Κοίταζε το μαύρο κρεμασμένο ανάποδα χριστουγεννιάτικο δέντρο με περηφάνια όλο το βράδυ. Ήταν δική του πρόταση. Τον κορόιδεψαν λίγο πίσω από την πλάτη του. Τέτοιες στυλιστικές παρεμβάσεις γίνονταν χρόνια στα στέκια τους. Δεν ήταν δα και καμιά πρωτοτυπία. Αλλά του έκαναν τη χάρη. Ήταν αυτός ο ενθουσιασμός του. Να τα ζήσει όλα. Να πάει κόντρα στο ρεύμα. Να σπάσει συμβάσεις. Στο αφεντικό θύμιζε τον εαυτό του στα νιάτα του. Όταν είχε κατέβει από το χωριό και ζούσε το ροκ όνειρό του. Έτσι κι ο Δημήτρης. Έμοιαζε βγαλμένος από τα παλιά. «Ρε έχει αλλάξει η κοινωνία του έλεγαν, χαλάρωσε» αλλά αυτός δεν καταλάβαινε. Του έφτανε που ανέπνεε τον αέρα της αλλαγής, μιας αλλαγής καθυστερημένης, μα γι’ αυτόν πολύ ζωτικής.
Σαν από τη δεκαετία του ’60 να είχε βρεθεί ξαφνικά στο 2000 κάτι, τότε που πέρασε Ιατρική Αθηνών. Παράδοξο ίσως σε κάποιους αλλά το χωριό του ζούσε στους δικούς του ρυθμούς. Κι η οικογένειά του πολύ περισσότερο. Κατηχητικό, κυριακάτικη λειτουργία και διάβασμα. Ούτε ποδόσφαιρο δεν τον άφηναν να παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς. Στο σπίτι δεν είχε τηλεόραση. Μόνο ένα πικάπ με δίσκους της Δόμνας Σαμίου και του Χρόνη Αηδονίδη. Επρόκειτο για τη μόνη υποχώρηση μπρος τις νέες τεχνολογίες – νέες που λέει ο λόγος– που είχε επιτρέψει ο πατέρας του, λάτρης της δημοτικής μουσικής καθώς ήταν. Έτσι αγάπησε τις μελωδίες ο Δημήτρης, την αρμονία των φωνών, τα παιξίματα των οργάνων. Πηγή πολυχρωμίας σε ένα περιβάλλον στείρο κι αυστηρό.
Οι ήχοι τον γοήτευσαν και στην Αθήνα όπου ήρθε. Ήδη από το πρώτο λεπτό ένας πλανόδιος που τραγουδούσε το «Losing my religion» όταν βγήκε απ’ τον Σταθμό Λαρίσης με τη μάνα του. Έπειτα, τις πρώτες μέρες στη σχολή, η άγρια μουσική από το στέκι αυτών των περίεργων με τα μαλλιά. Μα πάνω απ’ όλα, το μπαράκι που άρχισε να λειτουργεί στο ισόγειο της πολυκατοικίας του κάπου μια εβδομάδα μετά την εγκατάστασή του. Καθόταν στο μπαλκόνι και ρούφαγε νότες και ριφ. Με τον καιρό μπήκε στο κλίμα. Ήταν κι ωραίος στην όψη. Έγινε ανάρπαστος στα κορίτσια της σχολής. Άρχισε να μαζεύει το λι του και το νι του. Έκανε ταχύρρυθμα μαθήματα στη σύγχρονη ροκ κουλτούρα μέσα από τόνους περιοδικών που αγόραζε. Περιόρισε τις επισκέψεις στην εκκλησία.
Η ρήξη με την οικογένεια ήρθε όταν παράτησε τη σχολή. Κι ήταν σκληρή. Τότε κόπηκε και η στήριξη. Αλλά είχε ήδη αρχίσει να δουλεύει στο μπαράκι στα Εξάρχεια και δεν του φάνηκε. Μόνο τους ξέγραψε. Κι αυτούς και την καταγωγή του. Πλέον τα λι και τα νι δεν του ξέφευγαν. Οι γκόμενες επίσης. Κι η μουσική τον χόρταινε. Κάθε εβδομάδα και μια νέα λατρεία. Pixies, Sonic Youth, Pavement, Placebo και τελειωμό δεν είχε. Ένας σωστός Αθηναίος πια, ζούσε το καλειδοσκοπικό εναλλακτικό πανηγύρι του. Στο θέμα της σχέσης δεν άργησε να έρθει και κάτι μονιμότερο. Ένας έρωτας on off, με τις ατέλειές του, χωρισμούς και επανασυνδέσεις. Αλλά την ένιωθε τη μία, τη μοναδική. «Θέλω να κάνω το παιδί σου» του είχε πει ήδη από τις πρώτες μέρες. «Μακριά από μας» αντέτεινε εκείνος. Μέσα του κολακεύτηκε.
Κάτι τέτοια σκεφτόταν εκείνο το βράδυ μόνος του στα decks. Από παιδί για όλες τις δουλειές είχε αναβαθμιστεί σε dj με τα χρόνια. Ειδικά τις μέρες των γιορτών. Τότε που όλοι ήθελαν άδεια για να βρεθούν με τις οικογένειές τους. Φέτος όμως δεν ήταν το ίδιο. Η Ειρήνη κυοφορούσε. Κοριτσάκι. Δεν είχε δεχθεί να το ρίξει. Ήταν απόφασή της να βιώσει τη μητρότητα είτε μ’ αυτόν δίπλα της, είτε μόνη. Το δήλωσε καθαρά. Κι ο Δημήτρης να προσπαθεί να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα γινόταν πατέρας. «Θέλω να πάω σε συναυλίες, να ταξιδέψω. Τόσα έχουμε να ζήσουμε.» παραμιλούσε. Αλλά εκείνη ανένδοτη. Με αμφιθυμία έμενε δίπλα της το διάστημα αυτό.
Σήμερα δεν είχε έρθει. Θα έτρωγαν με τους δικούς της. Μες στην παραζάλη της νύχτας παρατηρούσε τους θαμώνες να αστειεύονται με το ανάποδο δέντρο. Το είχαν για γκι και όποιοι τύχαιναν να χορεύουν από κάτω υποχρεώνονταν από τους υπόλοιπους να φιληθούν. Ανεξαρτήτως φύλου. Και έπεφτε κάτω το μαγαζί κάθε φορά από τα γέλια. Τέτοιες στιγμές δεν του είχε χαρίσει η οικογένειά του ποτέ. Αυτός ο κόσμος, γνωστοί και άγνωστοι ήταν οι δικοί του εκείνο το βράδυ. Και κάθε βράδυ. Αφηνόταν στο κέφι και ξέφευγε. Πετούσε. Στους θεούς του, τους αγαπημένους του σταρ. Στην άναρχη μαγεία της νυχτερινής Αθήνας. Στα ακόρντα από λατρεμένα τραγούδια. Τότε την είδε. Μια πενηντάρα – παράταιρη – να λικνίζεται. Ίδια η μητέρα του αν εξαιρούσες τη μοντέρνα περιβολή. Πώς δεν την είχε πάρει χαμπάρι όλο το βράδυ; Η ανησυχία για το μωρό που θα ερχόταν οσονούπω φαίνεται. Και χαμογέλασε γλυκόπικρα. Κι ένιωσε άδειος. Άδειος από μια ταυτότητα που νόμιζε είχε διαγράψει. Μαζί με τα λι και με τα νι.
Στο κλείσιμο του μαγαζιού, στα μαζέματα είπε να το τολμήσει. Χρόνια δεν είχε νέα τους. Πήρε το κινητό του, έψαξε την αδερφή του στο facebook. Ευχές να της έστελνε στο messenger κι ένα «γεια», αν είχε σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και είχε facebook. Σκρόλαρε, γνώρισε τη φωτογραφία, μπήκε στο προφίλ. Στο φόντο αυτή με κάτι μικρά. Τα παιδιά της. Της μοιάζανε, σκέφτηκε μελαγχολικά. Με δυο δαχτυλιές πήγε πιο κάτω να δει αν πόσταρε τίποτα. Μια φωτογραφία της μητέρας του παλιά. Ξαφνιάστηκε. Το βλέμμα έπεσε στο μήνυμα σε δεύτερο χρόνο. Πάντα η φωτογραφία κερδίζει την προσοχή. «Καλό παράδεισο μανούλα μου». Κεραυνοβόλημα στο στήθος. Έσκυψε το κεφάλι. Ένιωσε κάτι σαν ρίζα να συσπάται και να αιμορραγεί. Η ρίζα του. Αυτή που νόμιζε είχε κόψει και κρεμάσει ανάποδα σαν το δέντρο. Δεν πρόλαβε να δακρύσει, δυο χέρια του έκλεισαν τα μάτια. «Αγάπη μου σε πρόλαβα, με καθυστέρησαν στο τραπέζι». Γύρισε, έβαλε τα χέρια του γύρω της, την έσφιξε πάνω του. «Σύρμω να το πούμε το κορίτσι μας. Σύρμω. Στη μνήμη της μητέρας μου. Έφυγε σήμερα.».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]