frear

Μπάυρον και Αθανάσιος Ψαλίδας – γράφει η Ελένη Λάππα- Οικονόμου

«Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ»
Η Ωδή του Λόρδου Μπάυρον και η συνάντηση με τον Αθανάσιο Ψαλίδα στα Γιάννενα.

«Τα Μάρμαρα ανήκουν στην Ελλάδα και πρέπει να γυρίσουν στον τόπο τους». Με τη δήλωση αυτή, κι ενώ η Ελλάδα γιορτάζει τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, επανέρχεται ο διεθνούς εμβέλειας ηθοποιός Τζωρτζ Κλούνι στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, για τα οποία αγωνίζεται από το 2014 εμπλεκόμενος σε φραστικό επεισόδιο με τον Μπόρις Τζόνσον, τότε δήμαρχο του Λονδίνου και νυν πρωθυπουργό της γηραιάς Αλβιώνος. Η φωνή του μοιάζει σαν μακρινός απόηχος μιας άλλης κραυγής, σύγχρονης του εγκλήματος της κλοπής των ιερών και οσίων του γένους μας. Ανήκει σ’ έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τον Γιαννιώτη Αθανάσιο Ψαλίδα, και απευθύνεται στον Λόρδο Μπάυρον και τον πιστό του φίλο και συνοδοιπόρο λόρδο Χομπχάους: «Φυλάξτε καλά αυτά που κλέβετε, γιατί κάποια στιγμή θα τα επιστρέψετε στον τόπο που ανήκουν».

Ήταν Οκτώβριος του 1809, όταν ο νεαρός ποιητής Λόρδος Μπάυρον, γόνος αγγλικής αριστοκρατικής οικογένειας, μόλις 21 ετών, ακολουθώντας την τάση του περιηγητισμού στην Ελλάδα, κατέφτασε στην Ήπειρο ως ανέμελος ρομαντικός περιηγητής με φλογερή φαντασία, με σκοπό να ανακαλύψει την ψυχή της κοιτίδας του πολιτισμού και συγχρόνως να ζήσει την περιπέτεια και το μυστήριο της Ανατολής. Δεν θα μπορούσε ίσως να φανταστεί πως αυτό το ταξίδι θα τον σφράγιζε ως άνθρωπο και ποιητή. Με τη συνοδεία του πιστού του φίλου Χομπχάους επισκέφτηκαν την Πρέβεζα, την Άρτα και τη Νικόπολη στην αρχή και στη συνέχεια τα Γιάννενα. Η περιοχή δεν είχε μνημεία της κλασικής περιόδου, ώστε να αποτελεί πόλο έλξης, γιατί και η Δωδώνη ήταν αθέατη, παρά τις προσπάθειές τους να την ανακαλύψουν.

Βασικός λόγος του ταξιδιού τους ήταν η επιθυμία του Λόρδου Μπάυρον να γνωρίσει τον Αλή Πασά, γοητευμένος από τον μύθο που φαίνεται ότι είχε δημιουργηθεί στην Ευρώπη γύρω από το όνομά του. Ο λήσταρχος Τουρκαλβανός από το Τεπελένι είχε κατορθώσει διά πυρός και σιδήρου, καταπνίγοντας στο αίμα κάθε επαναστατικό κίνημα και καθυποτάσσοντας τους Σουλιώτες, να κυριαρχήσει ως στυγερός τύραννος και φιλόδοξος ηγεμόνας για 34 χρόνια σε ένα μεγάλο κομμάτι του Ελλαδικού χώρου (1788-1822), δημιουργώντας «κράτος εν κράτει» στην καρδιά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, με σκοπό την απόσχιση και ανεξαρτητοποίηση. Με δικό του διπλωματικό επιτελείο από επιφανείς Γιαννιώτες επικοινωνεί άμεσα με τους κυβερνήτες της Ευρώπης, χωρίς τη μεσολάβηση της Πύλης, μεταξύ των άλλων και με τον Μέτερνιχ, ζητώντας του Σύνταγμα για να κυβερνήσει τους υπηκόους του. Πρωτεύουσά του τα Ιωάννινα, τα οποία και ανέδειξε ως τη σημαντικότερη πόλη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη, εκμεταλλευόμενος και αξιοποιώντας τη μακρόχρονη πνευματική και οικονομική της ανάπτυξη. Ο αγράμματος αλλά ευφυής και οξυδερκής Αλής αντιλήφθηκε εγκαίρως τη δύναμη της ανερχόμενης αστικής τάξης των Ιωαννίνων, που ήταν αμιγώς ελληνική, την ενίσχυσε και ευνόησε την ελληνική παιδεία και την ελληνική γλώσσα, την οποία και καθιέρωσε ως επίσημη γλώσσα στο πασαλίκι του. Έτσι τα Γιάννενα την περίοδο αυτή, συνεχίζοντας τη μεγάλη πνευματική τους παράδοση με τις πολλές Σχολές, τα βιβλιοπωλεία και τη συνεχή επικοινωνία με τα ελληνικά τυπογραφεία των Ηπειρωτών της Δύσης, καθώς και το ακμάζον εμπόριο, αναδείχτηκαν σε μεγάλο πνευματικό και οικονομικό κέντρο.

Όταν οι υψηλοί επισκέπτες έφτασαν στην πόλη, ο Αλής έλειπε στο Τεπελένι, είχε δώσει όμως εντολή στους στενούς συνεργάτες του, Γιαννιώτες οι πιο πολλοί, να τους παρέχουν φιλοξενία αντάξιά τους. Τους υποδέχτηκε ο Δεσπότης της πόλης και ο γραμματικός του Αλή, ο Σπύρος Κολοβός, που μιλούσε άπταιστα γαλλικά και κατέλυσαν στο αρχοντικό σπίτι του Νικολού- Αργύρη Βρεττού, που είχε ζήσει χρόνια στην Τεργέστη και μιλούσε πολύ καλά ιταλικά. Τον νεαρό, εκκεντρικό αριστοκράτη εξέπληξε η ελληνική πραγματικότητα της πόλης. Σε γράμμα στη μητέρα του αργότερα αναφέρει: «Τα Ιωάννινα, σύμφωνα με μαρτυρία των ιδίων των Ελλήνων, υπερτερούν της Αθήνας στον πλούτο, την ανάπτυξη, την παιδεία και τη διάλεκτο των κατοίκων, η οποία μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνην του Φαναρίου». Εμπνεόμενος από το περιβάλλον της πόλης και γενικότερα από το πρώτο αυτό ταξίδι του στην Ελλάδα άρχισε στις 31 Οκτωβρίου του 1809 να γράφει στο σπίτι του Νικολού-Αργύρη Βρεττού, ως ποιητικός υπέρμαχος της Νέας Ελλάδας, τη μεγάλη ποιητική του σύνθεση «Τσάιλντ Χάρολντ», που αμέσως έγινε γνωστή στο Λονδίνο και τον καθιέρωσε θριαμβευτικά ως ποιητή όχι μόνο στην Αγγλία αλλά και διεθνώς. Ο αγάπη του στην Ελλάδα, που αργότερα θα πάρει ηρωικές διαστάσεις με τη ενεργό συμμετοχή του στον Αγώνα, έχει αρχίσει ήδη να χαράσσεται στην ευαίσθητη ψυχή του.

Μεταξύ των άλλων επιφανών κατοίκων συναντήθηκε και με τον διδάσκαλο του Γένους Αθανάσιο Ψαλίδα, διευθυντή της Καπλανείου Σχολής, ο οποίος τον εντυπωσίασε. Λόγιος, από τις κορυφαίες μορφές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, συγγραφέας, γιατρός, γεννήθηκε το 1769 στα Γιάννενα και πέθανε στη Λευκάδα το 1829. Φοίτησε αρχικά στη Μπαλαναία Σχολή, στη συνέχεια μετέβη στη Μόσχα, όπου και σπούδασε και αργότερα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βιέννη στην ιατρική, τη φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες. Φλογερός πατριώτης, ζώντας τον πυρετό του ξεσηκωμένου πνευματικά γένους, αρνείται να διδάξει στην Ακαδημία της Πέστης, που τον κάλεσαν, και κατεβαίνει στα Γιάννενα, ως απόστολος του Διαφωτισμού. Εκεί ανέλαβε τη διεύθυνση της φημισμένης Καπλανείου Σχολής για 25 χρόνια. Πρωτοπόρος και επαναστάτης, υπέρμαχος της «καθαρής» δημοτικής γλώσσας, δάσκαλος, παιδαγωγός και ηγέτης χτυπάει τον ραγιαδισμό και τον σχολαστικισμό, βοηθάει τη φτωχολογιά, προωθεί την ευφυΐα, αφυπνίζει τη νεολαία, την ενθουσιάζει καλλιεργώντας την ελεύθερη σκέψη, επιβάλλοντας τις φυσικές επιστήμες, ενώ εξίσου τον ενδιαφέρουν τα κοινωνικά και εθνικά προβλήματα.

Ο Μπάυρον εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητά του. Η συνάντησή τους όμως δεν υπήρξε ανέφελη. Ήταν η περίοδος που λεηλατούνται τα μνημεία της αρχαιότητας από επώνυμους Ευρωπαίους ευγενείς, όπως ο Άγγλος αρχιτέκτονας Κόκερελλ, ο Γερμανός δούκας φον Χάλερσταιν, ο Βαυαρός φον Χάκεν, ο Εσθονός βαρώνος φον Στάλκεμπεργκ και ο Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα Φωβέλ. Πρωθιερέας όλων ο λόρδος Έλγιν, που είχε καταφέρει, ως έκτακτος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, δωροδοκώντας και εξαπατώντας, να αρπάξει από τον Παρθενώνα τα πολύτιμα Μάρμαρα (1801-1804). Ο Ψαλίδας είχε πληροφορηθεί την αρπαγή των ελληνικών θησαυρών από τον ιερόσυλο Σκώτο και βρήκε την ευκαιρία στο σπίτι του Αργύρη Βρεττού να επιτεθεί με δριμύτητα, ιδιαίτερα στον Χομπχάους. Εκείνος ενοχλήθηκε, ενώ ο Μπάυρον τον παρακολουθούσε, χωρίς να συμμετέχει. Τα αυστηρά όμως λόγια του Ψαλίδα βρήκαν απήχηση βαθιά στην ευαίσθητη ψυχή του για την αδικία εις βάρος των Ελλήνων και την ιεροσυλία της φριχτής λεηλασίας. Το συνειδητοποίησε αργότερα, όταν βρέθηκε στην Αθήνα και αντίκρισε τον λεηλατημένο Παρθενώνα. Έγινε από τότε ο μεγαλύτερος κατήγορος των βέβηλων Ευρωπαίων.

Καρπός αυτής της στάσης του είναι η περίφημη ωδή του « Η Κατάρα της Αθηνάς» (The Curse of Minerva), που μαστιγώνει τον Έλγιν και τους ομοίους του. Το ποίημα αυτό ανήκει στις νεανικές, ρομαντικές, ποιητικές δημιουργίες του, είναι μακροσκελές και αποτελείται από 312 στίχους, από τους οποίους οι 206 αναφέρονται στο επίμαχο θέμα. Κατακεραυνώνει τον αρχαιοκάπηλο Σκώτο λόρδο Έλγιν και υψώνεται ως μια φωνή διαμαρτυρίας και μομφής του πολιτισμένου κόσμου προς τον βάρβαρο ιερόσυλο. Αφηγηματικό και περιγραφικό εξυμνεί αρχικά τις ομορφιές και την αρχαία δόξα της Αττικής, που την αγναντεύει ανεβασμένος μόνος στον Ιερό Βράχο, στο ναό της Παλλάδας. Τότε παρουσιάζεται ως οπτασία η θεά Αθηνά και αρχίζει ένας λυρικός και δραματικός διάλογος:

Ονειροπολώντας είχα για πολύ ‘κει απομείνει
θεωρώντας τι απ’ τη δόξα την παλιά είχε απομείνει,
όταν ξάφνου, εκεί μπροστά μου, μια γιγάντια θεότης ,
η Παλλάδα, με σιμώνει πάνω εκεί, μεσ’ στο ναό της!
Η Αθηνά ήταν η ίδια, αλλά τόσο αλλαγμένη.
………………………………………………………………………
Aν και από τους αθανάτους τα λαμπρότερα είχε νιάτα,
δακρυσμένη είναι τώρα η θεά η γαλανομάτα.
Να το κράνος της κομμάτια. Τσακισμένο το κοντάρι,
κι ούτε τους νεκρούς δεν σκιάζει. Της ελιάς το νιο βλαστάρι
π’ ολοένα το κρατούσε , να το είναι μαραμένο
και ξερό, καθώς το σφίγγει με το χέρι παγωμένο.

Στη συνέχεια η θεά κατακεραυνώνει τους Βρετανούς για το ανοσιούργημα που ούτε οι Γότθοι ούτε οι Τούρκοι τόλμησαν.

«Η Παλλάδα πρώτος θα ‘ναι της πατρίδας σου ο εχθρός,
Την αιτία θες να μάθεις;-ιδέ τριγύρω σου και μπρος.
Κοίτα, άδειος ο ναός μου, κατοικία ρημαγμένη,
Και στοχάσου τι μιζέρια είναι γύρω απλωμένη».

Ο ποιητής βρίσκει ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί έντονα, γιατί ο βέβηλος Έλγιν είναι Σκώτος και όχι Βρετανός («Μην κακίζεις την Αγγλία, Αθηνά! Απ’ τη Σκωτία ήτανε ο συλητής σου… για τον πλούτο χίλιους τρόπους εφευρίσκουν τα παιδιά της…»), εκφράζοντας την απέχθειά του για τους Σκώτους, κατάλοιπο από τα δύσκολα, στερημένα παιδικά του χρόνια στη Σκωτία αλλά και από τις μετέπειτα αρνητικές κριτικές ορισμένων Σκώτων για την ποίησή του. Θα συνεχίσει η θεά και θα ολοκληρώσει αγανακτισμένη κατακεραυνώνοντας με κατάρα τον ίδιον τον Έλγιν και τα παιδιά του και θα τον συγκρίνει τελικά με τον Ηρόστρατο:

«Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ‘κανε αυτή την πράξη
Η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
……………………………………………………………………..
Ω, καταραμένη να ‘ναι η ζωή του και ο τάφος,
Και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλο το πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ‘κείνου θα γράψει
Του τρελού, που της Εφέσου το ναό ‘χε κατακάψει.
Κι η κατάρα μου πιο πέρα κι απ’ τον τάφο του να πάει.
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε,
έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο θ’ απομένει…».
(Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος)

Ολόκληρο το ποίημα διακρίνεται για τη βαθιά γνώση της αρχαίας Ελλάδας και τον θαυμασμό του για τα επιτεύγματά της, απόρροια της κλασικής του παιδείας. Αποτελεί μια πρώιμη, λυρική, ποιητική εκδήλωση, έκφραση της αγάπης του για την Ελλάδα , η οποία δεν θα αργήσει να μετουσιωθεί στο ύψιστο πνεύμα του Φιλελληνισμού με ύστατη προσφορά του την αυτοθυσία στις 7 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι.

Ο Εθνικός μας Ποιητής αναγνωρίζοντας την αξία της προσφοράς του στον Αγώνα θα τον υμνήσει στον ύμνο του «Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον» αρχίζοντας:

Λευτεριά, για λίγο πάψε
Να χτυπάς με το σπαθί,
Τώρα σίμωσε και κλάψε
Εις του Μπάυρον το κορμί.

Πηγές:

1) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών.

2) Λόρδος Μπάυρον, Αναστάσιος Παπασταύρου, τ. Α΄,Β΄, εκδ. Δωδώνη-Οδυσσέας, 2006.

3) Αλή Πασάς, Αναστάσιος Παπασταύρου, τ. Α΄, ΕΚΔ. Απειρωτάν, 2013.

4) Ελληνική Πεζογραφία, Μιχαήλ Περάνθης. Τ. Β.

5) Byron, «Η κατάρα της Αθηνάς», Πάνος Καραγιώργος, http://karagiorgos.blog-net.ch/gr/articles-and-essays/Byron-the-…

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη