Αντωνούσα Καμπουράκη, Ποιήματα τραγικά, Εισαγωγή – επίμετρο: Βαρβάρα Ρούσσου, Στιγμός, Αθήνα 2021.
Είναι η συγγραφική πρόθεση μιας ποιήτριας των αρχών του 19ου αιώνα στα Χανιά της Κρήτης. Την υλοποιεί μετατρέποντας την προφορική λαϊκή παράδοση σε γραπτή έμμετρη ιστορική μαρτυρία, συναρμόζοντάς την μάλιστα με το έμφυλο βίωμα. Η τολμηρή αυτή ποιήτρια είναι η πρώτη που καταγράφει άμεσα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Πρόκειται για την Αντωνούσα Καμπουράκη και τα Ποιήματα τραγικά του 1840.
Μια έκδοση που με συγκινεί. Γιατί είναι η πρώτη και άμεση έμμετρη καταγραφή επεισοδίων και μαχών του συγκεκριμένου πολυετούς αγώνα και θα μπορούσε να αναθερμάνει τη συζήτηση γύρω από το 1821 στην Κρήτη. Γιατί, με κυρίαρχη την έννοια της φιλοπατρίας, ανακαλεί στη μνήμη μου τον στίχο του Σολωμού: «Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα / κι εφώναζα: “ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα!”» και γιατί με προβληματίζει για το πόσο θυμόμαστε τους ηρωϊκούς μας αγώνες και πώς τιμάμε εκείνους που «ανάστησαν από το πουθενά πατρίδα». Μια έκδοση που ενισχύει την αποστροφή μου προς τις επετείους που ευτελίζουν τις θυσίες.
Τα Ποιήματα τραγικά της Αντωνούσας Καμπουράκη ζουν τώρα μια δεύτερη ζωή, χάρη στην επιστημονική φροντίδα της Βαρβάρας Ρούσσου και του νέου εκδοτικού σχήματος «Στιγμός». Η άρτια από κάθε άποψη έκδοση μάς δείχνει, εκτός των άλλων, πώς θα έπρεπε να τιμηθεί η εθνική μας επέτειος.
Ποια είναι όμως η Αντωνούσα Καμπουράκη (ή Καμπουροπούλα, όπως υπέγραφε) και τι περιέχουν τα Ποιήματα τραγικά; Η εν πολλοίς άγνωστη ποιήτρια γεννήθηκε στα Χανιά, ανάμεσα στα 1780-1785. Κατάγεται μάλλον από εύπορη οικογένεια και, όπως προκύπτει από το έργο της, φαίνεται να γνωρίζει γράμματα. Το 1840, πρόσφυγας στην Ερμούπολη της Σύρου, η Αντωνούσα εκδίδει τα Ποιήματα τραγικά. Είναι η πρώτη ποιητική συλλογή που εκδίδεται επωνύμως από Ελληνίδα. Το 1847 εκδίδει την τραγωδία Γεώργιος Παπαδάκης.
Αργότερα η ποιήτρια μεταναστεύει στο Μεσολόγγι, όπου γράφει και εκδίδει, το 1861, το δεύτερο δραματικό της έργο, τη Λάμπρω (έχει εκδοθεί από τον Κ. Φουρναράκη στα Χανιά το 2013). Μεταβαίνει ακολούθως στο Ναύπλιο, όπου εμπλέκεται στον αντιοθωνικό αγώνα. Από τον Μάιο του 1863 ζει στην Αθήνα, όπου πεθαίνει το 1875, ενώ κατά το ίδιο έτος εκδίδεται το τελευταίο της δράμα Η έξοδος του Μεσολογγίου.
Πρόκειται λοιπόν για μια δυναμική προσωπικότητα που κατορθώνει να δράσει σε ένα χώρο ο οποίος ώς τότε μονοπωλείται από τους άνδρες και να μεταπλάσει τους πόθους, τα βιώματα, τον πόνο και τα ιδανικά της σε λογοτεχνία. Η περίπτωσή της, όπως και άλλες, που ανασύρονται από επίμονους μελετητές, συμπληρώνει την Ιστορία της λογοτεχνίας μας (το έχει ήδη επισημάνει η Μαρία Γρίβα) και οδηγεί σε αναθεωρήσεις του λογοτεχνικού κανόνα. Εμπλουτίζει όμως και την Ιστορία εν γένει, καθώς τα λαϊκότροπα αυτά ποιήματα συνιστούν άμεση μαρτυρία των πολεμικών γεγονότων. Να, γιατί η έκδοση της Βαρβάρας Ρούσσου συνιστά ένα σπουδαίο εκδοτικό γεγονός η δυναμική του οποίου εκτείνεται πέρα από τη συγκυρία εορτασμού των διακοσίων χρόνων της Παλιγγενεσίας.
Η υποδειγματική έκδοση του σημαντικού αυτού ιστορικού τεκμηρίου, από την εγνωσμένου κύρους πανεπιστημιακή δασκάλα, ερευνήτρια και κριτικό ανοίγει νέους ερευνητικούς δρόμους προς δύο κατευθύνσεις: τη συμβολή της Κρήτης στην ελληνική Επανάσταση αφενός και τις γνώσεις μας για τη γυναικεία λογοτεχνική γραφή στον 19ο αιώνα αφετέρου.
Το καλαίσθητο βιβλίο αρχίζει με την περιεκτική «Εισαγωγή», συνεχίζει με το κείμενο, που ακολουθεί την πρώτη μορφή του έργου, και τον πλούσιο υπομνηματισμό του (όπου ταυτοποιούνται ονόματα, επεξηγούνται όροι, διασταυρώνονται πηγές, διορθώνονται λάθη) και κλείνει με το πλούσιο «Επίμετρο». Εδώ αναπτύσσονται θέματα που φωτίζουν το κείμενο: το χρονικό της Κρητικής Επανάστασης, η βιογραφία της Καμπουράκη και η ένταξη της ποίησής της στα κλασικορομαντικά συμφραζόμενα της εποχής (η λογοτεχνία τίθεται στην υπηρεσία των εθνικών στόχων), η σημασία της πρώτης αυτής γυναικείας ποιητικής ιστορικής μαρτυρίας, η γλώσσα, το ύφος και το μέτρο της σύνθεσης, οι πηγές. Στην προσπάθειά της αυτή η φιλέρευνη μελετήτρια αξιοποιεί τους εγκυρότερους ιστορικούς της περιόδου (Κριτοβουλίδη, Ψιλάκη, Κριάρη κ.ά.).
Αντλώντας από εσωτερικά στοιχεία του κειμένου η Ρούσσου και πορευόμενη στη θουκυδίδεια ερμηνευτική λογική («εικότα», «σημεία», «τεκμήρια»), τεκμηριώνει ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές απόψεις: ότι η Καμπουράκη γράφει με σαφώς έμφυλη συνείδηση και ταυτόχρονα διαμορφώνει συγγραφική συνείδηση η οποία την οδηγεί στην αυτοπεποίθηση της επώνυμης παρουσίας και της διεκδίκησης του χώρου της στη δημόσια σφαίρα ισότιμα με τους άντρες συγγραφείς. ότι ο στόχος της ποιήτριας είναι διπλός: να μνημειώσει τα τραγικά ιστορικά γεγονότα αλλά και να ενθαρρύνει το γυναικείο φύλο («χάριν των υπέρ πατρίδος αγωνισθέντων Κρητών και προς ενθάρρυνσιν του ωραίου φύλου»).
Συγκεκριμένα, η Ρούσσου διαπιστώνει ότι η ποιήτρια «δεν διστάζει να αρθρώσει με παρρησία πολιτικό λόγο, να διατρανώσει δηλαδή δημόσια τον αυτοπροσδιορισμό της ως ενεργή πολίτις σε μια ανδροκρατούμενη κανονιστική κοινωνία, ακολουθώντας τα διαφωτιστικά προτάγματα, ακόμη και ασυνείδητα, εάν δεν τα εγνώριζε» (σ. 211). Πράγματι, είναι ορατές στη σύνθεση οι προωθημένες θέσεις του Διαφωτισμού, κυρίως στην περί πλήρους ισότητας των δύο φύλων αντίληψη. Έτσι, η Καμπουράκη, η οποία αυτοχαρακτηρίζεται ως «αμαθής», αποδεικνύεται πρωτοπόρα και ιδιαίτερης τόλμης γυναίκα, αφού εμβολίζει ένα πεδίο (εκείνο της καταγραφής πολεμικών αναμνήσεων) απόλυτης ώς τότε αντρικής κυριαρχίας. Και έχει απόλυτη συνείδηση ότι γράφει, όχι απλώς ποίηση αλλά ιστορική μαρτυρία σε στίχους: «Εις σε φιλτάτη μου πατρίς! Θα ’κδώσω ιστορίαν».
Η «ιστορία» της Καμπουράκη, το σημαντικό αυτό ιστορικό τεκμήριο, φτάνει σ’ εμάς σήμερα με τη νέα αυτή έκδοση. Ο αναγνώστης έχει τώρα μια γερή αρματωσιά που του επιτρέπει να αναπορευθεί και να χαρεί περισσότερο το ποίημα. Να δει, για παράδειγμα, την εστίαση της ποιήτριας στον ιδιαίτερα τραγικό τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες βιώνουν τον πόλεμο: «Η έγκυες γεννούσασι εκει που περπατούσαν, / τα βρέφη μένασι νεκρά και άλλοι τα πατούσαν. / Μητέρες παρατούσασι τα βρέφη των στα δάση, / θρήνος κλαυθμός εγίνετο και τις να τας κυττάξη! / Κείναις η νέες των Χανιών η καλομαθημέναις, / εις τα βουνά εμένασι πολλαίς αποθαμέναις».
Ο όγκος και το εύρος των στοιχείων που παρέχονται στα λεπτομερή σχόλια για πρόσωπα και πράγματα, ο σχολιασμός των ονομάτων (βλ. π.χ. σ. 92, σημ. 88, 89, 90, 91), οι επεξηγήσεις διαλεκτικών φράσεων είναι τα μέσα για την αναγνωστική απόλαυση. Γιατί, παρά τον πλούσιο σχολιασμό, που θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυτόνομη μελέτη για τον κρητικό αγώνα, το κείμενο δεν επιβαρύνεται. ο λόγος της ποιήτριας ποζάρει καθαρός στην κάθε σελίδα, ενώ οι πολυεπίπεδες πληροφορίες συνωθούνται στις σημειώσεις. Μας παραδίδεται μια έκδοση χρηστική που δεν «όζει λυχνίας». δεν μαρτυρεί το εργώδες του έργου.
Μια σπάνια επίσης αρετή είναι η επιστημονική εντιμότητα και την ηθική της γραφής. Οι λέξεις «πιθανόν», «πιθανότατα», «μάλλον» και άλλες συνώνυμες συναντώνται συχνά στον σχολιασμό και εκπλήσσουν θετικά σε μια τόσο εξονυχιστική έρευνα. Και, βέβαια, η σαρωτική αυτή εργασία θα μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα και εκδοτική πρόταση για την επιστημονική αντιμετώπιση αντίστοιχων αγνοημένων κειμένων της γυναικείας λογοτεχνίας.
Έτσι, η Αντωνούσα Καμπουράκη, ενάμιση αιώνα μετά την πρώτη έκδοση, γράφει πράγματι ιστορία. Χάρη στην επίμοχθη εργασία της Βαρβάρας Ρούσσου, μας υπενθυμίζει γεγονότα τραγικά, μνημειώνει αγώνες ηρωϊκούς, διατρανώνει, ταυτόχρονα, το αίτημα για ισότητα αντρών και γυναικών, εκφράζει τον πόνο της για την πολύπαθη πατρίδα στην οποία θυσίασε άντρα και γιό, βρίσκει, εν τέλει, όπως επιζητούσε, παραμυθία στην τέχνη, στην απέραντη αυτή αλληλεγγύη:
«Εις σε φιλτάτη μου πατρίς! Θα ’κδώσω ιστορίαν,
ίσως ευρώ στην λύπην μου κάποιαν παρηγορίαν».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Ambrosius Bosschaert (1573-1621). Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]