Διαδρομές του αίματος
Μίνως Ευσταθιάδης, Κβάντι, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2020.
Νοσταλγούμε καμιά φορά εκείνα τα αστυνομικά μυθιστορήματα που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παιγνίδια λογικής γεμάτα παγίδες, κρυμμένα στοιχεία και αναπάντεχα ευρήματα, που δεν ήταν δηλαδή παρά καλοστημένα μυστήρια που αναζητούσαν κάποια λύση, ώστε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και η τάξη να συνεχίσει να βασιλεύει στον κόσμο. Γιατί ξέρουμε πως σήμερα τίποτα πια δεν μπορεί να μπει στη θέση του και το αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής μας, το κατεξοχήν κοινωνικό και πολιτικό λογοτεχνικό είδος δηλαδή, αυτό ακριβώς επιχειρεί να εκφράσει: το αδιέξοδο και το κενό στο οποίο καταλήγει κάθε ιστορία που ξεκινάει με ένα ή περισσότερα πτώματα.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα μυθιστορήματα του Μίνου Ευσταθιάδη και ως τέτοια τα διαβάζουμε: όχι μόνο δηλαδή για την αναμφισβήτητα ενδιαφέρουσα υπόθεση και τις έξυπνες τροπές της πλοκής τους, όσο και για την αποτύπωση –ή ίσως την αποκάλυψη– της κοινωνικής πραγματικότητας που επιχειρούν. Και, οπωσδήποτε, και για την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή τους, που αναπαράγει και ταυτόχρονα συχνά αναποδογυρίζει όλα τα κλισέ του είδους. Τον Κρις Πάπας, τον ελληνογερμανικής καταγωγής ιδιωτικό ντετέκτιβ που πρωταγωνιστεί στα τελευταία μυθιστορήματα του Μίνου Ευσταθιάδη, τον οποίο τον πρωτογνωρίσαμε στο Δεύτερο μέρος της νύχτας, το 2014, και τον ξαναβρήκαμε, πιο ολοκληρωμένο, στον Δύτη το 2018.
Τη συνέχεια την αφηγείται ο ίδιος στο τωρινό Κβάντι: «Πριν από έναν χρόνο δούλευα ως ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Αμβούργο. Ένα πρωί –τα σημαντικότερα πράγματα γίνονται το πρωί στον βορρά, το μεσημέρι στον νότο και το βράδυ στο διάστημα– οι γερμανικές αρχές αποφάσισαν να μου αφαιρέσουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος». Έτσι «…από φτηνότερος ντετέκτιβ του Αμβούργου έγινα ο μοναδικός ντετέκτιβ του Αιγίου. Διαθέτω λίγα προσόντα, αν και φοβάμαι ότι για τη συγκεκριμένη δουλειά σε αυτή την πόλη δεν χρειάζεται κανένα».
Τα προσόντα του Κρις Πάπας είναι ότι αναλαμβάνει κάθε είδους υπόθεση, μιλάει μερικές ξένες γλώσσες και εκλαμβάνει κάθε έγκλημα που έχει διαπραχθεί σαν «πρόσκληση σε μια άγνωστη χώρα, όπου όλα επιτρέπονται». Επίσης διαβάζει ποίηση, Paul Celan, Paul Verlaine, Αργύρη Χιόνη, Μίλτο Σαχτούρη, και έχει αδυναμία στη σκυλίτσα του, όπως και στην τσουλήθρα, στο ποτό, στο λιμάνι του Αιγίου και στα Mesulid για τους μόνιμους πόνους στη μέση του. Ό,τι απαιτείται δηλαδή για να τα βγάζει πέρα με την εξιχνίαση των εγκληματικών ενεργειών και με το βαρύ φορτίο του χρόνου που λυγίζει τους ώμους των θνητών.
Η ιστορία που αφηγείται ο Μίνως Ευσταθιάσης στο Κβάντι ξεκινάει στο Παρίσι με την αινιγματική δολοφονία ενός ανθρώπου χωρίς στοιχεία ταυτότητας, συνεχίζεται σε ένα νεκροταφείο κοντά στο Αίγιο, όπου ο Κρις Πάπας αναλαμβάνει χρέη νεκροθάφτη και συνομιλητή του γιου του δολοφονηθέντος, επιστρέφει για έρευνες και σεξ στο Παρίσι, όπου λαμβάνει χώρα μια ακόμη μυστηριώδης δολοφονία και οι παρεπόμενες ανακρίσεις και οινοποσίες, και ολοκληρώνεται στην υποσαχάρια Αφρική, με μια βουτιά στο παρελθόν η οποία ακολουθεί τις διαδρομές του αίματος και οδηγεί στη διαλεύκανση του μυστηρίου – αν και όχι υποχρεωτικά στην κάθαρση· ο κόσμος του 21ου αιώνα σπανίως προσφέρει κάθαρση.
Οι τοποθεσίες στις οποίες εκτυλίσσεται η αφήγηση διαδραματίζουν, φυσικά, σημαντικό ρόλο στην πλοκή και στην αναγνωστική απόλαυση, τόσο αναπαράγοντας τους κανόνες, όπως συμβαίνει με την παρισινή νουάρ ατμόσφαιρα, όσο και αιφνιδιάζοντας τον γνώστη του είδους, όπως συμβαίνει με το χειμωνιάτικο επαρχιακό Αίγιο και την αφρικανική έρημο, τόποι που ελάχιστα, θα έλεγε κανείς, ταιριάζουν σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Τον Ευσταθιάδη, ωστόσο, δεν τον ενδιαφέρει να τηρήσει αυστηρά τους κανόνες, πόσο μάλλον όταν οι φιλοδοξίες του υπερβαίνουν ή αδιαφορούν για τη δημιουργία μιας κλασικής ατμόσφαιρας και ο προβληματισμός του αγγίζει, μέσω της μυθοπλασίας πάντα, ζητήματα ιστορίας και πολιτικής που έχουμε την τάση να τα αγνοούμε. Τέτοια είναι η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αφρική, όπως συμβαίνει με το εμπόριο διαμαντιών, το εμπόριο ανθρώπων ακόμη περισσότερο, τη θέση της γυναίκας στην αφρικανική κοινωνία και την κατάσταση των μαύρων γυναικών που καταφτάνουν στην Ευρώπη.
Όπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, τον Δύτη, έτσι και εδώ ο Μίνως Ευσταθιάδης δεν αφηγείται ως κάποιος που ηδονίζεται με το Κακό και τα εφιαλτικά του σενάρια, αλλά με μια ματιά που έχει πάντα στο κέντρο της τον άνθρωπο και τις αξίες του, ακόμα και όταν, καμιά φορά, δείχνει να προτιμάει τα ζώα: «Μάλλον θα καταλήξω όπως εκείνες οι υπέργηρες κυρίες που βγαίνουν βόλτα μονάχα με το κατοικίδιό τους και ζουν αποκλειστικά γι’ αυτό. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για ένα μεταμφιεσμένο είδος μισανθρωπισμού. Ας είναι. Όταν θα αρχίσουν να μας εκτελούν οι επαγγελματίες φιλάνθρωποι, θα πάω πρώτος στη σειρά. Δεν είμαι καλός στην αναμονή. Και ειδικά χωρίς Jameson».
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Fairfield Porter. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]