frear

Για την «Απώλεια λήθης» της Ευσταθίας Δήμου – γράφει η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

Ευσταθία Δήμου, Απώλεια λήθης, Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 2019.

«– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποιά απ’ όσες/ σου καθρέφτισα είμαι εγώ: Στις τόσες» (σ. 36)

Η Ευσταθία Δήμου στην τρίτη ποιητική συλλογή της με τίτλο Απώλεια λήθης καταβυθίζει το βλέμμα μέσα της και γύρω της, θεάται, στοχάζεται, αναστοχάζεται και τεχνουργεί με έναν πρωτότυπο και ιδιότυπο θα μπορούσαμε ίσως να πούμε τρόπο. Σκάπτει ένδον ροκανίζοντας τα θεμέλια της λήθης, ενώ υποκλίνεται, επικαλείται και αφουγκράζεται τη μνήμη την μητέρα των Μουσών, για να μιλήσει για το χρόνο, τον έρωτα, την απώλεια, το υπαρξιακό άγχος, τα λάθη, σε μια πορεία αναθεώρησης, επανεκτίμησης, αυτογνωσίας και αναζήτησης νοήματος.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί έργο του Πέτρου Ζουμπουλάκη, που μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο με το ρολόι και το μελανοδοχείο που παραπέμπουν στο χρόνο και τη γραφή, τα οποία αποτελούν σημαντικούς άξονες της συλλογής.

Το μότο με τους στίχους του Νάσου Βαγενά: «Ακούω τον χτύπο των καρφιών. Τον ήχο των αρμάτων./Νιώθω στο δέρμα μου το νόημα των πραγμάτων», προαναγγέλλει τον ποιητικό παλμό της συλλογής και τους σωματοποιημένους ήχους που αφουγκράζεται η ποιήτρια και μας τους κοινωνοί.

Τα δυο κομβικά ποιήματα, «Απώλεια λήθης» (Ι) & (ΙΙ), (σελ. 18-19), απ’ όπου και ο τίτλος, όπου η ποιήτρια θυμάται σφίγγοντας «το εισιτήριο στην τσέπη» και όπου συνδιαλέγεται με τη μνήμη προσφωνώντας την «Φερμένη από μια τέχνη μαντική», δίνοντας έμφαση στις ιδιότητες και τη σημαντικότητά της στον βίο και την ύπαρξη του ατόμου, καταδεικνύουν την κεντρική εστίαση της ποιητικής συλλογής.

Στο ποίημα «Το όνομα» [1], ο Τούμας Τρανστρέμερ αποδίδει με αριστουργηματικό τρόπο την στιγμιαία απώλεια μνήμης και κατ’ επέκτασης του εαυτού και του κόσμου του. Οι στίχοι «Ποιός είμαι; ΠΟΙΟΣ είμαι; Είμαι κάτι/που ξυπνά στο πίσω κάθισμα, στριφογυρίζει πανικόβλητο σαν μια γάτα/σε σακί. Ποιός;» συγκλονίζουν, καταγράφοντας τη σημαντικότητα της νοητικής λειτουργίας της μνήμης, ενώ στη συνέχεια αποκαλεί την λήθη κόλαση.

Η ποιήτρια Ευσταθία Δήμου επικαλείται και αφουγκράζεται τη μνήμη για να απολέσει αντ’ αυτής τη λήθη, ενώ στους ακόλουθους στίχους αναζητά το πραγματικό της πρόσωπο: «– Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποιά απ’ όσες/ σου καθρέφτισα είμαι εγώ: Στις τόσες» (σ. 36), τη συμφιλίωση με το χρόνο και το υπαρξιακό άγχος.

Η Βισουάβα Σιμπόρσκα εκφράζει καίρια την σημαντικότητα αλλά και το “τυραννικό” ορισμένες φορές της μνημοσύνης στο ποίημα «Δύσκολη ζωή για τη μνήμη», που τελειώνει με τους ακόλουθους στίχους: «Ώρες ώρες τη συντροφιά της δεν αντέχω./Της προτείνω χωρισμό. Από σήμερα και για πάντα./Τότε μου χαμογελά με οίκτο,/γιατί ξέρει ότι αυτό θα ήταν καταδίκη και για μένα» [2].

Η συλλογή αποτελείται από 33 ομοιόμορφα ποιήματα μικρής φόρμας. Το κάθε ποίημα το συνθέτουν με αυστηρά δομημένη μορφή πέντε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (εκτός από ένα που έχει τέσσερα), τα οποία εντείνουν τον ρυθμό και την μουσικότητα του ποιήματος. Το ενδιαφέρον με τα δίστιχα είναι ότι ο δεύτερος στίχος συχνά ανατρέπει ή αποδομεί τον πρώτο. Τις περισσότερες φορές τα δίστιχα μπορούν να σταθούν και ως αυτόνομα επιγράμματα. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσαμε ίσως να μιλήσουμε για κομψά «αναθηματικά» επιγράμματα μνήμης.

Η Ευσταθία Δήμου μας δείχνει πως είναι αποφασισμένη να μιλήσει εκ βαθέων χωρίς να χαριστεί σε κανέναν και σε τίποτα, ούτε στον ίδιο τον εαυτό και τα αναπόφευκτα λάθη, δηλώνοντας με δυναμική και ένταση που συγκλονίζουν: «Μετανιώνω θα πει επαναστατώ./ Κόβω τα πόδια μου για να σταθώ» (σελ. 11).

Η ποιήτρια στιχουργεί με σαρκαστική και αυτοσαρκαστική διάθεση σε σχέση με τα πάντα όλα, εκτός από τη μνήμη, και την ποιητική έκφραση, τις οποίες αποδέχεται ακόμη και όταν λαθεύουν, «Είσαι απ’ τα λάθη μου το πιο σωστό» (σελ. 41), ενώ η μνήμη γιγαντώνεται τη νύχτα και κατατρώει τη λήθη, αλλά και το μέσα της βεβαίως, καθώς προσπαθεί να βρει λέξεις για να μιλήσει γι’ αυτά που νιώθει ενθυμούμενη, «Μονάχα τη φωνή σου δεν πειράζω./Σε ανείπωτες λέξεις τη μοιράζω.», (σελ. 19). Η μνήμη ανασκαλεύεται με στόχευση την ενδοσκόπηση και την αναζήτηση αυτογνωσίας ακόμη και όταν φαντάζει δύσκολο και ακατόρθωτο μπρος στην πολλαπλότητα και το κενό. Η Ευσταθία Δήμου στήνεται με παρρησία μπρος στον καθρέφτη ανατέμνοντας το κενό του κανένα, ενώ αναζητά τον βαθύτερο εαυτό στον κανένα και στο τίποτα: «Εκδοχές// – Καθρέφτη, καθρεφτάκι, ποιά απ’ όσες/ σου καθρέφτισα είμαι εγώ: Στις τόσες// Αντίκρυσε την άδεια σου εικόνα./Κι αν θες τον πιο εαυτό σου ακόμα» (σ. 36).

Την γραφή της ποιήτριας χαρακτηρίζει η σωματοποίηση του συναισθήματος και της μνήμης, (σήμερα μιλάμε για κυτταρική μνήμη άλλωστε), του πόνου, της ματαίωσης και της απώλειας στην προσπάθεια να συμφιλιωθεί με τον εαυτό στο βαθμό που μπορεί να τον γνωρίζει, με τον άλλον και με τον αμείλικτο χρόνο που χάνεται σαν αστραπή. Το φίδι με το δέρμα του επανέρχεται ως σύμβολο στην σωματοποίηση του ψυχικού πόνου.

Όσο αφορά τα ποιήματα ποιητικής, διαβάζοντας το «Συμβουλές σε νέο ποιητή», παρατηρούμε ότι σαρκάζει και στηλιτεύει στάσεις έπαρσης και επιβολής μωροφιλόδοξων ποιητών που έχουν διανύσει κάποια πορεία και έχουν πετύχει κάποια αναγνωρισιμότητα, οι οποίοι προσπαθούν να διευρύνουν τις αυλές τους με επίδοξους ποιητές αντί να τους αγκαλιάσουν, όταν το αξίζουν βεβαίως, και να λειτουργήσουν ως ουσιαστικοί μέντορές τους με ανιδιοτέλεια και χωρίς ανταλλάγματα, για την τέχνη και την ποίηση και μόνο. Στο «Η Μούσα//Ο ποιητής πάσχει από δόξα./Σε κάθε ποίημα η ίδια λόξα//Τη Μούσα κατηγορεί ευθέως/που δεν τιμήθη ως κορυφαίος.», (σ. 35), συνομιλεί με τους Σουρή [3] και Ροΐδη [4], καυτηριάζοντας με χιούμορ τη ματαιοδοξία των ποιητών και τον αγώνα τους για δόξα και υστεροφημία. Στο «Ομοιοπαθητική» «Η ποίηση είναι μια πληγή ανοιχτή./αίμα αναβλύζει και φωνή πνιχτή.», η ποιήτρια στην κατακλείδα με πικρόχολο χιούμορ και σε πρώτο πληθυντικό αγγίζει τον κίνδυνο που ενέχει η “πληγή” της ποίησης, αντί για μέλι και φως να ποτίσει φαρμάκι αγγίζοντας τα όρια της αυτοχειρίας: «Ποιητές αυτόχειρες παθητικοί./Ελπίζουμε στην ομοιοπαθητική.», (σ. 39). Αντίθετα στο τελευταίο ποίημα της συλλογής με τον αλληγορικό τίτλο «Ναυάγιο», το οποίο και παραθέτουμε στο τέλος, εξαίρει την ιαματική λειτουργία της μνήμης, των λέξεων και της ποίησης «Λέξεις βαρύδια που λέω για να σωθώ.» (σελ. 41).

Πρόκειται για μετανεωτερική γραφή [5] που πατά σταθερά στην λυρική ποιητική παράδοση, στην ποίηση των αρχαίων επιγραμμάτων και στην ομοιοκατάληκτη και αυστηρά δομημένη φόρμα. Όπως προαναφέρθηκε συνομιλεί με την ειρωνεία και τον σαρκασμό των Σουρή, Ροΐδη και άλλων και χρησιμοποιεί καθαρή και ξάστερη γλώσσα αξιοποιώντας μεταφορές και παρομοιώσεις, αλληγορίες και σύμβολα. Η πρωτοτυπία της ποιητικής γραφής της Δήμου νομίζω ότι έγκειται στην δεξιοτεχνία με την οποία δένει αρμονικά την παραδοσιακή ποιητική μορφή με τον ανατρεπτικό και σύγχρονο λόγο. Συνδυάζει δηλαδή εύστοχα και αποτελεσματικά την παραδοσιακή ποιητική φόρμα και δομή των ποιημάτων επαναφέροντας τον ομοιοκατάληκτο στίχο, ενώ παράλληλα το ύφος της γραφής της έχει έναν αιρετικό αέρα φρεσκάδας και ζωντάνιας.

Εν κατακλείδι η ποιήτρια Ευσταθία Δήμου πλάθει το ποιητικό της σύμπαν με ύφος ανατρεπτικό και αποδομητικό, με θεάσεις και ερωτήματα που εκπλήσσουν κάποιες φορές, συγκινούν και εγείρουν τη σκέψη και το συναίσθημα του αναγνώστη για ενδοσκόπηση και στοχασμό, ενώ ωθούν τη γραφή σε δρόμους ανανέωσης.

Ναυάγιο

Το φως κρύβει κάτι απ’ την ομορφιά.
Σε τυλίγει όπως μανίκι κρυφό άσσο.

Η νύχτα κρύβει απ’ την άρνησή σου.
Ακούγονται σειρήνες στο νησί σου.

Κωπηλατώ σε θάλασσα από χώμα.
Βουλιάζω με όσα κρατώ στο στόμα.

Λέξεις βαρίδια που λέω για να σωθώ.
«Είσαι απ’ τα λάθη μου το πιο σωστό».

Ξάφνου φοβάμαι πως θα με βρει η μέρα
και ρίχνω το καράβι μου σε ξέρα.

Σημειώσεις

1. Τούμας Τρανστρέμερ, «Το όνομα»: Ενώ οδηγώ νυστάζω και σταματώ στην άκρη του δρόμου κάτω/απ’ τα δέντρα. Κουλουριάζομαι στο πίσω κάθισμα και κοιμάμαι. Πόσο/διάστημα; Ώρες. Πρόλαβε να πέσει σκοτάδι./Ξυπνώ ξαφνικά και δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Εντελώς ξύπνιος,/μα δε βοηθά. Ποιός είμαι; ΠΟΙΟΣ είμαι; Είμαι κάτι/που ξυπνά στο πίσω κάθισμα, στριφογυρίζει πανικόβλητο σαν μια γάτα/σε σακί. Ποιός;/Επιτέλους η ζωή μου επιστρέφει. Το όνομά μου έρχεται σαν/άγγελος. Έξω απ’ τα τείχη ηχεί το σύνθημα τρομπέτας ( όπως στην/Leonore Overture) και τα λυτρωτικά βήματα κατεβαίνουν γοργά/γοργά την πολύ μακριά σκάλα. Εγώ είμαι! Εγώ είμαι!/Μα αδύνατον να ξεχάσω τον αγώνα των δεκαπέντε δευτερολέπτων στην/κόλαση της λήθης, μερικά μέτρα μακρυά από τον μεγάλο δρόμο εκεί όπου/η κυκλοφορία γλιστρά μπρος στ’ αναμμένα φώτα. Βλέποντας στο σκοτάδι (1970), Μετάφραση: Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη. Ποιήματα για τη Μνήμη, Ανθολόγηση- Επιμέλεια: Ασημίνα Ξηρογιάννη. 

2. Βισουάβα Σιμπόρσκα, Η ζωή εδώ και τώρα, μετάφραση: Μπεάτα Ζούλκιεβιτς, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021, σ. 226.

3. Γιώργος Σουρής, Ἡ ζωγραφιά μου//Κούτελο θεῖο,/λίγο πλατύ,/τρανὸ σημεῖο/τοῦ ποιητῆ. Το ποίημα εδώ

4. Εμμανουήλ Ροϊδης, Τα εφήμερα: «ἀλλ᾿ ἂν ἐξετάσωμεν ἀκριβῶς τὰ πράγματα δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσωμεν ὡς ὀλιγώτερον μωροὺς τοὺς φλεγομένους ὑπὸ τοῦ πόθου ἐπιβιώσεως τοῦ ὀνόματος αὐτῶν παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις… Μεθύομεν προκαταβολικῶς δι᾿ οἴνου, τὸν ὁποῖον οὐδέποτε θὰ πίωμεν.» (το πλήρες κείμενο εδώ).

5. Ο όρος «μεταμοντέρνος» ορίζεται από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη) ως «αυτός που σχετίζεται με το σύγχρονο ρεύμα της τέχνης (αρχικώς της αρχιτεκτονικής) που αντιδρά στις φόρμες του μοντερνισμού και χρησιμοποιεί ποικιλία παραδοσιακών στοιχείων σε πρωτότυπες συνθέσεις», καθώς επίσης αυτός που «ακολουθεί αδιάκοπα τις εκάστοτε τάσεις χωρίς αρχές και σταθερά σημεία αναφοράς» και επίσης «(κατ’ επέκταση στις κοινωνικές επιστήμες) ο ακραίος σχετικισμός στις αξίες και στην επιστημονική μέθοδο και η απόρριψη της αντικειμενικότητας», βλ. εδώ.  

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Antonio López García. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη