frear

Γιόζεφ Τσάπσκι: ζωγράφος, κρατούμενος και μαθητής του Προυστ – του Τζον Γκρέι

Μετάφραση: Θοδωρής Σταμάτης

Το πρωί της 2ας Σεπτεμβρίου 1939, ο Πολωνός ζωγράφος Γιόζεφ Τσάπσκι, σαράντα τριών ετών τότε, έκρυψε έναν λεπτό τόμο με τα απομνημονεύματα του Αντρέ Ζιντ στην τσέπη του πανωφοριού του κι έφυγε για να πολεμήσει τις προελαύνουσες ναζιστικές δυνάμεις. Σ’ ένα μυστικό πρωτόκολλο του γερμανοσοβιετικού συμφώνου που εγγυόταν μη επίθεση μεταξύ των δύο δυνάμεων, το οποίο επισημοποιήθηκε στις 23 Αυγούστου, ο Στάλιν και ο Χίτλερ είχαν συμφωνήσει να διαλύσουν το πολωνικό κράτος και να μοιράσουν τα εδάφη και τον πληθυσμό του. Δεκαέξι μέρες μετά τη γερμανική εισβολή, σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία από τα ανατολικά. Καθώς είχε περικυκλωθεί από γερμανικές και σοβιετικές δυνάμεις στο Λβοβ, η μονάδα του Τσάπσκι υποχρεώθηκε να παραδοθεί. Οι Γερμανοί παρέδωσαν τις πολωνικές δυνάμεις στους Σοβιετικούς, κι εκείνος έζησε δύο χρόνια έγκλειστος στα σοβιετικά στρατόπεδα.

Παρ’ όλο που δεν το γνώριζε, αυτός και οι υπόλοιποι συγκρατούμενοί του προορίζονταν να εκτελεστούν. Τον Μάρτιο του 1940, ο επικεφαλής τής NKVD (αργότερα KGB) Λαβρέντι Μπέρια και τρία μέλη του Πολιτμπιρό υπέγραψαν ένα μνημόνιο με το οποίο οι Πολωνοί αξιωματικοί καταδικάζονταν σε θάνατο. Η επιχείρηση, που ολοκληρώθηκε σε οκτώ εβδομάδες, άρχισε με τη μεταφορά των κρατουμένων σε περιοχές μέσα και γύρω απ’ το Κατύν, ένα δάσος κοντά στη ρωσική πόλη Σμολένσκ. Εκεί όλοι τους, περίπου είκοσι δύο χιλιάδες στρατιώτες –κυρίως αξιωματικοί, οι οποίοι στην πολιτική ζωή τους ήταν δικηγόροι, γιατροί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, μηχανικοί, καθώς και εργαζόμενοι σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους–, πυροβολήθηκαν με μία σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Σε μια περίοδο είκοσι οκτώ ημερών, ένα μόνο άτομο, ο Βασίλι Μπλόχιν (1895-1955), ο αρχιεκτελεστής των φυλακών της Λουμπιάνκα στη Μόσχα (όπου δολοφονήθηκε ο συγγραφέας Ισαάκ Μπάμπελ και ο πρωτοποριακός θεατρικός σκηνοθέτης Βσέβολοντ Μέγιερχολντ), λέγεται ότι πυροβόλησε γύρω στους επτά χιλιάδες κρατούμενους. Χρησιμοποιούσε γερμανικά ρεβόλβερ, τα οποία έφερε μαζί του μέσα σε μια βαλίτσα, επειδή θεωρούσε αναξιόπιστη την κατασκευασμένη στη Σοβιετική Ένωση παραλλαγή τους. Για τις υπηρεσίες του στο σοβιετικό κράτος ο Μπλόχιν τιμήθηκε με το παράσημο της Κόκκινης Σημαίας.

Για λόγους που ποτέ δεν έμαθε, ο Τσάπσκι ήταν ανάμεσα στους τριακόσιους ενενήντα πέντε κρατούμενους που δεν στάλθηκαν για εκτέλεση. Απελευθερώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1941, όταν ο Στάλιν έδωσε αμνηστία στους Πολωνούς αιχμαλώτους του ώστε να πολεμήσουν τους Ναζί πρώην συμμάχους του ύστερα από τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου. Ακολουθώντας μια καινούργια μεραρχία του πολωνικού στρατού που την αποτελούσαν αποφυλακισμένοι κρατούμενοι στα γκουλάγκ, ο Τσάπσκι ξεκίνησε τις προσπάθειές του να ανακαλύψει την αλήθεια σχετικά με τους εξαφανισμένους αξιωματικούς και ταξίδεψε στη Μόσχα ως απεσταλμένος της εξόριστης στο Λονδίνο πολωνικής κυβέρνησης προκειμένου να ρωτήσει τους αξιωματούχους της NKVD.

Αυτά τα χρόνια αποδείχθηκαν άκρως βασανιστικά για τον Τσάπσκι. Γεννημένος στην Πράγα το 1896, απόγονος μιας παλιάς, επιφανούς οικογένειας, φοίτησε στην Αγία Πετρούπολη προτού πάει στη μόλις απελευθερωμένη Πολωνία για να αρχίσει σπουδές τέχνης. Πέρασε οκτώ χρόνια στο κοσμοπολίτικο προπολεμικό Παρίσι, όπου συναναστράφηκε Γάλλους και Ρώσους καλλιτέχνες και συγγραφείς, δημιούργησε παθιασμένους δεσμούς με άνδρες και γυναίκες (περιλαμβανομένου και του μικρότερου αδελφού τού Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, Σεργκέι, ο οποίος θα πέθαινε σ’ ένα ναζιστικό στρατόπεδο που υπέβαλλε τους ομοφυλόφιλους άνδρες σε φρικτά ιατρικά πειράματα), και αφιέρωσε τη ζωή του στην υλοποίηση ενός καλλιτεχνικού οράματος που ανακάλυψε πως επεδίωκε με το έργο του ο Σεζάν.

Παρ’ όλα αυτά, ο Τσάπσκι μετέτρεψε τις εμπειρίες του στα στρατόπεδα σε φως. Μια περιγραφή από έναν συγκρατούμενό του τον παρουσιάζει να βρίσκεται σ’ ένα πρωτόγονο νοσοκομείο του στρατοπέδου, ψηλός και κάτισχνος –είχε ύψος δύο μέτρα–, με τα χείλη του μελανιασμένα και να έχει αιμοπτύσεις, απαγγέλλοντας μανιωδώς στίχους του Μπωντλαίρ και ψελλίζοντας αποσπάσματα από τον Προυστ που ήξερε απέξω. Ο ίδιος ο Τσάπσκι έγραψε: «Έχω κρατήσει μια σχεδόν ευτυχισμένη ανάμνηση αυτών των τριών –ή τεσσάρων– εβδομάδων παραμονής μου στο νοσοκομείο». Δέχτηκε με ευγνωμοσύνη το καθαρό πουκάμισο που του έδωσαν, καθώς και τη σχετική ιδιωτικότητα που του πρόσφερε η διαμονή σ’ ένα δωμάτιο μαζί με άλλους πέντε και όχι εκατό ανθρώπους.

Ο Józef Czapski το 1942

Είχε αποφασίσει ότι ο χρόνος του στα στρατόπεδα δεν θα πήγαινε χαμένος. Διάβαζε ό,τι έβρισκε, όπως για παράδειγμα σελίδες απ’ την Τριαντάχρονη γυναίκα του Μπαλζάκ, ενώ σχεδίαζε και ζωγράφιζε πάνω σε κομμάτια χαρτί. Όχι πολύ μεγαλύτερα από γραμματόσημα, πολλά από αυτά τα έργα απεικόνιζαν τη ζωή στο στρατόπεδο, και ανάμεσά τους υπήρχαν μερικές ατάραχες αυτοπροσωπογραφίες. Άλλα ήταν μικροσκοπικές αναπλάσεις των προπολεμικών του πινάκων, που παρέμειναν σ’ ένα ατελιέ στη Βαρσοβία, πολλοί απ’ τους οποίους εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μέσα στο στρατόπεδο, χωρίς καμία πρόσβαση στα γραπτά του Προυστ και βασιζόμενος μόνο στη μνήμη του, ο Τσάπσκι έδωσε τις διαλέξεις που τώρα εκδόθηκαν απ’ τη σπουδαία New York Review of Books. Μεταφρασμένο στα αγγλικά για πρώτη φορά από τον Έρικ Κάρπελες, συγγραφέα του Η ζωγραφική στο έργο του Προυστ, επίσης ζωγράφο και βιογράφο του Τσάπσκι, το Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση [1] είναι ένα από τα πλέον ιδιαίτερα και συναρπαστικά κείμενα που γέννησε η εμπειρία της επιβίωσης και της αντίστασης στη βαρβαρότητα του 20ού αιώνα. (Ο Τσάπσκι δεν ήταν ο μόνος τρόφιμος των γκουλάγκ που ανακάλυψε στον Προυστ ένα παράθυρο σ’ έναν άλλο κόσμο. Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ –του οποίου τις ιστορίες παρουσίασα εδώ το περασμένο καλοκαίρι– αναφέρει ότι βρήκε ένα αντίτυπο της «Μεριάς του Γκερμάντ» στον πάτο ενός δέματος με ρούχα που στάλθηκε σ’ έναν γιατρό του στρατοπέδου του και το διάβαζε με ενθουσιασμό. «Ο Προυστ», έγραψε, «μου ήταν πολυτιμότερος από τον ύπνο» [2]. Το βιβλίο κλάπηκε όταν το άφησε σ’ ένα παγκάκι ενώ μιλούσε μ’ έναν άλλο κρατούμενο.)

Δοσμένες τα απογεύματα του χειμώνα των ετών 1940-41 στην παγωμένη τραπεζαρία ενός εγκαταλελειμμένου μοναστηριού, μ’ ένα ακροατήριο περίπου σαράντα συγκρατουμένων που είχαν δουλέψει στην ύπαιθρο όλη μέρα σε θερμοκρασίες 45 βαθμών υπό το μηδέν, οι διαλέξεις του Τσάπσκι δεν έμοιαζαν με τίποτε απ’ όσα είχαν γραφτεί για τον Προυστ. Επικεντρώνεται στην αποστασιοποίηση του Προυστ από τη μεγαλοαστική κοινωνία που ανατέμνεται ψυχρά στο μυθιστόρημα, καθώς και στον νηφάλιο τρόπο με τον οποίο αναλύει τις ιδιοτροπίες του ανθρώπινου νου. Ωστόσο, οι ομιλίες του Τσάπσκι επικεντρώνονται στο πώς ο Προυστ παρουσιάζει, μέσω του αφηγητή του, την αδιαφορία απέναντι στον θάνατο που προκύπτει όταν ο νους είναι γεμάτος αναμνήσεις οι οποίες μοιάζουν να έρχονται απρόσκλητες από τον έξω χρόνο.

Σε μια έκλαμψη ευφυΐας, ο Τσάπσκι συγκρίνει τον Προυστ με τον Μπλεζ Πασκάλ. Ίσως φαίνεται παράξενο να προσεγγίσει κανείς τον Προυστ μέσα απ’ τον Πασκάλ. Γάλλος μαθηματικός και φυσικός του 17ου αιώνα, θεμελιωτής της σύγχρονης θεωρίας πιθανοτήτων, κι ένας από τους πρώτους εφευρέτες των μηχανικών υπολογιστικών μηχανών, έγινε πρωτοπόρος της σύγχρονης επιστήμης προτού στραφεί στην «υπερκόσμια» σωτηρία που περιγράφεται στις αφοριστικές παρατηρήσεις των Σκέψεων. «Ο άνθρωπος αυτός [ο Πασκάλ], που τον κατέτρωγε η νοσταλγία του απόλυτου, έκρινε απαράδεκτη κάθε εφήμερη χαρά των αισθήσεων» [3]. Για τον Προυστ, από την άλλη μεριά, μόνο ο κόσμος των αισθήσεων υπήρχε και είχε αξία. Σ’ ένα γράμμα του προς έναν φίλο, παραδέχθηκε πως επιθυμούσε μονάχα ένα πράγμα: να απολαύσει τη ζωή και τον σαρκικό έρωτα. Συνεπώς, όπως γράφει ο Τσάπσκι, το έργο του Προυστ «μας αφήνει μια γεύση πασκαλικής στάχτης στο στόμα» [4].

Όπως καθεμία απ’ τις Σκέψεις του Πασκάλ, το μνημειώδες μυθιστόρημα του Προυστ είναι ένας στοχασμός για τον θάνατο και τη ματαιοδοξία της ζωής. Ο Σουάν, «ο τέλειος κοσμικός» [5], μαθαίνει απ’ τους γιατρούς του πως πρόκειται να πεθάνει. Όταν προσπαθεί να μοιραστεί τα νέα με τους φίλους του, παρ’ ότι τρέμει και είναι κάτισχνος, αυτοί του λένε πως δείχνει υπέροχος, κι ύστερα τον αφήνουν να στέκεται μπροστά στο μεγαλοπρεπές τους σπίτι καθώς φεύγουν, μιλώντας για τη δυσαρμονία ανάμεσα στα παπούτσια της δούκισσας και το ρουμπινένιο της περιδέραιο. Η Οντέτ, η γοητευτική εταίρα που ξελογιάζει τον Σουάν, εμφανίζεται στον τελευταίο τόμο σαν μια «γηραιά κυρία σχεδόν ηλίθια, κουρνιασμένη στο σαλόνι της κόρης της» [6], ένα «ράκος» [7] που οι καλεσμένοι της στην ουσία αγνοούν ή χλευάζουν. Όταν ο αφηγητής του Προυστ πληροφορείται τον θάνατο της Αλμπερτίν, ενός νεαρού κοριτσιού που η ομορφιά της τον έχει αιχμαλωτίσει, είναι απασχολημένος με άλλα ζητήματα και μόλις που αντιδρά.

Αυτοπροσωπογραφία

Υπάρχει όμως μια κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στον Προυστ και τον Πασκάλ, την οποία και επεσήμανε ο Τσάπσκι. Ενώ ο Πασκάλ αποστρέφεται με απέχθεια τον κόσμο, ο Προυστ αναζητά τη σωτηρία στις ανεξέλεγκτες αισθήσεις του. Ο Τσάπσκι ήταν θρησκευόμενος: γεννήθηκε και πέθανε Καθολικός, ενώ είχε μαζί του μια μικρή, πρόχειρα δεμένη Βίβλο όταν ταξίδεψε στη Ρωσία με σκοπό να ανακαλύψει τι πραγματικά συνέβη στους συγκρατουμένους του. Τολστοϊκός ειρηνιστής στα νιάτα του, ο οποίος παραιτήθηκε απ’ το πολωνικό ιππικό επειδή δεν ήθελε να σκοτώνει άλλους ανθρώπους, γοητεύτηκε απ’ τον μυστικισμό της Σιμόν Βέιλ (1909-1943), ενώ έγινε στενός φίλος με τον Ρώσο φιλόσοφο και αναζητητή του Θεού Ντμίτρι Μερεζκόφσκι (1865-1941). Ο Τσάπσκι ορθώς ανακάλυψε στο έργο του Προυστ ένα είδος θρησκείας: όχι μια ιστορία λύτρωσης αλλά έναν αγώνα να αψηφήσει τον χρόνο και την απελπισία, και να απαθανατίσει την εφήμερη στιγμή σε μνήμες νοήματος και ομορφιάς.

