frear

Το σιωπηλό μοιρολόι της φάλαινας στο φεγγάρι – της Ελένης Κοφτερού

Ηφαιστίων Χριστόπουλος, Οι φάλαινες στο φεγγάρι, Ενύπνιο, Αθήνα 2021.

Οι φάλαινες στο φεγγάρι. Ο ποιητικός αυτός τίτλος που παραπέμπει σε παραμύθι είναι το πρώτο γοητευτικό στοιχείο της νέας συλλογής διηγημάτων του συγγραφέα Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου ο οποίος εδώ και χρόνια ασχολείται με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο προϊδεάζει τον αναγνώστη για το δυστοπικό περιεχόμενο της αφήγησης και καθώς προχωρά ο αναγνώστης βυθίζεται σε έναν κόσμο που δυστυχώς σήμερα δεν μας είναι και τόσο ξένος.

Το σκηνικό της δυστοπίας στήνεται σε απροσδιόριστο χωροχρόνο, σε τόπους απόκοσμους και σκοτεινούς όπου οι μηχανές ελέγχουν τον άνθρωπο, τα άβαταρ είναι κάτι συνηθισμένο, η μνήμη ελέγχεται, τα βιβλία έχουν από καιρό καεί, οι χρονοδιαβάτες συλλαμβάνονται. Τίποτε δεν θυμίζει αυτό που συνηθίσαμε να χαρακτηρίζουμε ως πολιτισμένο κόσμο. Οι άνθρωποι έχουν χάσει το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Οι ηρωίδες και οι ήρωες των διηγημάτων είναι εγκλωβισμένοι κυριολεκτικά μέσα σε μια φυλακή, είτε βρίσκονται κάτω από την εξουσία των μηχανών, είτε είναι χαμένοι στον χρόνο, ή περιπλανώνται αέναα σε μια εμμονή. Κι ενώ θα περίμενε κάποιος πως το πνεύμα τους έχει απονεκρωθεί, εκείνοι διαρκώς πασχίζουν να περισώσουν κάτι από την ανθρώπινη υπόσταση, να ανασύρουν μια επιθυμία ή ένα συναίσθημα αναζητώντας την ομορφιά.

Η συλλογή ξεκινά με το εκτενές διήγημα «Άντρας πια» όπου αντικαθρεφτίζεται σε μελλοντικό χρόνο η μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας με όλα τα μελανά σημεία. Ο ήρωας σαν άλλος Ιανός –διπρόσωπος θεός των ιστορικών μεταβάσεων– αποτυπώνεται πολύ παραστατικά από τον συγγραφέα. Το προφίλ του αγωνιστή που στο όνομα της ιδεολογίας διαπράττει τα χειρότερα εγκλήματα, φαντάζει τόσο επίκαιρο σήμερα που βιώνουμε έναν αληθινά τραγικό πόλεμο. Με γλώσσα σκληρή και δηκτική, που εκφράζει πικρό σαρκασμό και οδύνη, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τον διαχρονικό χαρακτήρα του «αγωνιστή-ήρωα» που έλκει την καταγωγή του από τον Όμηρο. Συχνά τον αντιμετωπίζει με στοργή και τρυφερότητα, ίσως και οίκτο, γιατί γνωρίζει καλά πως ποτέ δεν θα γλιτώσει από τις ερινύες για τα εγκλήματα που διέπραξε. Ωστόσο ο Χριστόπουλος με το εύρημα του αφηγητή που θαυμάζει τον ήρωα-συγγραφέα, μας υπενθυμίζει πως η δομή του σύγχρονου κόσμου είναι η φάτνη όπου γεννιούνται και ζεσταίνονται αυτοί οι υποτιθέμενοι ήρωες. Οι συνεχιστές τους είναι εδώ ανάμεσά μας, δείχνει να βροντοφωνάζει ο συγγραφέας στους αναγνώστες του:

«…Θαρρώ πως σε κάμποσα χρόνια από τώρα, όταν θα είμαι πια στην ηλικία του κι έχω βάλει για τα καλά στον νου μου τι είναι ο έρωτας και τα όνειρα κι αν οι σκιές αρκούν για να καταπιούν το φως, θα κάτσω μπροστά στην αρχαία πια οθόνη και θα διαβάσω ό,τι πρόφτασε να γράψει απ’ το τελευταίο εκείνο βιβλίο, κι ίσως ξέροντας ότι, αν στα γράμματα δεν τα κατάφερα το ίδιο, στη ζωή τα πήγα λίγο καλύτερα, δεν άφησα το αίμα ν’ απλωθεί στο λευκό κουρέλι. Δεν είμαι όμως σίγουρος αν το προτιμώ.»

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τόλμη του συγγραφέα να χρησιμοποιεί τη γλώσσα απογυμνωμένη από ψιμύθια. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό απόσπασμα προέρχεται από το διήγημα με τον τίτλο Η κυρά Παρασκευή: «Η κυρά Παρασκευή είναι ανήσυχη σήμερα. Βήχει, ρεύεται και φτύνει. Και καπνίζει, όλο καπνίζει, ξεφυσώντας βρομερό καπνό από το ξεδοντιάρικο στόμα της», όπου το ηφαίστειο παρομοιάζεται με μια αποκρουστική γυναίκα. Με καφκικές πινελιές και επιρροές από το σύμπαν του Φαρενάιτ 451, ο Η. Χ. μάς μεταφέρει σε ένα εργασιακό περιβάλλον ζοφερό και ανάλγητο, όπου η βαρβαρότητα των ρομπότ που επιβλέπουν κάθε δευτερόλεπτο την παραγωγική διαδικασία έχει αντικαταστήσει τους επιστάτες και τις σημερινές κάμερες. Σε μια τέτοια ολοκληρωτική κατάσταση υποταγής, όπου η σκέψη πως υπάρχει κι άλλη ζωή φαντάζει όχι μόνο ανέφικτη μα και ανεδαφική, ο κεντρικός ήρωας συγκινείται από την ομορφιά μιας γυναίκας. Κάθε προαποφασισμένη βεβαιότητα του ήρωα χάνεται καθώς το παρηγορητικό βλέμμα προς την ομορφιά λειτουργεί καταλυτικά και διατρανώνει την ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέφει στη μόνη αθώα εποχή, αυτήν της παιδικότητας: «Δεν το μαρτυράει βέβαια σε κανέναν, αλλά στα κρυφά την είχε βγάλει Βασιλική. Δεν το πολυπαίδεψε, το πρώτο που του ’ρθε ήταν. Είχε μια δασκάλα που την έλεγαν Βασιλική , το λίγο που πρόκαμε να πάει σχολείο. Μα ήθελε να έχει κάπως να τη σκέφτεται, κάπως να την έχει στο κεφάλι του, γιατί αυτά που δεν έχεις όνομα να τους δώσεις τα ξεχνάς και σου ξεγλιστράνε σαν να΄ναι λιθάρια στρογγυλά χωρίς πιασίματα.», κι είναι αυτό το απόσπασμα τόσο διαφωτιστικό για τις προθέσεις του συγγραφέα μέσω του ήρωά του. Να παλέψουμε με όποιο τρόπο μπορούμε τη δικτατορία της ομοιομορφίας, την απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, την αντιμετώπισης των ανθρώπων ως αναλώσιμα μιας κερδοσκοπικής μηχανής. Η διαφορετικότητα, το όνομα, η ταυτότητα είναι αυτά που πρέπει πάση θυσία να διαφυλάξουμε. Το φως που αντανακλάται από τα μάτια των άλλων.

Κι ερχόμαστε στο πιο τρυφερό διήγημα της συλλογής που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Μέσα από ποιητικές εικόνες σε παραμυθητική ατμόσφαιρα, ο συγγραφέας δανείζεται αρχετυπικά σύμβολα και αλληγορίες για να μας μιλήσει για το πιο απλό, το πιο δυσεύρετο, το πιο όμορφο συναίσθημα, αυτό της αληθινής αγάπης. Δεν θα μπορούσε να σταθεί σε συνθήκες αυτής της γης γι’ αυτό, όπως συμβαίνει αιώνες τώρα, αναζητά τον μύθο: «Γι’ αυτό άνοιξα ετούτη τη μάντρα. Για να ’ρχεται ο κόσμος και να μου ζητάει περίεργα πράγματα και να μου λέει ωραίες ιστορίες. Αν η ιστορία σου μ’ αρέσει θα σου φτιάξω ό,τι μου ζητήσεις» και στο συγκεκριμένο ζευγάρι φτιάχνει έναν πύραυλο από φτενά υλικά για να πάνε στο φεγγάρι. Κι είναι αυτό το ταξίδι τους τόσο συγκλονιστικό, που ο αναγνώστης πλέει μαζί τους στο «βελούδινο μαύρο, με τα λαμπερά δάκρυα των αστεριών να φωτίζουν τα πρόσωπά τους κι η Γη πίσω τους μίκραινε, πράσινη και συννεφιασμένη και γαλάζια, και κοιτάχτηκαν και, χωρίς ανοίξουν το στόμα τους , είπαν, Αυτό σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος.»… «Όταν άνοιξε τα μάτια του ξανά, ο τόπος είχε γεμίσει με γιγάντια, σοφά πλάσματα που αρμένιζαν γαλήνια στον σκονισμένο ωκεανό, στέλνοντας το χρυσό και λευκό και ασημένιο φως τους στη σκοτεινή πλευρά της Γης. Μιλούσαν με φωνές παράξενες, υπόκωφες, αλλόκοτες και κοιτούσαν τους ταξιδιώτες με γέρικα μάτια λες και τους περίμεναν από πάντα, κι ύστερα έστρεφαν το βλέμμα τους στη Γη για ν’ αναρωτηθούν τι θα κάνουν μ’ εμάς.»

Στα οχτώ διηγήματα της συλλογής το παρόν και το παρελθόν συγχέονται, η μουσική παίζεται από μόνη της, κανείς δεν διαβάζει βιβλία καθώς οι ήρωες απορημένοι και μπερδεμένοι δεν ζουν πραγματικά παρά μόνο επιβιώνουν. Είναι έρμαια της ιστορίας, είναι τα τέκνα που οι αμαρτίες του προγόνων τους έχουν πέσει πάνω τους, σκλαβωμένοι σε κάθε είδους εξουσία. Παρ’ όλα αυτά αν διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, αν σκύψεις πάνω στις λέξεις-κλειδιά και στα σύμβολα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, θα ανακαλύψεις –κι είναι τόσο παρηγορητικό αυτό– πως οι χειρονομίες, τα νεύματα, οι κινήσεις των ηρώων εκφράζουν την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να περισώσουν κάτι απ’ την ανθρωπιά που τους λεηλάτησαν. Αυτό γίνεται μόνο με την αγάπη και την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους, όπως ο ήρωας Γκανούς που λυτρώνεται μέσα από την επαφή του με τα παιδιά.

Στο τελευταίο διήγημα με τον τίτλο «Ο ύπνος του Ιορδά» η αφηγήτρια μάς μεταφέρει στο μοντέλο της ναζιστικής εποχής, όπου κυριαρχούν η βία η παράνοια, η διαφθορά, η έλλειψη συναισθημάτων. Δεν είναι και τόσο μακρινό αν αναλογιστούμε τα εγκλήματα της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, την τρομοκρατία, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα που χτίζονται πάνω στον φόβο των πολιτών και τα στυγνά και απάνθρωπα εγκλήματα πολέμου που βλέπουμε και σήμερα στον πόλεμο της Ουκρανίας. Σε αυτή τη φρίκη μόνον η αλληλεγγύη, η ανθρώπινη επαφή και το άγγιγμα μπορούν να σε σώσουν πριν παραδοθείς στον προδιαγραμμένο αφανισμό.

Είτε σαν ανάγκη διαμαρτυρίας για το δυσοίωνο μέλλον –που τώρα έχει γίνει το παρόν μας– είτε σαν ανάγκη να ξορκίσει την αναπόφευκτη συντριβή του κόσμου όπως τον ξέραμε μερικές δεκαετίες πριν, ο συγγραφέας που γράφει δυστοπική λογοτεχνία έχει μια μικρή ελπίδα μέσα του πως θα αφυπνίσει, θα προβληματίσει και θα θέσει προβληματισμούς στο παλιό μεγάλο ερώτημα για τη θέση του ανθρώπου στον πλανήτη. Ο συγγραφέας που σκύβει με σεβασμό σε αυτό το είδος λογοτεχνίας δεν είναι ένας πεσιμιστής που θέλει να εκφοβίσει τους αναγνώστες. Το αντίθετο θα έλεγα πως συμβαίνει, καθώς μια τέτοια απόπειρα απαιτεί βαθιά γνώση της ιστορίας της ανθρωπότητας που βρίθει από πολέμους, καταστροφές, δικτατορίες και περιόδους σκοταδισμού. Ανάμεσα σ’ αυτές τις σκιές ο καλλιτέχνης αναζητά το φως, όπως κάνει με τη γραφή του ο Ηφαιστίωv Χριστόπουλος σε αυτή τη συλλογή.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη