Σημειώσεις ενός περαστικού
Αθηνά Βογιατζόγλου, Πορτρέτα, Κέδρος, Αθήνα 2021.
Παρασκευή πρωί, 21 Ιανουαρίου 2022
Τα Πορτρέτα της αγαπημένης μου ανεψιάς Αθηνάς Βογιατζόγλου αποθέτουν σιωπηλά μπροστά μου όσα σημάδεψαν τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Να ξεπεράσω τα πρόσωπα. Παραμερίζοντας τη συγγένεια να τρέξω πίσω στον χρόνο μαζί της. Και να σταθώ αμέτοχος κριτής. Νηφάλιος, πράος απέναντι στην προσέγγιση ενός κοινού παρελθόντος. Ξεκινώντας με την άμεση εντύπωση ενός πεσμένου φύλλου. Η διαπίστωση: «Σε μία μέρα μέσα / έφτασε / το πρώτο μου φθινόπωρο» («Το φύλλο», σ. 11). Στη μνήμη ο Ησαΐας: «πάσα σαρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως άνθος χόρτου· εξηράνθη ο χόρτος, και το άνθος αυτού εξέπεσε». Στη μνήμη ο ψαλμωδός προφητάνακτας: «άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού». Η ματαιότητα μέσα στα πράγματα. Οι συμβολισμοί πανάρχαιοι. Το πέρασμα ενός ανθρώπου. Τα ερωτήματα που θα μένουν αναπάντητα για μας, τους ανθρώπους της άγνοιας: τότε, γιατί; γιατί οι αναρίθμητοι βίοι των ανθρώπων; τελικά, τι είναι η ζωή; πώς και γιατί περνάει ο βίος μας μέσα από το μέγα, το ανεξήγητο μυστήριο της ζωής; Όλα ετούτα και άλλα πολλά από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής της Αθηνάς, που με βαθιά ευαισθησία, λεπταίσθητη μνήμη, οξύτατη ερευνητική ματιά ξεδιπλώνει μποστά μας σε αυτό το νέο της ποιητικό βιβλίο. Άνθρωποι που αγάπησε, άνθρωποι που σημάδεψαν για πάντα τον προσωπικό της βίο, ο πατέρας, η μητέρα, η γιαγιά, ο παππούς, τόσοι και τόσοι. Όλοι κάτω από μια καθαρή πλέον ματιά, σύμβολα που ανάγονται σε μια καθολική θέαση, απαλλαγμένα από φτηνές αισθηματολογίες, μέσα από φράσεις κοφτές, σκληρές, με μια γλώσσα λιτή, που κατορθώνει αβίαστα ν’ αντλήσει το ποιητικό άρωμα των προσώπων μέσα από εικόνες, αναμνήσεις, γεγονότα, σκηνές, βιώματα παιδικά, νεανικά, και να τα παραδώσει στον αναγνώστη όχι μονάχα για αισθητική ευφροσύνη αλλά και για μιαν απροκατάληπτη επανεξέταση των ανθρώπων που όρισαν τον δικό της βίο, τον προσωπικό.
Παρασκευή βράδυ
Επιμένει ο νους να γυρίζει πάλι και πάλι στην ενότητα «Πτώση». Τι ακριβώς πέφτει; πέφτει ένα φύλλο; πέφτουν οι ζωες μας; «σκιάς όναρ» ο άνθρωπος λοιπόν; ποιος μας έστησε στο παιχνίδι, θεατές και υποκριτές ταυτόχρονα; σ’ ένα δράμα που δεν επιλέξαμε;
Σάββατο πρωί
Πάλι στο πρώτο ποίημα των Πορτρέτων. Ξανά και ξανά. Αλήθεια, πώς πέφτει «βαρύ» επάνω μας ένα φύλλο; από τι εξαρτάται το «βάρος» των πραγμάτων; πόσο η δική μας (προ)διάθεση καθορίζει την αποδοχή των αιφνιδιασμών κάθε στιγμής της δημιουργίας; και ύστερα: τι επιχειρεί να μας πει η ποιήτρια με το ποίημα «Ο αχινός» στην επόμενη σελίδα; θαυμάζει στ’ αλήθεια έναν θάνατο που αιφνιδιάζει τη ζωή μας πριν να γεράσουμε; («και πεθαίνεις χωρίς ποτέ να γεράσεις», γράφει)· ή μήπως αρνείται την οδύνη των γηρατειών, επιχειρώντας να κρυφτεί στη «δική της αρματωσιά»; Το ποίημα καταλήγει:
Μαζί κρυβόμαστε, καθένας πίσω
απ’ τη δική του αρματωσιά.
Καιροφυλακτούμε στα ρηχά.
Εσύ τον αστερία φοβάσαι κι εγώ
τα πεφταστέρια.
Ποια είναι, τελικά, η αρματωσιά μας; οι ελπίδες μας, τα όνειρά μας, οι προσδοκίες, οι – δήθεν – επιτυχίες (ή και ήττες) που σημάδεψαν την οδυνηρή, έτσι κι αλλιώς διαδρομή μας στον κόσμο; όλ’ αυτά θαρρώ θέλει να μας θυμίσει στα ποιήματα αυτού του βιβλίου η Αθηνά Βογιατζόγλου.
Αλλά και άλλα πολλά. Ξανακοιτάζω τα «Στολίδια» (σ. 15), ας πούμε. Πώς μια γυναίκα (η μητέρα της ποιήτριας, μάλλον) ανάγεται σ’ ένα γνώριμο σύμβολο θηλυκού που πασχίζει να κρατηθεί απ’ ό,τι αντέχει στη φθορά του χρόνου, ξεχωρίζοντας την ομορφιά του σώματος από την άλλη τη βαθύτερη, τη μυστική, που αγγίζει την ίδια την αιωνιότητα. Που σε κάνει να είσαι ωραίος μέσα σου. Εκπληκτικά καίριος ο στίχος ο τελευταίος, που συνοψίζει μια ολόκληρη κοσμοθεωρία: «όμορφη μετά την ομορφιά»… Στη μνήμη μου άθελα η προσευχή του Σωκράτη: «Ω φίλε Παν τε και οι άλλοι τηδε θεοί, δοίητέ μοι καλόν γενέσθαι τάνδοθεν»…
Σάββατο μεσημέρι
Ο πατέρας, στο ποίημα «Ο επιχειρηματίας» (σ.16). Γυμνός από κάθε ιδιότητα, σχέδια, συμπεριφορά, επιδιώξεις. Ό,τι απομένει μετά τη φυγή στον αιώνιο κόσμο της σιωπής: «Το βλέμμα του σε όλες τις φωτογραφίες διαφεύγει / προς βάθος άγνωστο». Ύστερα, στην επόμενη σελίδα, το «Νεογέννητο». Η εγκυμοσύνη, ο τοκετός, το νέο πλάσμα. Η απομυθοποίηση. Καλύτερα: η προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Πεζά και τετριμμένα, που όμως δεν κατορθώνουν να σκεπάσουν το μέγα θαύμα της ζωής:
Κραταιό τέκνο τύχης ευνοϊκής,
ήρθες για να βεβαιώσεις το θαύμα σου·
να μας θυμίζεις κάθε μέρα απ’ την αρχή
πως η ζωή έχει όπλα ανυπολόγιστα.
Δευτέρα βράδυ
Εκπληκτικές παρομοιώσεις. Καίριοι συμβολισμοί. Το ποιητικό οπλοστάσιο της Αθηνάς. Η γλωσσική της πλημμυρίδα. Το βλέμμα που ερευνά, κρίνει, συγκρίνει και παραλληλίζει. Εξαίρετο εύρημα οι χελώνες στο ομώνυμο ποίημα· που «έφυγαν χωρίς να κοιτάξουν πίσω, / ακολουθώντας τη διαδρομή / προς τη σοφία» (σ. 25). Πού μας οδηγεί η ποιήτρια; σε ποιο δρόμο κατανόησης; σε ποιαν απόφαση; και με τι μέσα; Ίσως μια προσεκτική ματιά δεν θα δυσκολευόταν να διακρίνει την ανάγκη παραίτησης μιας συμβατικής ζωής, την απέκδυση από τις αυταπάτες, τις οχυρώσεις μας από κάποιες – δήθεν – κατακτήσεις ή προσδιορισμούς που κατοχυρώνουν μια «πλασματική» προσωπικότητα, μια – και πάλι δήθεν – σπουδαιοφάνεια. Αυτό δεν επιχειρεί να ειρωνευτεί – η μάλλον να χλευάσει – με το σπαραξικάρδιο ποίημα «Η υπογραφή» (σ. 26 );
Όταν ανανεώνει τα χαρτιά Απορίας, Γιώργοσ υπογράφει
με κατακάθαρα γράμματα.
Στέρεο το Γ, σαν παιδιού κρεμάλα,
το υπόλοιπο όνομα στεγάζει.
Του σ η γραμμούλα ελεύθερα τραβάει προς τα δεξιά.
Για σίγμα τελικό ούτε λόγος
και το επώνυμο δεν του περνάει απ’ το μυαλό – εξάλλου
πληγές θα θύμιζε,
γονιών αμαρτίες.
Γιώργο τον ξέρουν στη γειτονιά
κι όλους με το μικρό τούς χαιρετάει·
δεξιά κι αριστερά νεύει,
σαν σε χωριό.
Όσοι τρυφερά ανταποδίδουν
έχουν κι από ένα σ που όλο ξετυλίγεται.
Όσοι τον κοροϊδεύουν κρύβονται
πίσω απ’ το επώνυμό τους.
Τετάρτη βράδυ
Πόσο μου άρεσε ο χαρακτηρισμός για την «αλαζονεια της αφθαρσιας των οστών» (σ. 36) στο ποίημα για τον Vincent Van Gogh! Το ένιωσα σαν το προμήνυμα για συνθέσεις ευρύτερες που (μάλλον) θ’ ακολουθήσουν τα Πορτρέτα.
Το ίδιο βράδυ
Αργά, δεν έχω ύπνο. Ξαναγυριζω στο ποίημα «Το ζευγάρι» (σ. 56)· ένα ποίημα μεγάλης δύναμης:
Μπήκαν στο καφέ
σε αργή κίνηση.
Τα βελούδινα καθίσματα τους έντυσαν
με εύθραυστη σιγουριά.
Εκείνη με μια ευγένεια στις ρυτίδες του μετώπου,
εκείνος αποκαμωμένος από μόχθο άγνωστο.
Όταν έφτασε το τσάι τους ζωήρεψαν.
Ανακάτεψαν τη ζάχαρη λες κι αναμόχλευαν
τρυφερές αναμνήσεις.
Ακούγονταν τα κάλαντα,
ο πολυέλαιος τους έραινε με φως.
Γίνονταν όλο και πιο διάφανοι,
όλο και πιο ανάλαφροι απ’ του χρόνου το βάρος.
Δυο σχήματα ζωής που βάδισαν
πολύ καιρό μαζί
κι έφτιαξαν μια αρμονία μαγνητική,
κάνοντας και τους πιο απρόσεκτους
να σταθούν.
Αλήθεια, έχω πάντα μέσα μου την έφεση να κατατάσσω, να κλιμακώνω, να αξιολογώ. Θυμάμαι πάλι τις «Χελώνες». Θυμάμαι το ποίημα για τον Van Gogh. Θυμαμαι τον «Κοχλία». Ποιο να βάλω πρώτο; Δεν μπορω να διαλέξω. Μια τόσο ισόρροπη κατανομή ποιητικών αξιών, τόσο αρμονική σύζευξη ποιητικών και στιχουργικών ευρημάτων, ένας τέτοιος πλούτος ιδεών που, όμως, κατορθώνει να προσαρμοστεί στους αυστηρούς κανόνες της αισθητικής που απαιτούνται για το ποιητικό εγχείρημα είναι, στ’ αλήθεια, σπάνια συγκυρία. Πώς τόσο – φαινομενικά – απλές περιγραφές προσώπων, καταστάσεων, ιδεών, φιλοσοφικών αναζητήσεων μπορούν να στοιχειοθετούν ποιητικές εικόνες; είναι ο στέρεος ειρμός της αρμονίας σύζευξης των (λογο)τεχνικών επί μέρους μορίων; η μαστορική παράθεση των εικονοπλαστικών στοιχείων; οι αστραπές των εικόνων που η Αθηνά Βογιατζόγλου ιχνογραφεί μονάχα με τα περιγράμματά τους; ειναι μήπως οι φιγούρες των ανθρώπων που «σαν ίσκιοι σκιών» περνάνε μπροστά μας σε μια σιωπηρή παρέλαση, έμφορτοι με το αίνιγμα της ζωής, καθένας με την ιστορία του, καθένας με τον φλύαρο συμβολισμό του; είναι μορφές, πορτρέτα που καταδύονται στην άβυσσο μιας ανονείρευτης πραγματικότητας; ή μήπως εκείνο που αδυνατούμε να εξηγήσουμε και που με τρόπο μυστηριακό αίρει τον λόγο σε ποίηση; Ποιος μπορεί να δώσει μια απάντηση στο γιατί, πότε, πώς χάσαμε την πατρίδα μας, τα παιδικά μας χρόνια την πάναγνη αθωοτητά τους, έτσι που να νοσταλγούμε «μια σανίδα από την πόρτα την παλιά» για να επιζήσουμε στις τρικυμίες της ζωής, όπως διαβάζουμε στο έξοχο ποίημα «Η πόρτα»; Το παραθέτω:
Ήταν από πράσινο ξύλο πλανισμένο.
Με τον αντίχειρα πατούσα το έλασμα, ο σύρτης σηκωνόταν
κι έμπαινα.
Η γιαγιά διάβαζε τον Καζαμία.
Ο παππούς τραγουδούσε αμανέδες
πιάνοντας τούρκικους σταθμούς.
Εδώ άκουσα ιστορίες για χρόνια μακρινά
κι αθώους καβγάδες·
ήπια από ξέχειλα λαγήνια, έκοψα φλωμάρι·
είδα από το μπαλκόνι να χλωμιάζει το νησί
στο τέλειωμα του Αυγούστου·
ποτίστηκα σαν ηλιοτρόπιο κι ετοιμάστηκα
για της Αθήνας τις μάχες.
Τώρα παράθυρα και πόρτες είναι μπλε·
το αλουμίνιο εγγυάται αντοχή στον χρόνο,
όμως όλοι έχουν πεθάνει.
Και τι δε θα ‘δινα για μια σανίδα
από την πόρτα την παλιά.
Γερά πιασμένη επάνω της,
στις τρικυμίες θα επιζούσα.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου επιχειρεί μιαν απεικόνιση της διαδρομής του βίου της μέσα από τα πρόσωπα που χάραξαν και σημάδεψαν αυτή την πορεία. Και, θαρρώ, το κατορθώνει μ’ ένα τρόπο εξαιρετικά καίριο ποιητικά, κερδίζοντας επάξια μια θέση στο ποιητικό πάνθεο του καιρού μας.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: George S. Zimbel. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]