Στην Απάνθρωπη χώρα [8] ο Τσάπσκι περιγράφει τα ταξίδια του στη Σοβιετική Ένωση. Όπως γράφει ο Αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ – συγγραφέας των Αιματοβαμμένων χωρών (2010), της καινοτόμου μελέτης αναφορικά με τις χώρες που βίωσαν τις μαζικές σφαγές των Ναζί και των Σοβιετικών, το βιβλίο αποτελεί «ανυπέρβλητο τεκμήριο για την καθημερινότητα του σταλινισμού». Σε αντίθεση με πολλούς Δυτικούς που ταξίδεψαν στη Σοβιετική Ένωση πριν και μετά από αυτόν, ο Τσάπσκι, ο οποίος μιλούσε άπταιστα ρωσικά, ερχόταν σε επαφή με συνηθισμένους ανθρώπους όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Όσο βρισκόταν στα στρατόπεδα, είχε την εντύπωση πως η Σοβιετική Ένωση ήταν μια χώρα αφθονίας ή τουλάχιστον επάρκειας, την οποία οι άνθρωποι θεωρούσαν πατρίδα τους. Αυτό που βρήκε ήταν σχεδόν καθολική πείνα και στέρηση, που αντιμετωπιζόταν μ’ ένα μίγμα ανήμπορου θυμού και ράθυμης παραίτησης. Οι Γερμανοί πολίτες που συνάντησε στα ταξίδια του δεν ήταν διαφορετικοί. Περιγράφει μια ηλικιωμένη Γερμανίδα που συνάντησε στο βαγόνι τρίτης θέσης ενός τρένου:

Τα παπούτσια της ήταν φτιαγμένα από ακατέργαστο πετσί, ενώ είχε θαμπή, τσακισμένη επιδερμίδα, και τα τρομαγμένα μάτια τού δαρμένου σκυλιού […] Η γυναίκα ζούσε ανέκαθεν στη Ρωσία, και, όπως ένας μεγάλος αριθμός Γερμανών, είχε πλήρως ενσωματωθεί εκεί. Ζούσε σε μια μικρή πόλη της Ουκρανίας όπου παρέδιδε μαθήματα γερμανικών και δούλευε σε ένα ίδρυμα κωφαλάλων. Ταξίδευε με προορισμό τη Γερμανία, ένα μέρος με το οποίο τίποτα δεν τη συνέδεε. Για εκείνη ο Χίτλερ δεν υπήρχε· το μόνο που ήξερε ήταν πως εγκατέλειπε τη Ρωσία. Όταν ήμασταν στην Πολωνία, σ’ ένα άδειο βαγόνι, μου μίλησε γι’ αυτό ψιθυριστά. Δεν ήταν τίποτε το αξιοσημείωτο, απλώς η καθημερινότητα για κάποιον που είχε μείνει στη Ρωσία περισσότερο καιρό από έναν τουρίστα: μου είπε πως την επομένη της δολοφονίας του Κίροφ πολλές εκατοντάδες άνθρωποι απελάθηκαν προς άγνωστη κατεύθυνση […] Από ένα εργοστάσιο πήραν αρκετές δεκάδες ανθρώπους, τους φόρτωσαν σε ανοιχτά βαγόνια και τους πήγαν δεκάδες μίλια μακριά μέσα στο δριμύ ψύχος. Ήταν πολύ στριμωγμένοι, μιας και υπήρχε ελάχιστος χώρος· οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν ζεστά ρούχα, και όταν τα βαγόνια έφτασαν στον προορισμό τους, χρειάστηκε να τους κουβαλήσουν από εκεί σαν να ήταν κούτσουρα. Πολλοί από αυτούς πέθαναν από κρυοπαγήματα.

Ο Τσάπσκι ολοκληρώνει την αφήγησή του: «Ήταν σκιά του εαυτού της όταν μου διηγήθηκε την εν λόγω ιστορία στο τρένο, τα μάτια της έλαμπαν γεμάτα τρόμο». Ο τόνος του είναι συγκρατημένος και σχεδόν νηφάλιος. Περιστατικά του είδους που ανέφερε η ηλικιωμένη γυναίκα, εν τέλει, ήταν αρκετά συνηθισμένα εκείνη την περίοδο.

Ο Κάρπελες συμπληρώνει τα ταξίδια του Τσάπσκι με μια πληθώρα αποκαλυπτικών λεπτομερειών. Ενώ αναζητούσε την αλήθεια για τους αγνοούμενους αξιωματικούς και αποπέμφθηκε από τη NKVD, περιπλανιόταν στα βιβλιοπωλεία, όπου ανακάλυψε τα Άνθη του κακού του Μπωντλαίρ σε μια όμορφα δεμένη έκδοση του 1868, την οποία και αγόρασε για δέκα ρούβλια. Μισό κιλό βούτυρο κόστιζε τότε τριάντα ρούβλια. Γνώρισε την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, της οποίας ο πρώην σύζυγος, επίσης ποιητής, Νικολάι Γκουμιλιόφ, είχε εκτελεστεί το 1921 ως εχθρός του λαού. «Φορούσε ένα φόρεμα φτιαγμένο από πολύ φτηνό υλικό, κάτι ανάμεσα σε σακί και ανοιχτόχρωμο ράσο […] μιλούσε λίγο, μ’ έναν κάπως παράξενο τόνο, σχεδόν μισοαστεία, ακόμα κι όταν επρόκειτο για τα πιο θλιβερά πράγματα». (Περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Οξφόρδη, η Αχμάτοβα ξεγλίστρησε από τους Σοβιετικούς επόπτες της και επισκέφθηκε τον Τσάπσκι στο Παρίσι.) Υπάρχουν δεκάδες τέτοιες βασανιστικές ιστορίες. Συνυφαίνοντας διαρκώς τη ζωή και το έργο του Τσάπσκι με τα συντριπτικά γεωπολιτικά γεγονότα που βίωσε, το Σχεδόν τίποτα [9] είναι ένα έργο αγάπης, και με τον τρόπο του εξίσου ασυνήθιστο με τη ζωή που απεικονίζει.

Η απόπειρα του Τσάπσκι να μάθει τι απέγιναν οι σύντροφοί του αξιωματικοί απέβη άκαρπη. Μαζικοί τάφοι εντοπίστηκαν κοντά στο Κατύν το 1942 και το 1943, τους οποίους χρησιμοποίησε η προπαγάνδα των Ναζί σε μια προσπάθεια να διχάσει τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Η πολωνική κυβέρνηση ανακίνησε το ζήτημα μαζί με τις αμερικανικές και τις βρετανικές αρχές, που, μέχρι το τέλος του πολέμου, επίσημα αποδέχονταν την έκθεση των Σοβιετικών, σύμφωνα με την οποία η Γερμανία ήταν υπεύθυνη για τις δολοφονίες. Οι προσπάθειες του Τσάπσκι, ωστόσο, δεν ήταν εντελώς μάταιες. Το 1991 ο Ρώσος δημοσιογράφος Βλαντίμιρ Αμπαρίνοφ χρησιμοποίησε πληροφορίες από σοβιετικά αρχεία που πρόσφατα είχαν ανοιχθεί προκειμένου να περιγράψει τη σφαγή, κάνοντας εκτενείς αναφορές στην Απάνθρωπη χώρα.

Για το υπόλοιπο της μακράς ζωής του (πέθανε στην ηλικία των 96) ο Τσάπσκι βασανιζόταν από τη σφαγή και από το γεγονός ότι δεν σκοτώθηκε μαζί με τους συγκρατουμένους του. Αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σημασία για εκείνον, ωστόσο, ήταν η ζωγραφική κι αυτό που σ’ ένα γράμμα προς τον πρώην εραστή του, τον ζωγράφο Λούντβικ Χέρινγκ, αποκάλεσε «η σημαντικότερη και πιο προσωπική σχέση της ζωής μου».

Το 1985

Ο Τσάπσκι και ο Χέρινγκ χώρισαν μόλις άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ωστόσο οι δύο άνδρες αλληλογραφούσαν για τριάντα χρόνια, ανταλλάσσοντας εκατοντάδες επιστολές. Ο Χέρινγκ, που είχε εργαστεί κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ως νυχτοφύλακας σ’ ένα βυρσοδεψείο κοντά στο Γκέτο της Βαρσοβίας, έγραψε ένα διήγημα για την εξέγερση του 1943, το οποίο τέλειωνε ως εξής: «Τα ερείπια του γκέτο τρέμουν σαν τα τυπωμένα γράμματα πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί που γίνεται κομμάτια». Αφότου το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1946, εγκατέλειψε το γράψιμο. Όταν ξανασυναντήθηκαν στο Παρίσι το 1972, ο Τσάπσκι προσπάθησε να απαλύνει την απελπισία του φίλου του. Καθώς έπασχε από καρκίνο, ο Χέρινγκ αυτοκτόνησε το 1984. Ο Τσάπσκι τράβηξε μια γραμμή στο ημερολόγιό του, εκεί όπου είχε καταχωρίσει τον θάνατο του φίλου του. Άφησε όμως την καταχώριση ευανάγνωστη, διασώζοντας το αίσθημα της απώλειας που τον διακατείχε, αλλά και την ευγνωμοσύνη του για όλα όσα του είχε προσφέρει ο φίλος του.

Ο Τσάπσκι ζούσε σ’ ένα μικρό ατελιέ στο Παρίσι, όπου φιλοτεχνούσε ιδιαίτερα παραστατικούς, πλημμυρισμένους έντονα χρώματα πίνακες μέχρι το τέλος της όγδοης δεκαετίας της ζωής του. Όταν ρωτήθηκε γιατί το έργο του απεικόνιζε «μοναχικούς ανθρώπους, άδεια τραπέζια καφενείων, μισοκρυμμένα πρόσωπα στο μετρό, ασήμαντα καθημερινά συμβάντα που περνούν φευγαλέα μπρος από τα μάτια μας», απάντησε: «Κάθε φορά, δεν είναι σχεδόν τίποτα. Όμως αυτό το “σχεδόν τίποτα” σημαίνει τα πάντα». Όταν θάφτηκε, ο τάφος χρειάστηκε να επιμηκυνθεί, πάνω από μία φορά, ώστε να φιλοξενήσει το ειδικά κατασκευασμένο φέρετρο που περιείχε τη σωρό του.

Σημειώσεις

Το παρόν κείμενο αποτελεί μετάφραση του άρθρου: «Józef Czapski: painter, prisoner, and disciple of Proust», περ. New Statesman, 1 Μαΐου 2019. Ηλεκτρονική δημοσίευση: https://www.newstatesman.com/culture/books/2019/05/jozef-czapski-painter-prisoner-proust-lost-time-inhuman-land-almost-nothing-review (προσπελάστηκε στις 3.5.2021). Δημοσιεύεται με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου για πρώτη φορά στα ελληνικά (Józef Czapski, Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2021).

1. Józef Czapski, Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, Ποταμός, Αθήνα 2021. Αγγλ. εκδ.: Józef Czapski, Lost Time. Lectures on Proust in a Soviet Prison Camp, μτφρ. Eric Karpeles, NYRB Classics, 2018.

2. Βαρλάμ Σαλάμοφ, «Μαρσέλ Προυστ», Ιστορίες από την Κολιμά, πρόλ.-μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Ίνδικτος, Αθήνα 2011, σ. 1373.

3. Józef Czapski, Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση, ό.π., σ. 79.

4. Ό.π., σ. 81.

5. Ό.π., σ. 82.

6. Ό.π., σ. 84.

7. Ό.π.

8. Józef Czapski, Inhuman Land. Searching for the Truth in Soviet Russia, 1941-1942, εισ. Timothy Snyder, μτφρ. Antonia Lloyd-Jones, NYRB Classics, 2018.

9. Eric Karpeles, Almost Nothing. The 20th-Century Art and Life of Józef Czapski, New York Review Books, 2018.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη