Θα ήθελα να ξεκινήσω με δύο περιστατικά που συνέβησαν πρόσφατα και που, στην αρχή, ίσως φανούν άσχετα με τον θέμα του συγκεκριμένου άρθρου. Πριν δύο-τρία Σαββατοκύριακα κι ενώ ήμαστε στο σπίτι μιας φίλης στην πλατεία Εξαρχείων, οπαδοί ποδοσφαιρικής ομάδας που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί ‒το ίδιο άστοχα με τους ναζιστές που αυτοπροσδιορίζονται ως υπέρμαχοι της αλήθειας‒ αποφάσισαν να εισέλθουν με τη βία στο σπίτι της κοπέλας προκειμένου να πιουν δωρεάν από τα ποτά που προσέφερε στους καλεσμένους της, καπηλεύοντας, έτσι, βάναυσα την έννοια του αναρχισμού. Όταν οι παρευρισκόμενοι αρνήθηκαν, λέγοντας πως επρόκειτο για έναν κλειστό κύκλο φίλων, εκείνοι έφτυσαν την οικοδέσποινα στο πρόσωπο, ζωγράφισαν μια σβάστικα στην πόρτα της κοπέλας και άρχισαν να την σπάνε με σφυριά απ’ έξω ενώ, έντρομα τα παιδιά είχαν κουβαλήσει βιβλιοθήκες πίσω από την πόρτα για να προστατευθούν.
Λίγο καιρό πριν, ένας πολύ αγαπητός φίλος ήταν σε μια εντελώς φιλειρηνική, πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας, δίχως συμμετοχή κομμάτων, όταν ξαφνικά, άγνωστοι (μαυροφορεμένοι με ξυρισμένα κεφάλια) άρχισαν να γρονθοκοπούν μια έγχρωμη κοπελίτσα-φοιτήτρια δίχως λόγο, μπροστά στα μάτια των φίλων της.
Το γεγονός ότι αυτές οι δύο φαινομενικά άσχετες ιστορίες αποτελούν τον πρόλογο αυτού του κειμένου, δεν είναι τυχαίο. Το βιβλίο του κ. Ρωμανού, Γιούντιν: Μια γυναίκα από την Θεσσαλονίκη, έχει ως κεντρικό του άξονα την Κατοχή και τον φανατισμό των ναζιστών, έναν άξονα που, δυστυχώς, καθιστά το βιβλίο περισσότερο επίκαιρο από ποτέ στις μέρες μας.
Για να βλάψει κανείς ένα ανθρώπινο ον, πρέπει να πιστεύει ότι πράττει κάτι σωστό, λέει ο Σολζενίτσιν. Η ιδεολογία είναι το συστατικό εκείνο που δίνει την αποφασιστικότητα και τη δικαιολογία, είναι το είδος της αντίληψης που βοηθά κάποιον να βαφτίσει τις πράξεις του ως πράξεις καλοσύνης και δικαίου αντί να τις δει ως είναι, ως πράξεις βίας και κακού, άσχετες με την κοινή λογική. Η λέξη «φανατισμός» προέρχεται από την λέξη fanum που στα λατινικά σημαίνει ιερό, εκκλησία. Κάθε λογής φανατισμός, ετυμολογικά, ενέχει την καθολική πίστη (είναι σημαντικό να τονίσουμε εδώ πως, η αναφορά στον φανατισμό, γίνεται ετυμολογικά κι όχι με τον τρόπο που χρησιμοποιείται η λέξη στην σύγχρονη κοινωνία μας). Ο φανατισμός αναγάγει τον κεντρικό άξονα μιας φιλοσοφίας σε κάτι το αλώβητο, οδηγώντας έτσι τον πιστό είτε σε απόλυτη σύγχυση, είτε σε απόλυτη ελευθερία. Το πρώτο συμβαίνει όταν πρόκειται για φανατισμό που έρχεται μέσω της άγνοιας κι όχι μέσω μιας επίπονης διαδικασίας σκέψης που συχνά παίρνει χρόνια ολόκληρα. Ο “κακός” φανατισμός γεννιέται από την προπαγάνδα ενώ ο άλλος, από μια πίστη σαν διαμάντι, που δέχτηκε χρόνια πιέσεων μέχρι να κρυσταλλωθεί.
Το βιβλίο του κύριου Ρωμανού αποτελεί ένα ημερολόγιο των συνεπειών ενός τέτοιου ακραίου, κακού φανατισμού που σχεδόν κατέστρεψε τον δυτικό πολιτισμό. Εξιστορεί τις ζωές δύο καθημερινών και ασήμαντων οικογενειών την περίοδο της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιεί τα μάτια των ηρώων του για να προσφέρει ένα συναισθηματικό παράθυρο στα πάθη των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά και στον απόηχο που άφησε το Ολοκαύτωμα στις επόμενες γενιές. Γενιές που ήρθαν στον κόσμο μέσα από το Άουσβιτς και το Μπέργκεν-Μπέλσεν.
Το Γιούντιν ακροβατεί ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγηση τρέχει μέσα και έξω από την επίσημη ιστορία, ταυτόχρονα όμως, το βιβλίο έχει εκτενείς αναφορές σε ιστορικά γεγονότα. Ο κ. Ρωμανός πλέκει μια ιστορία ανθρώπων, μπολιάζοντάς τη με ιστορικά στοιχεία σε σημείο τέτοιο, που ο αναγνώστης αναρωτιέται, πού αρχίζει η ιστορία και πού τελειώνει το μυθιστόρημα. Βεβαίως, ο συγγραφέας παρέχει ιστορικές πηγές για όλα τα σημαντικά γεγονότα που διαδραματίζονται, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τον αναγνώστη να συμμετάσχει, τόσο στην ιστορία, όσο και στη μυθοπλασία του βιβλίου ‒ενίοτε διακριτά, άλλες φορές ταυτόχρονα. Τα ιστορικά στοιχεία κυμαίνονται από λεπτομέρειες για την ζωή της προπολεμικής Θεσσαλονίκης, τον τρόπο διαβίωσης, τα κέντρα διασκέδασης και τα ήθη της πόλης, μέχρι την καθημερινότητα μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τον εφιάλτη εκείνων των ανθρώπων.
Υπάρχει μια συγκεκριμένη σκηνή του βιβλίου η οποία κλέβει τις εντυπώσεις: Πρόκειται για μια ερωτική σκηνή που εξελίσσεται μέσα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης από ένα ζευγάρι που, σε λίγο, πρόκειται να πεθάνει από αέρια μέσα στους κοιτώνες. Ο Α. Καμύ, στο βιβλίο του Ο μύθος του Σισύφου, προτείνει πως το παράλογο γεννιέται από την αντίφαση, ανάμεσα στις προσδοκίες του ανθρώπου και στον κόσμο. Σε αυτήν τη σκηνή, οι ήρωες του Ρωμανού, όπως και οι ήρωες μιας άλλης συγγραφέως, της Έρσης Λάγκε στο βιβλίο Βιοχημική Τρομοκρατία, αντιμετωπίζουν το επικείμενο τέλος με ένα αντίστοιχο παράλογο: έναν δικό τους, προσωπικό κόσμο καταμεσής της καταιγίδας. Στον Ρωμανό, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης γίνεται άγγελος θανάτου, στης Λάγκε, ένα αεροπλάνο. Πόδια και χέρια παρατημένα δίχως ειρμό, ανθρώπινα υγρά και αβάσταχτες οσμές βασιλεύουν σε κάθε ανάσα, καθώς οι άνθρωποι παραδίνονται στη μοίρα τους. Εκεί, καταμεσής σήψης και θανάτου, το παράλογο σπρώχνει μια γυναίκα κι έναν άντρα σε μια πράξη έρωτα που μαστιγώνει τον ίδιο τον θάνατο με την ορμή του. Γίνεται η ερωτική τους επαφή, φως που τρομοκρατεί με την άγρια ομορφιά του. Τόσο μεγάλη είναι η ένταση του παραλόγου, που τα δύο σώματα νιώθουν πιο ζωντανά από ποτέ. Ο Ρωμανός, με μια δυνατή εικόνα, περιγράφει με μοναδικό τρόπο τον κεντρικό άξονα του συστήματος άνθρωπος – κόσμος, του αιώνιου παραλόγου της υπάρξεώς μας: «Γιατί όλα τα πράγματα έχουν βαφτιστεί μέσα στην κολυμπήθρα της αιωνιότητας και πέρα από το Καλό και το Κακό. […] Μ’ όλα αυτά, ένα μόνο πράγμα είναι αδύνατο: ο ορθολογισμός», λέει ο Νίτσε.
Η Λόρυ και η Λέα, οι δύο πρωταγωνίστριες του βιβλίου, αποτελούν μια ζωντανή συνέπεια των στρατοπέδων συγκέντρωσης, έμμεσα και άμεσα αντίστοιχα. Η Λέα εκφράζει το βιωματικό στοιχείο, το άτομο που επεβίωσε (αν πραγματικά επιβιώνει ποτέ κανείς από ένα τέτοιο μέρος) ενώ η Λόρυ, εκφράζει τον απόηχο των γεγονότων στις γενιές του μέλλοντος. Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι ήρωες του παρόντος, παρά ένα συνονθύλευμα αναμνήσεων και συναισθημάτων. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, οι ήρωες αφηγούνται γεγονότα παρά δημιουργούν καινούργια οι ίδιοι, λες και έχουν παραιτηθεί στην δύναμη του παρελθόντος. Άνθρωποι δίχως όρια, εγκλωβισμένοι στην σάρκα τους αλλά με μια ψυχή, ξέφραγο αμπέλι. Η Λόρυ είναι το «λάθος» που προέκυψε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γράφει ο Ρωμανός: «Αυτά που συνέβησαν, τα όσα υπέθετε για τον βιασμό. Οι ιστορίες που άκουγε για τους ναζί. Το Ολοκαύτωμα. Μόνο αν σταματούσε να γεννάει παιδιά αυτός ο κόσμος, θα τελείωνε και κάθε πιθανότητα επανάληψης μιας τέτοιας φρίκης». Είναι μια πρόταση-θέση που φέρνει στο μυαλό μας το μυθιστόρημά του Νομπελίστα Ίμρε Κέρτες, Καντίς για ένα αγέννητο παιδί. Ο Κέρτες απευθύνει ένα καντίς, δηλαδή την εβραϊκή επιμνημόσυνη προσευχή, για το παιδί που ο συγγραφέας αρνήθηκε να φέρει σε έναν κόσμο, για πάντα τραυματισμένο από το Άουσβιτς. Η Λόρυ στο έργο του Ρωμανού είναι αυτό το παιδί, αυτό το «λάθος» που γεννήθηκε ενώ δεν έπρεπε, η δικαίωση του Κέρτες όταν λέει πως «δεν μπορώ να το κάνω αυτό σε ένα παιδί, να το φέρω στον κόσμο που συνέβη το Άουσβιτς».
Διαβάζοντας το Γιούντιν και συνδέοντάς το με τα γεγονότα που συμβαίνουν αυτές τις μέρες στη χώρα μας, ταυτίστηκα με μια παράγραφό του που γράφει τα εξής, «Το “εν οίδα ότι ουδέν οίδα” είναι μια πολύ παλιά ρήση που δείχνει μέγιστο ανάστημα. Τελικά, ούτε το μέγεθος της άγνοιάς του δεν μπορεί να ορίσει ο άνθρωπος.» Γιατί τόσος πόνος; Επιτέλους, γιατί τόσο μίσος; Κι ακόμα χειρότερα, δεν θα ’πρεπε να έχουμε μάθει πια, μετά από τόσα και τόσα; Πόσα μαθήματα θέλει ο άνθρωπος για να σταματήσει να αυτοκαταδικάζεται στο να επαναλαμβάνει την ιστορία του; Ο Σοπενχάουερ δίνει μια μελαγχολική απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Λέει: «πίστευα πως τουλάχιστον σαν άνθρωποι θα κάναμε καινούργια λάθη. Αλλά όχι, όποιος έχει επιζήσει δύο-τρεις γενιές, βρίσκεται στην ίδια ψυχική διάθεση με ένα θεατή, καθώς βλέπει τις ίδιες φάρσες να επαναλαμβάνονται, τα ίδια λάθη, κι αυτό γιατί είχαν υπολογιστεί για μια μόνο ζωή.»
Ένα κεφάλαιο τεσσάρων γραμμών μες στο βιβλίο αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες (φιλοσοφικές) κορυφώσεις της ιστορίας του Γιούντιν. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι «Ο Υπερεκτιμημένος»:
«Γνώρισα τους ανθρώπους που πλάστηκαν κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού τους. Και είναι υπερεκτιμημένοι. Το πρόβλημα όμως, δεν είναι οι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι ο Θεός τους. Είναι κι αυτός υπερεκτιμημένος.»
Από μόνες τους αυτές οι τέσσερις σειρές με έκαναν να νιώσω πως η αξία των ανθρώπων είναι ανάλογη του Θεού στον οποίο πιστεύουνε. Και αυτοί που δεν σέβονται τη ζωή, ανεξαρτήτως από πού και πώς γεννιέται, δεν έχουν κανέναν απολύτως Θεό.
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Gianni Boradori.]