frear

Αγαπώντας παράφορα τη ζωή – της Χριστίνας Φραγκεσκάκη

Λίλη Λαμπρέλλη, Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826, εικ. Κατερίνα Βερούτσου, Πατάκης, Αθήνα 2021.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προσεγγίσει κανείς το ανείπωτο. Να μιλήσει για την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης κατάστασης. Για τις ακραίες στιγμές της ιστορίας, τον πόνο, για τη βεβαιότητα του θανάτου που καραδοκεί. Η Λίλη Λαμπρέλλη, στο βιβλίο της Έντεκα μέρες του Απρίλη 1826, σοφά και με μεγάλη τέχνη, επιλέγει μια στρατηγική αφήγησης που ενσωματώνει κατά τόπους τον τρόπο του μαγικού παραμυθιού και της γλώσσας που το εξιστορεί.

«Ήταν μια φορά μια πλωτή πόλη με τριάντα πύργους κι εφτά πύλες, χτισμένη ανάμεσα σε δυο λιμνοθάλασσες{…}. Μεσολόγγι, που πά’ να πει τόπος τριγυρισμένος από λίμνες». Η εναρκτήρια φόρμουλα της γραφής της, «Ήταν μια φορά…», βάζοντας τον μυθικό χρόνο ανάμεσα στα γεγονότα των έντεκα ημερών (εννιά μέρες πριν και δύο μέρες μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου) και στον αναγνώστη, διευκολύνει τον τελευταίο να ακολουθήσει την κλιμάκωση των δυσκολιών, των αβάσταχτων στερήσεων, της κακουχίας, να συνοδεύσει μέχρι τέλους τα πρόσωπα, να φτάσει μαζί τους στην κορύφωση της οδύνης. Να είναι εκεί. Σ’ αυτή τη διαδρομή συνεπικουρείται από μια γλώσσα ρέουσα και ολοζώντανη, πυκνή και αφαιρετική, γεμάτη μουσικότητα και δύναμη. Τη γλώσσα της προφορικής λογοτεχνίας που η συγγραφέας γνωρίζει καλά πως είναι ένα από τα ασφαλέστερα μέσα και τα πιο ποιητικά για να ειπωθεί ακόμα και η φρίκη, το μη περαιτέρω, αλλά και για να υμνηθεί το μεγαλείο.

Η συγγραφέας υπογραμμίζει την παρουσία των Γελεκτσήδων, μιας ομάδας ατρόμητων νέων, που ζουν στο Μεσολόγγι, παίρνουν το όνομά τους από το γιλέκο που φορούν για να μην τους βαραίνει η κάπα, τολμούν διαρκώς τα πιο δύσκολα. Δρουν κυρίως το δωδεκάμηνο της δεύτερης πολιορκίας (από τις 15 Απριλίου του 1825 και μέχρι τη νύχτα της Εξόδου, 10 προς 11 Απριλίου του 1826). Είναι τα λιονταράκια της Φρουράς, που «δε λιγοψυχούν ποτέ, δεν παραδίδονται ποτέ, δεν αυτοκτονούν». Οι περισσότεροι δεν είναι πάνω από 17 χρονών. Χάνουν τη ζωή τους σχεδόν όλοι για τη λευτεριά.

Με βάση τις μαρτυρίες των αγωνιστών, κυρίως των Κασομούλη και Σπυρομήλιου, ακολουθεί τη ροή των γεγονότων και επινοεί τον Μάρκο τον Γελεκτσή, έναν νέο για τον οποίο η πολιορκία και η Έξοδος θα γίνουν οι πύλες μιας άγριας μετάβασης, μιας, πέρα από το ανθρώπινο, σκληρής, αδιαπραγμάτευτης, εντούτοις, ενηλικίωσης. Ο Μάρκος που έχει χάσει ήδη τον πατέρα του από βόμβα, και την μεγάλη αδελφή των εννιά χρονών από αρρώστια, ζει με τη βουβή και αδάκρυτη μάνα του και το μια σταλιά μωρό τους που ήταν κι αυτό «αμίλητο και στοχαστικό σαν γριά εκατό χρονών». Μαθαίνει γράμματα στο σπίτι του γιατρού του Γιάννη του Μάγερ, που γνώριζε καλά τα ελληνικά, κι ας ήταν Ελβετός, και ξέρει απέξω τον Θούριο του Ρήγα, που του τον χάρισε, τυπωμένο στο τυπογραφείο του, ο Θεσσαλονικιός τυπογράφος Δημήτρης Μεσθενές.

Η ιστορία του Μάρκου του Γελεκτσή, μια ιστορία συνεχών απωλειών και μεγάλου σθένους, διατρέχει όλο το βιβλίο, φανερώνοντας σιγά σιγά, με ευκρίνεια και απολύτως στέρεα το πρόσωπό του. Το πρόσωπο του ήρωα. Η αποκάλυψη αυτή, εκτός από τη βαθιά συγκίνηση που κουβαλά, θέτει και ερωτήματα στον σύγχρονο αναγνώστη. Ερωτήματα γύρω από την αντοχή στον πόνο και στη στέρηση, τις ακρότατες συνθήκες που εκτίθεται πολλές φορές η ανθρώπινη ύπαρξη, τις συγκρούσεις και τις επιλογές, γύρω από την έννοια της αφοσίωσης σε ένα προσωπικό και συλλογικό χρέος, της θυσίας, το νόημα του θανάτου αλλά και της ελευθερίας, της υπέρβασης.

«Μέσα κι έξω απ’ τα σπίτια όλοι δούλευαν σαν μέλισσες σε μελίσσι. Κουβαλούσαν γέροντες κι αρρώστους στα τέσσερα πέντε πιο γερά αρχοντικά της πόλης, κουβαλούσαν έπιπλα βαριά ν` αμπαρώσουνε πόρτες και χαμηλά παράθυρα. Απλώναν ρούχα οι γυναίκες στις αυλές. Και πήρε να σουρουπώνει κι ανάψαν φαναράκια και συνεχίσαν να πηγαινοέρχονται στους δρόμους, σαν τις νύχτες των αγρυπνιών της Μεγάλης Εβδομάδας, με θλίψη γλυκιά, γιορτινή, σαν τότε που πιστεύαν πως όπου να `ναι ο σταυρωμένος Χριστός θ` αναστηθεί και θα γιορτάσουνε το Πάσχα».

Από την πρώτη στιγμή της εξιστόρησης και ενώ ο θάνατος παραμονεύει παντού, σε περιλούζει ταυτόχρονα, σε ζεσταίνει με την ανάσα του, ο ήλιος της ζωής. Οι πρωταγωνιστές βαδίζουν προς την έξοδο με την επίγνωση του θανάτου, λαχταρώντας διακαώς, αγαπώντας παράφορα, τη ζωή. Τη ζωή όπως την εννοούν. Με ελευθερία, πλήρως νοηματοδοτημένη.

Υπομένουν καρτερικά την πολιορκία και παλεύουν με ό,τι δύναμη τους έχει απομείνει, τις φυσικές κακουχίες, την πείνα, τη δίψα, τις αρρώστιες, την απώλεια. Απέναντι στις τουρκικές και αιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό που τους καλεί να χαρούν την Άνοιξη, τον έρωτα, την ομορφιά. Είναι Απρίλης, η φύση παραληρεί, λαχταρούν να ξαναβρούν ό,τι αγαπούν και επιλέγουν την ηρωική Έξοδο.

«Περπατούσε κόσμος πολύς με μεγάλη δυσκολία, ο ένας πίσω από τον άλλο πάνω απ` τα παπλώματα και τα στρωσίδια, που με τους πρώτους που περάσαν πέρα είχανε γίνει σκέτη λάσπη. Περπατούσε κι η Φρουρά πάνω απ` τα στενά γεφύρια κι ακουγόταν ένας ήχος μουντός, ρυθμικός, απόκοσμος από τα βήματά τους, σαν να `βγαινε απ` την καρδιά της γης».

Η Λίλλη Λαμπρέλλη, στο χρονικό των έντεκα ημερών του Απρίλη 1826, μας δείχνει, με πυκνό πάθος και λεπτή τέχνη, τον ηρωικό, υπεράνθρωπο δρόμο των πολιορκημένων, το βαθύ, άγριο ποτάμι που διασχίζουν για να βγουν ελεύθεροι και ωραίοι στην όχθη της αιωνιότητας. Εκεί που όλα λούζονται στο φως.

Οι εικόνες της Κατερίνας Βερούτσου συνοδεύουν χαμηλόφωνα και ρυθμικά το εκλεκτό κείμενο.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

 

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη