frear
Wassily Kandinsky

Η φυσαρμόνικα – της Γιούλης Χρονοπούλου

Στον Νίκο Κ.

Όταν μπήκα στο σπίτι, την είδα να κρατά στα χέρια τη φυσαρμόνικα και να κλαίει. Η σκηνή ήταν θλιβερή, κι όμως χάρηκα κάπως, αφού την ίδια ώρα ήταν μια ένδειξη ζωής κι επικοινωνίας. Εδώ και δυο χρόνια η μητέρα δεν είχε πια επαφή με τον κόσμο. Βρισκόταν ανήμπορη στα χέρια της άνοιας, της άγνοιας. Είχε ξεχάσει πρόσωπα και πράγματα, είχε λησμονήσει ονόματα και έννοιες, αδυνατούσε να εκτελέσει τις βασικές, ενστικτώδεις κινήσεις. Ήταν οδυνηρό για όλους. Όμως εκείνη τη μέρα φαινόταν να έχει συντελεστεί μια αλλαγή. Φαινόταν να υπάρχει μια επαφή, μια συναισθηματική σύνδεση μ’ αυτό το αντικείμενο. Κι η αλήθεια είναι πως η φυσαρμόνικα δεν ήταν ένα απλό αντικείμενο στο σπίτι. Ήταν το αγαπημένο μουσικό όργανο του πατέρα, ήταν η καταφυγή του, η έκφρασή του. Έπαιζε περίφημα. Είχε, άλλωστε, εμφανές και πηγαίο μουσικό ταλέντο.

Ο τρόπος, μάλιστα, που ανακάλυψε αυτό το ταλέντο ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτος και  συνδεμένος, κατά μία έννοια, με την ιστορία του τόπου. Από το Ληξούρι της Κεφαλονιάς ο πατέρας, ήταν παιδί στα χρόνια του πολέμου, στην Ιταλική και κατόπιν στη Γερμανική κατοχή του νησιού, που επιβλήθηκε μετά τη σφαγή της ιταλικής μεραρχίας Άκουι, με ένα από τα φυλάκια να εδρεύει κοντά στο σπίτι του. Μια μέρα, πριν ακόμα γίνει 10 χρονών, καθώς γύριζε στο σπίτι με τον γαϊδαράκο της οικογένειας, βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν Γερμανό στρατιώτη, που τον πλησίασε με σκοπό να επιτάξει τον γάιδαρο για μεταφορές πολεμοφοδίων κάπου 8 χιλιόμετρα μακριά. Αποφάσισε να πάρει και το παιδί μαζί του για τα 2-3 δρομολόγια πηγαινέλα, χωρίς να ειδοποιηθούν οι γονείς. Αυτό ακολουθούσε με αγωνία και φόβο. Δάκρυα βουβά, ρουθουνίσματα παράπονου στην αρχή, κλάματα και λυγμοί στο τέλος. «Φερφλούχτ» (καταραμένε), του φώναζε ο Γερμανός, μια λέξη που δεν ξέχασε ποτέ, κι έκλαιγε όλο και πιο γοερά.

Τότε ο στρατιώτης, για να ηρεμήσει το παιδί, για να το κάνει να σταματήσει το ενοχλητικό κλάμα, του έδωσε μια φυσαρμόνικα που είχε μαζί του. Το παιδί την πήρε, την απόθεσε στο στόμα και στη στιγμή άρχισε να παίζει μελωδικά. Ήταν μια συνταρακτική σκηνή και για τους δύο. Το παιδί αντιλήφθηκε αίφνης ότι μπορούσε να παίζει ένα μουσικό όργανο και μάλιστα χωρίς εκπαίδευση, χωρίς καθοδήγηση. Σα να ανακάλυψε τον εαυτό του. Ο στρατιώτης έμεινε άφωνος μπροστά σ’ αυτή την ανταπόκριση και σα να μαλάκωσε η εχθρική του διάθεση. Στο τέλος, του τη δώρισε, σε μια κίνηση απρόσμενης θυσίας.

Η φυσαρμόνικα έγινε σύμβολο στο σπίτι μας. Ο πατέρας με κάθε ευκαιρία έπαιζε, αν και λάτρευε όλα τα όργανα κι είχε την ευχέρεια να παίξει καθετί. Έπαιζε πνευστά στις φιλαρμονικές, κιθάρα στις καντάδες. Ήταν και σπουδαίος βαρύτονος, μοναδική φωνή, θα μπορούσε να κάνει μεγάλη καριέρα ως επαγγελματίας, αλλά έμεινε ερασιτέχνης, μολονότι ήταν περιζήτητος και τραγουδούσε συστηματικά σε εκδηλώσεις, γιορτές και σε κάθε προσφερόμενη περίσταση. Και, όπως ήταν φυσικό, η μουσική πλημμύριζε σταθερά το σπίτι μας, που αντηχούσε από κάθε είδους μελωδίες, από την κλασική μέχρι τη δημοτική μουσική, από τις επτανησιακές καντάδες μέχρι τα λαϊκά τραγούδια. Κάθε δραστηριότητα συνοδευόταν από μουσική.

Πολλά του καταλόγιζα του πατέρα, κυρίως όμως που δεν μου έκανε το χατίρι να μάθω πιάνο, όπως βαθιά επιθυμούσα. Μου φαινόταν, μάλιστα, παράξενο που αυτή η διαφωνία προέκυψε γύρω από τη δική του αγάπη, τη μουσική. Επέμενε να πάω στη φιλαρμονική, να ασχοληθώ με πνευστά που δεν ήθελα, να ανεχτώ το κλαρίνο που δεν μου άρεσε και το οποίο απαρνήθηκα βίαια κι έτσι να μείνω χωρίς μουσική εκπαίδευση. Δεν του το συγχώρησα ποτέ. Μου έμεινε ένα παντοτινό απωθημένο. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν βρέθηκα διορισμένος δάσκαλος σε ελληνικό σχολείο στη Γερμανία, σκέφτηκα να του κάνω ένα συμβολικό δώρο. Να του αγοράσω μια φυσαρμόνικα Hohner, που ήταν η μάρκα της ιστορικής πρώτης φυσαρμόνικας. Θες γιατί είχαν απαλυνθεί μέσα μου οι οξύτητες και είχε έρθει η εποχή της συγχώρεσης, θες γιατί ένιωθα κι εγώ κάποια ενοχή για τα σκληρά μου αισθήματα, κάτι με ώθησε να το κάνω.

Στις πρώτες διακοπές τού την έδωσα. Μόλις την πήρε στα χέρια του, δάκρυσε αυτοστιγμεί. Έβαλε τα κλάματα σα μικρό παιδί. Έβαλε τα κλάματα σαν τότε. Δεν ξέρω αν ήταν οι τύψεις για τη δική του στάση, δεν ξέρω αν ήταν η ανακούφιση για τα δικά μου αισθήματα, δεν ξέρω αν ήταν απλώς οι αναμνήσεις. Φάνηκε πάντως να τον πλημμυρίζουν κύματα συγκίνησης, σα να αναδύθηκε όλη η παιδική του ηλικία, ίσως και όλη η ζωή του. Ομολογώ ότι συγκίνηση κατέκλυσε κι εμένα. Ήταν ίσως για πρώτη φορά που ένιωθα μια καταλαγή μέσα μου, που αισθάνθηκα να τον συγχωρώ. Ουδέποτε ξαναμιλήσαμε γι’ αυτό. Όλα συντελέστηκαν βουβά. Η αμοιβαία συγχώρεση, η συμφιλίωση, η περάτωση μιας κατάστασης που έμοιαζε να εκκρεμεί για καιρό. Η ιστορία με τη φυσαρμόνικα δεν επανήλθε στις αφηγήσεις. Μάλλον δεν χρειαζόταν πια. Μετατράπηκε, όμως, σε ένα άλλο ένα σύμβολο, αυτή τη φορά ανάμεσα σε πατέρα και γιο.

Η μάνα πέθανε δυο μέρες μετά τη σκηνή με τη φυσαρμόνικα. Επί δυο μέρες αναζητούσε τον πατέρα, κρατώντας την σφιχτά στη χούφτα. «Πού είναι ο μπαμπάς;», ρωτούσε διαρκώς, όταν σ’ αυτές τις ώρες της αναλαμπής γνώριζε κι εμένα. «Μα, ο μπαμπάς έχει πεθάνει. Δεν το θυμάσαι; Πήγαμε στην κηδεία.», αλλά εκείνη επέμενε «Πού είναι ο μπαμπάς; Γιατί δεν έρχεται;», «Μάνα, είπαμε, έχει πεθάνει». Ώσπου στο τέλος είπε «Εντάξει, το κατάλαβα. Έχει πεθάνει. Όμως γιατί δεν έρχεται; Δεν έχουμε χωρίσει κιόλας». Αυτή η αίσθηση ότι ο χωρισμός είναι ανώτερος του θανάτου, πιο επώδυνος, πιο βασανιστικός, πιο αξεπέραστος, μαρτυρούσε την απόλυτη, την αιώνια σύνδεσή τους, αυτή τη φορά μέσα από το άγγιγμα ενός μουσικού οργάνου.

Στην κηδεία της παίξαμε φυσαρμόνικα. Ήταν σα να έπαιζε ο πατέρας. Ήταν σα να τη συνόδευε με την αγάπη του. Σα να ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά της.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη