ένα ρομαντικό και στοχαστικό περιβάλλον αποτελούν ένα υψηλό αισθητικό σύνολο, το οποίο προωθεί και προβάλλει την αισθητική πτυχή της αρχαιότητας ως στερεού υποβάθρου για την οικοδόμηση της μοντέρνας ποίησης. Ο Καρυωτάκης δηλαδή ενοφθαλμίζει την πνευματική αίγλη της αρχαιότητας στο ποίημά του και εξαίρει το κλασικό μεγαλείο, όχι για πατριωτικούς λόγους αλλά για μεταδώσει στον αναγνώστη του το πρωτοπόρο βίωμα ενός ξέφρενου ποιητικού αναβρασμού, ενός θριαμβευτικού παιάνα για τον εγκωμιασμό της διαχρονικής εμβέλειας που απορρέει από την συμβολιστική ισχύ του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Σημειώσεις
1. Λ. Τσιριμώκου, «Μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…». Η αυτοσυνειδησία των ποιητών στον ελληνικό μεσοπόλεμο», στο: Α. Καστρινάκη, Α. Πολίτης, Δ. Τζιόβας (επιμ.), Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα [=Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου (Ρέθυμνο, 20-22 Μαΐου 2011)], Ηράκλειο, ΠΕΚ – Μουσείο Μπενάκη, 2012, σ. 129.
2. Βλ. Χ. Ντουνιά, «Η δεκαετία του 1920: Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» στο: Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα [=Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου (Ρέθυμνο, 20-22 Μαΐου 2011)], Ηράκλειο, ΠΕΚ – Μουσείο Μπενάκη, 2012, ό.π., σσ. 61-62.
3. Παραπέμπουμε στην έκδοση του Δ. Δημηρούλη, Κ. Γ. Καρυωτάκης, ποιήματα και πεζά, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2017. Το ποίημα «Γυρισμός» βρίσκεται στις σελίδες 185-186.
4. Βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Σημειώσεις»: Κ. Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα, σ. 314.
5. Βλ. Μ. Μητσού, Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη (1896-1928), Αθήνα, ΜΙΕΤ, 1989, σσ. 200-201.
6. Βλ. Δημηρούλης, ό.π., επεξηγηματικό σημείωμα στις υποσημειώσεις, σ. 185.
7. Σύμφωνα με τον Σακελλαριάδη, το διάστημα αυτό ο Καρυωτάκης βρισκόταν σε δίμηνη αναρρωτική άδεια από τον στρατό, βλ. Χρονογραφία, ό.π., σσ. 74-75.
8. Βλ. Στεργιόπουλος, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 2005, σ. 69.
9. Βλ. Δ. Αγγελάτος, Διάλογος και Ετερότητα, Η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 1994.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αγγελάτος Δ., Διάλογος και Ετερότητα, Η ποιητική διαμόρφωση του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Σοκόλης, Αθήνα 1994.
Σαββίδης Γ. Π., Κ. Γ. Καρυωτάκης, Τα ποιήματα, εκδ. Εστία, Αθήνα 2009.
Μητσού Μ., Χρονογραφία Κ. Γ. Καρυωτάκη (1896-1928), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989.
Στεργιόπουλος Κ., Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, εκδ. Σοκόλης, Αθήνα 2005.
Δημηρούλης Δ., Κ. Γ. Καρυωτάκης, ποιήματα και πεζά, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2017.
Τσιριμώκου Λ., «Μόνο δυο στίχους μου σκληρούς να πω και να χαθώ…». Η αυτοσυνειδησία των ποιητών στον ελληνικό μεσοπόλεμο», στο: Α. Καστρινάκη, Α. Πολίτης, Δ. Τζιόβας (επιμ.), Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα [=Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου (Ρέθυμνο, 20-22 Μαΐου 2011)], Ηράκλειο, ΠΕΚ – Μουσείο Μπενάκη, 2012.
Ντουνιά Χ., «Η δεκαετία του 1920: Από την ποίηση της παρακμής στην κοινωνική αμφισβήτηση» στο: Για μια ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα. Προτάσεις ανασυγκρότησης, θέματα και ρεύματα [=Πρακτικά Συνεδρίου στη μνήμη του Αλέξανδρου Αργυρίου (Ρέθυμνο, 20-22 Μαΐου 2011)], Ηράκλειο, ΠΕΚ – Μουσείο Μπενάκη, 2012.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]