frear

Ο θάνατος στα τελευταία ποιήματα του Σαχτούρη – γράφει ο Γιώργος Γκανέλης

Μίλτος Σαχτούρης, Ποιήματα (1980-1998), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002.

Ο θάνατος στην ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί τον βασικό θεματικό πυρήνα όπου γύρω του εκτυλίσσονται εικόνες και γεγονότα πραγματικά ή φανταστικά. Εμφανίζεται με δύο μορφές: ο θάνατος των άλλων και ο επερχόμενος θάνατος του ίδιου του ποιητή. Ο πρώτος αναδύεται μέσα από τις μνήμες της τραγικής περιόδου της Κατοχής και του Εμφυλίου πολέμου, ο δεύτερος αρχίζει να τον απασχολεί έντονα, κυρίως από τη δεκαετία του ογδόντα και μετά. Η υπαρξιακή αγωνία του Σαχτούρη διατρέχει όλο το έργο του, κορυφώνεται όμως στα τελευταία του βιβλία. Εδώ η Μεταφυσική του θανάτου δεν έχει κοινωνική ή πολιτική προέλευση. Είναι μια φυσική διαδικασία φθοράς με προδιαγεγραμμένη κατάληξη: «θριαμβικοί θάνατοι επέρχονται ραγδαίως» ή «μετρώ τους ατέλειωτους θανάτους μου». Έτσι η «γονατισμένη γυναίκα» της Αποκριάς μετατρέπεται σε «μια μεγάλη κηλίδα αίμα» που «βγήκε από το στόμα μου», η Λησμονημένη γίνεται κι αυτή θάνατος που έρχεται και «μου φιλά τα χέρια».

Από τα Χρωμοτραύματα (1980) ξεκινά η κατ’ ιδίαν πορεία προς το μοιραίο και ολοκληρώνεται με τις τέσσερις τελευταίες του συλλογές (1984-1998). Στο διάστημα αυτό παρελαύνουν λέξεις-σύμβολα που συνδράμουν καταλυτικά στην εξωτερίκευση της ψυχολογικής του κατάστασης ως απόρροια της συνειδητοποίησης του τέλους. Από τα κίτρινα σημάδια στον ουρανό μέχρι τα κρύα βλαστάρια θανάτου που φύτρωσαν, από τα κεφάλια που εκλιπαρούν τον κανίβαλο τρόμο ίσαμε τα Εκτοπλάσματα «μέσα στον τάφο μου». Έως ότου ακουστεί η «μαύρη μεγάλη σφυρίχτρα» και ο νεκρός Ντύλαν Τόμας «μ’ ένα αναμμένο κόκκινο κερί στο στόμα» να τον προσκαλεί σ’ έναν καινούργιο τόπο που «εκεί χαιρετάνε τους τρελούς». Ενώ /στ’ απέναντι δωμάτιο ένα πουλάκι τοσοδά, ήτανε, λέει, ο Χάρος/ και μπρος στο δικό μου το δωμάτιο το λιοντάρι που είχε ανεβεί/ από τις σκάλες, έγδερνε με λύσσα την πόρτα μου να τήνε σπάσει/

Το καφενείο που είναι τελείως άδειο κι ας υπάρχει μέσα σε αυτό μόνο ο ποιητής, είναι άλλο ένα δείγμα της προϊούσης απουσίας του. Όπως και η απώλεια αγαπημένων προσώπων (του Σκλάβου, του Καχτίτση, του Ιωάννου, της Αξιώτη, του Αλεξάνδρου) προοικονομούν τον δικό του θάνατο που ευελπιστεί να είναι ειρηνικός. Και βέβαια ο νεκρός Ανδρέας Εμπειρίκος που εμφανίζεται στον Πόρο με κίτρινα δάχτυλα καμένα απ’ τα τσιγάρα ή ο καπετάνιος του πελώριου άσπρου πλοίου στον Πειραιά που του λέει χαμογελώντας: «Εντάξει, φεύγετε επιτέλους, με όλα τα έξοδά σας πληρωμένα». Και μετά η Καταβύθιση (1990) επισφραγίζει αυτή την αντίστροφη μέτρηση. Εδώ μάλιστα ο θάνατος από βασανιστική σκέψη γίνεται βιωμένη εμπειρία: ο ποιητής βλέπει το αγγελτήριο του θανάτου του έξω από το σπίτι και κλείνει ραντεβού με τον Διάβολο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα «Νησιά», ένα μικρό ποίημα δέκα στίχων, η λέξη θάνατος εμφανίζεται πέντε φορές. Ο χρόνος στενεύει πια, αφού Ανάποδα γυρίσαν τα ρολόγια (1998) και η αυτοαναφορικότητα φτάνει στο αποκορύφωμά της: φέτος δεν πήγα εξοχή/ του χρόνου όμως θα πάω/ από την οδό Αναπαύσεως/. Το σύμβολο του μαύρου κόκορα που κλαίει όταν ήρθε η ώρα να τον σφάξουν ή τ’ απελπισμένα ρολόγια που οι λεπτοδείχτες τους δείχνουν θάνατο είναι άλλα δύο χαρακτηριστικά σημεία.

Ο θάνατος στα ποιήματα του Σαχτούρη δεν είναι στατικός, είναι μια εξελισσόμενη διαδικασία που αφορά τα πάντα. Έμψυχα και άψυχα όντα συμμετέχουν σε αυτή την ποιητική καταγραφή, άλλοτε μέσα από ωμές ρεαλιστικές περιγραφές και άλλοτε υπό την καθοδήγηση του παραλόγου. Τότε είναι που οι λέξεις μετασχηματίζονται σε σύνεργα του αναπόφευκτου και αποκτούν μια μακάβρια δυναμική. Κι ενώ για τον Καρυωτάκη ο θάνατος είναι ένας βραχνάς που τον έχει ζώσει πατόκορφα και έχει ως αφετηρία τον ίδιο και μετά τους άλλους, στον Σαχτούρη ξεκινάει ως μια αποτύπωση των νεκρών ή της οδύνης των εν δυνάμει νεκρών της πολεμικής περιόδου, διοχετεύεται μέσω της μνήμης στα ποιήματα των τριών επόμενων δεκαετιών και εν τέλει αποκρυσταλλώνεται ως ένα προσωπικό αδιέξοδο. Η έννοια του θανάτου λοιπόν ανιχνεύεται σε όλο το έργο του, άλλωστε κι ο ίδιος το παραδέχεται σε ένα από τα τελευταία του ποιήματα: Εδώ και σαράντα χρόνια/ ο θάνατος στέκει πλάι μου/ είναι μι’ ασπροντυμένη κοπέλα/ κάθε μέρα μού ζυμώνει το ψωμί/ μαντάρει τις κάλτσες/ πού και πού ρίχνει μια κρυφή ματιά/ και με κοιτάζει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη