Η μόνη που αδυνάτιζε τα Χριστούγεννα, ήταν η μητέρα. Δεν ησύχαζε καθόλου αυτές τις μέρες. Κατέβαινε και στο οικογενειακό ζαχαροπλαστείο, όχι για να τυλίξει και να στολίσει με κόκκινη κορδέλα τα χάρτινα κουτιά, αλλά με μαζεμένα τα μαλλιά και κουμπωμένη μέχρι πάνω την άσπρη ρόμπα χωνόταν στο εργαστήριο, στο πίσω μέρος του μαγαζιού, και μετρούσε, ζύγιζε, ζύμωνε κι έπλαθε όλα εκείνα τα γλυκά που έφερναν πελάτες απ’ όλες τις γειτονιές της πόλης. Νόμιζα τότε ότι η σακούλα με το όνομα του παππού έμπαινε σε όλα τα σπίτια και τα γλυκά του μαγαζιού μας, καλοκαθισμένα μέσα στις πιατέλες τους, στόλιζαν όλα τα γιορταστικά τραπέζια. Μόνο με το ψήσιμο δεν ασχολιόταν καθόλου η μητέρα. Δεν ήξερε πώς λειτουργούσαν οι φούρνοι που είχε κουβαλήσει ο πατέρας από τη Γερμανία. Με τη μυρωδιά όμως ήξερε ακριβώς πότε οι κουραμπιέδες ήταν έτοιμοι και πότε τα τσουρέκια είχαν φουσκώσει τόσο, ώστε να μη σκάσει η αλειμμένη με αβγό επιφάνειά τους. Στύλωνε τότε τα μάτια της στον επιστάτη, ζάρωνε λίγο τα φρύδια κι ανασήκωνε το κεφάλι μυρίζοντας τον αέρα. Ο επιστάτης τιναζόταν κι έτρεχε να γυρίσει κουμπιά, να ανοίξει γυάλινες πόρτες, να παραμερίσει, να τραβήξει έξω, να ακουμπήσει τα γλυκά στα μεγάλα τραπέζια. Και στο σπίτι δεν ησύχαζε. Μαγείρευε σε μεγάλες κατσαρόλες κι έψηνε σε μεγάλα ταψιά για τη γιαγιά που ξεχνούσε τι και πόσο έφαγε κάθε μέρα, για τις θείες, τις γειτόνισσες, τις κουμπάρες που ζητούσαν μεζέδες για τα τραπέζια τους και γλυκά για τα τσάγια και τις βραδιές της χαρτοπαιξίας. Και κιτρίνιζε και χλώμιαζε η μητέρα κι αδυνάτιζε κι έσφιγγε τη ζώνη της για να μαζέψει το φόρεμα που κρεμόταν γύρω της. Και λιγόστευε το πρόσωπό της κι η μακριά της μύτη το χώριζε ακριβώς στα δύο και μαύριζαν τα μάτια της από κάτω. Μόνο τα φρύδια της, πυκνά κι ανήσυχα, δεν έπαιρναν μέρος. Ζούσαν τη δική τους ζωή. Κι εγώ την παρακολουθούσα πότε στριμωγμένος στην πλάτη του καναπέ, πότε αγκαλιά με το λιονταρίσιο πόδι του τραπεζιού κι έβλεπα ένα σύννεφο ζάχαρης να γυρίζει πάνω από το κεφάλι της κι ένα κορδόνι από σιρόπι, μέλι και γλυκόζη να την ακολουθεί, όχι μόνο στην κουζίνα αλλά και στο σαλόνι και την τραπεζαρία. Νομίζω μάλιστα ότι αυτό το κορδόνι, όταν καθόταν στητή στην ψηλή καρέκλα, με το πράσινο φουστάνι της και τα μακριά σκουλαρίκια, την τύλιγε και την έσφιγγε κι έφτανε μέχρι το λαιμό της σαν ψηλός, σκληρός γιακάς και δεν την άφηνε όχι μόνο να καταπιεί αλλά ούτε και να μιλήσει, γι’ αυτό κουνούσε μόνο το κεφάλι της πάνω κάτω και μερικές φορές και δεξιά αριστερά, μ’ ένα ξένο χαμόγελο στο πρόσωπο και με τα δάχτυλά της απασχολημένα να παραμερίζουν το φαγητό στο πιάτο της. Το μόνο που την έβλεπα να τρώει αυτές τις άγιες μέρες ήταν κάτι χόρτα, σκληρά και αλμυρά και άγρια, που της τα έφερνε μέσα σε μια πάνινη τσάντα μια καμπουριασμένη γυναίκα. Χτυπούσε το τζάμι από την πόρτα της κουζίνας κι η μητέρα άνοιγε, έπαιρνε την τσάντα και της ακουμπούσε στη ρυτιδιασμένη παλάμη της λίγα κέρματα. Τα χόρτα έβραζαν στην κατσαρόλα κι η μητέρα τα γύριζε με μια τρυπητή κουτάλα. Η κουζίνα μύριζε θάλασσα και νησί κι έβλεπα το ένα μάτι της μητέρας να γίνεται όλο και πιο γαλάζιο ενώ το άλλο σκοτείνιαζε και μαύριζε κι εγώ φοβισμένος έτρεχα και χωνόμουν κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας κι αγκάλιαζα κι έσφιγγα το λιονταρίσιο πόδι του. Μόλις έβραζαν, τα σώριαζε στο πιάτο, έριχνε σταγόνα-σταγόνα το λάδι από το νησί της κι έστιβε ένα λεμόνι. Μασούσε με μισόκλειστα μάτια και χαμογελούσε. Μικρές πράσινες κλωστές από τα χόρτα σφήνωναν ανάμεσα στα δόντια της. Από τότε για μένα τα Χριστούγεννα έχουν πράσινο χρώμα και μυρωδιά από θαλασσινό αλάτι.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]