Ουρανία Ε. Κουνάγια, Δώρα με αναστολή, Κίχλη, Αθήνα 2021.
Η νέα ποιητική συλλογή της Ουρανίας Κουνάγια, Δώρα με αναστολή, διαμορφώνει και προσανατολίζει, ευθύς εξ αρχής, τις προσδοκίες του αναγνώστη προς την κατεύθυνση της ματαίωσης, της εναγώνιας αναμονής και ενός ξεγελάσματος που θέτει τον άνθρωπο σε μια παθητική κατάσταση προσμονής, παρόμοιας με αυτήν που βιώνουν οι ήρωες του Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό ή οι συναθροισμένοι στην αγορά του Καβάφη που περιμένουν τους Βαρβάρους, από το γνωστό ομώνυμο ποίημα του Αλεξανδρινού. Πράγματι, από μια πρώτη ανάγνωση των ποιημάτων μπορεί κανείς να αντιληφθεί αυτήν την «καθήλωση» της ποιήτριας σε μια συνθήκη, όμως, ενεργούς αναμονής, σε μια συνθήκη απολογισμού και απολογίας για αυτό που συνιστά το σύνολο φάσμα του ανθρώπινου βίου, στη συνθήκη της ποίησης και της δημιουργίας. Η ιδιαιτερότητα και η ιδιοτυπία της συγκεκριμένης συλλογής έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι ενώ η ποιήτρια εστιάζει και αφορμάται από τα κλασσικά και αγαπημένα στην τέχνη του λόγου θέματα – ο έρωτας, ο θάνατος, η μοναξιά, ο χρόνος – αυτά δεν προβάλλουν ποτέ κατά τρόπο ευθύβολο και ευθύ, αλλά πάντα υπαινικτικά, υπόγεια, σχεδόν κρυπτικά. Έτσι διαμορφώνεται ένα άκρως ενδιαφέρον «χάσμα» ανάμεσα σε αυτό που λέγεται και σε αυτό που εννοείται, ένα «χάσμα» το οποίο συνιστά ακριβώς την ουσία του ποιητικού λόγου, αυτό που η ποίηση πρέπει –και όχι αυτό που μπορεί– να είναι. Πρόκειται, βασικά, για την απόσταση που θα πρέπει να διανύσει ο αναγνώστης προς τον πυρήνα του ποιήματος σε μια πορεία που θα τον κάνει πλουσιότερο στη σκέψη, τη φαντασία, τον λογισμό και τον λόγο. Η Κουνάγια τεχνουργεί με άκρα επιδεξιότητα την απόσταση αυτή διατηρώντας την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην έλξη που ασκεί ο ποιητικός της λόγος και την πρόκληση που αυτός δημιουργεί στον αποδέκτη για την αποκρυπτογράφησή του.
Στα ποιήματα της συλλογής, ελευθερόστιχα στο σύνολό τους, κυριαρχεί το απόλυτα καταλυτικό συναίσθημα του πόνου για όσα οριστικά παρήλθαν, είτε πρόκειται για τον χρόνο είτε για τα πρόσωπα. Το συναίσθημα αυτό καταλήγει να ταυτίζεται με τη μνήμη, έτσι που αυτή να προβάλλει ως πόνος και λυγμός χωρίς ποτέ, όμως, να σαρκώνεται, να εκπίπτει δηλαδή σε γλυκερούς, ανούσιους αναστοχασμούς και νοσταλγίες. Κι αυτό γιατί η ποιήτρια κατορθώνει να ισορροπήσει με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα στην ψυχοσυναισθηματική της συνθήκη και στην ψυχραιμία που απαιτεί η συγγραφή του ποιήματος προκειμένου αυτό να μπορέσει να ξεφύγει από το προσωπικό και να σταθεί στο αντιπροσωπευτικό, το ενδεικτικό, το παραδειγματικό. Έτσι, η ευαισθησία που αναμφισβήτητα κινεί την ποιητική δημιουργία μετουσιώνεται σε συν-αισθησία, σε ένα άνοιγμα δηλαδή του ορίζοντα της ποιήτριας απέναντι σε ό,τι εκείνη αντιλαμβάνεται ως συμμέτοχο στα βιώματα, τις εμπειρίες και τις διαθέσεις της: Φορτώσαμε τα πακέτα της μνήμης και φύγαμε./ Τα χελιδόνια πετούσαν γύρω από τη φωλιά./ – Πόσο κρατάει άραγε/ η θλίψη των πουλιών; («Αντιπαροχή»)
Η δύναμη της μνήμης, όμως, δεν αποδεικνύεται μόνο από το γεγονός ότι μπορεί αυτή να μετουσιωθεί σε αίσθημα, αλλά και από τη δυναμική της να αποτελεί σημείο αναφοράς όλης της ύπαρξης, αφετηρία του πριν και του μετά, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα στην αντίληψη, μέσα στη συνείδηση του ποιητικού υποκειμένου. Έχει κανείς την αίσθηση ότι η Κουνάγια εναποθέτει στην ανάμνηση το δύσκολο έργο της αναμέτρησης με τον χρόνο, αλλά και με την ίδια την ύπαρξη, με τον τρόπο που αυτή υπάρχει μέσα από την αντίφασή της, μέσα από την αντιφατική ανθρώπινη υπόσταση, ως βαρύνουσα, δηλαδή, παρουσία, και ως προσέγγιση της μηδαμινότητας και της ανυπαρξίας: Κόκκος σκόνης στο σύμπαν/ Και ούτε./ Βλεφάρισμα χρόνου αμέτοχο/ Υπάρχω/ ο κόκκος της σκόνης./ Πασχίζω/ να αποτυπώσω το πέρασμα, ο αλαζών/ Εγώ/ ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων. («Επί πτερύγων ανέμων») Η ποιήτρια επανέρχεται συχνά στο θέμα αυτό, το δίπολο της παρουσίας – απουσίας όπως αυτές συνυπάρχουν στο ανθρώπινο πρόσωπο για να επιβεβαιώσουν την τραγική του μοίρα, την ψευδαίσθηση της ύπαρξης όπως αυτή ενυπάρχει μέσα στη βεβαιότητα της ανυπαρξίας. Από αυτήν ακριβώς την ενατένιση των ανθρωπίνων προκύπτει και εξηγείται η συμβουλευτική, ενίοτε, χροιά του λόγου της ποιήτριας που επικεντρώνεται στην (επ)αναφορά του αρχαιοελληνικού σχήματος της ύβρεως, της αποφυγής δηλαδή της αλαζονείας και της υπέρβασης του μέτρου που οδηγεί, με απόλυτη ακρίβεια, στην πτώση και την καταστροφή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό προβάλλει, άλλοτε υπαινικτικά, άλλοτε περισσότερο ξεκάθαρα, η διάθεση της ποιήτριας να μιλήσει για τις συνέπειες αυτής της αλαζονείας με το βλέμμα στραμμένο στα θύματα και όχι στους θύτες, όπως ίσως συνηθίζεται περισσότερο. Πρόκειται για τις αδικίες που συναθροίζονται και συναποτελούν τη μεγάλη αδικία απέναντι στην ανθρώπινη φύση η οποία εκκινεί από το μίσος και εκφράζεται ως πόλεμος, προσφυγιά και θάνατος: Στα μεγάλα τραπέζια/ άνθρωποι μικροί με γκρίζα κουστούμια/ αποφασίζουν:// Η μικρή Γιαγμούρ θα παίξει τόπι/ μόνον στους ουρανούς. («Γιαγμούρ – Αιλάν»)
Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς μετά την ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής είναι ίδια με την αίσθηση που αποκομίζει ένας περιηγητής έπειτα από την επίσκεψή του σε μια χώρα την οποία διατρέχει από άκρη σε άκρη. Είναι η αίσθηση της ποικιλίας. Η Κουνάγια, με άλλα λόγια, έχει τεχνουργήσει ένα ψηφιδωτό με καθένα από τα ποιήματα–ψηφίδες να διατηρεί την αυτονομία, την αυθυπαρξία και την αυταξία του, να διαφέρει από τα υπόλοιπα χωρίς όμως να «σπάει» ή να διαρρηγνύει την αρμονία του συνόλου, χωρίς να υπονομεύει την εντύπωση που το ψηφιδωτό αυτό δημιουργεί ακόμα κι αν δεν αποδίδει ένα συγκεκριμένο σχέδιο, με αυστηρά και σαφή τα περιγράμματά του. Πρόκειται ακριβώς για την υπακοή και την υπαγωγή της ποιητικής παραγωγής στο αίτημα της πραγματοποίησης, με κάθε ποίημα, ενός βήματος προς μια διαφορετική κατεύθυνση, της προσθήκης μιας νέας προοπτικής και ενός νέου ορίζοντα που δεν είναι πάντοτε κοινός, αλλά μπορεί να διαφέρει και να διαφοροποιείται από τον προηγούμενο και τον επόμενο. Χαρακτηριστική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η χρήση όλων των γραμματικών προσώπων από την ποιήτρια, έτσι που το εγώ, το εσύ, το αυτός και οι αντίστοιχοι πληθυντικοί να συνυφαίνονται σε ένα ενιαίο όλον με σαφείς τις διαχωριστικές γραμμές οι οποίες παραμένουν όμως πάντα νοητές, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο βαρύνουσες.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Clifford Rowe. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]