ΙΙΙ.
Είχα μέσα μου στρώσει – δεν πρόκειται μόνο για τον εαυτό μου
Με στοργή το κρεβάτι, άναψα τη λάμπα ταχτοποίησα τα βιβλία
Τις οπτασίες του ταβανιού και περίμενα στις οχτώ το Μεσολόγγι
Και στις εννιά τον έρωτά μου
Την άλλη μέρα με βρήκαν σε υπόσταση θρησκευτική
Αναπολούσα τις ομιλίες
Το ρόλο της προσευχής τον έπαιζα στα δάχτυλα
Ήξερα πότε πρέπει να σιωπώ
Και πότε τέλος πάντων ν’ ανοίγω στα σπλάχνα μου δυο δωμάτια
Κι εκεί να μαζεύω τους φίλους τα βράδια
Στο ένα δωμάτιο να μην υπάρχουν εικονίσματα στο άλλο να υπάρχουν
Ώστε να παρασταίνω το Σωτήρα και την εκστατική αναπόληση
Ή και το άγαλμα με τεντωμένο χέρι
Προς την υφή του νευρικού συστήματος
…………………………………………………………….
Σκέφτηκα τότε να προσέξω τα χέρια μου
Με νεύριασαν, τ’ άρπαξα κι εγώ στα γόνατά μου
Και μ’ ένα σφυρί βάλθηκα να τα τσακίσω
Στο τέλος δεν το κατόρθωσα κι από τότε πιστεύω στα χέρια
Κάθε βράδυ τα χαϊδεύω
Και δεν αφήνω ποτέ τους πρόστυχους να τα πλησιάσουν.
ΙV.
Και τώρα μαζεύοντας κάθε απόγευμα ασβέστες έρημων σπιτιών
Σκιές πλατανιών νευρικά τηλεφωνήματα άσκοπους πυροβολισμούς
Και ιδρώτες εφημεριδοπωλών αποτελώ προσεχτικά και με τέχνη
Αλλά και με περίσκεψη το σώμα μου
Το ονομάζω Ευαγγελιστή
Κάθομαι σε αχανείς αμμουδιές
Και φτιάχνω από τη σκέψη μου μυστήρια κιούπια.
Μ’ αρπάχνει στα μπράτσα του ο λαός
Με ανακηρύσσει ελευθερωτή και χαλκουργό μα εγώ τίποτα
Είμαι πείσμων και προτιμώ να πουλώ γραβάτες
Και να τις σφίγγω πολύ στους πελάτες
Να βλέπω τον ξανθό Απρίλη και τον έρωτα
Να στήνουν χορό στους λαιμούς
Αχ όλα αυτά με φόντο σε πελώριους κήπους
Αχ μια χαριτωμένη κηπούπολις η Νικομήδεια
Και μέσα εκεί καυγάδες Εσπερίδων
Και ηλεκτρικά φανάρια διαρρηκτών.
VII.
Στον Μανόλη Αναγνωστάκη
Το ν’ ακούει κανείς το πρωί τη βιασύνη των πουλιών
Το να ψάχνει στα μάτια των άλλων να βρει λίγα τοπία
Το να αισθάνεσαι αλλιώτικος μετά από γλέντι όταν μένεις μόνος
Και παίζεις με την έχτρα και τη φιλία του εαυτού σου
Αυτό σημαίνει κίνδυνο
Σημαίνει αναγωγή της λύπης στη μονάδα
Έτσι λοιπόν ξανά σε θυμήθηκα
Ταίριαξα τη γραμμή του ώμου σου με την πιο χαρούμενη μέρα μου
Τα μάτια σου δε μ’ άφηναν να ησυχάσω
Κι από πού δε μου έρχονταν
Απ’ τη βροχή
Απ’ τ’ αμπέλια
Από τα κουρασμένα χέρια της χωριάτισσας
Κι από μένα τον ίδιο
Σε θυμόμουν και σε είχα στη μνήμη μου
Όπως ένα κομμάτι ζάχαρη στο νερό.
VIIΙ.
Αύριο πηγαίνω στην Κόρινθο, σκέφτομαι το λεωφορείο που θα φτάσει βαρύ
Από σήμερα βουίζει στην καρδιά μου η Κόρινθος
Έτοιμες κιόλας οι χαραμάδες
Κι ένα γαλάζιο φως καταμεσής βυζαντινού μπορντέλου
Πέντε πόρνες μαλώνουν ή χορεύουν
Μη μ’ αγγίσουν στο σώμα, καλά θα ’μαι κει γεμάτος ασπρίλα και μια μόνη σκέψη μου
Κυνηγημένη χανούμ στη βιά της να σπάει τα πιθάρια (ποιος φανταζόταν
Τόσα πουλιά στα πιθάρια) σκαρφαλωμένη στις οροφές των μουσείων
Αν αύριο δεν πάω στην Κόρινθο
Θε μου πώς θα ιδώ σακατεμένα τα χέρια μου
Πώς θα υποφέρω σ’ όλη μου τη ζωή τα γοτθικά καμπαναριά
Αύριο να φύγει τούτο το ταξίδι απ’ το πετσί μου
Να λυτρώσω το κορμί μου απ’ αυτό το ταξίδι
Να το τρίψω πάνω στον αγέρα όπως θαμπό μαργαριτάρι σε μάλλινο ύφασμα
Έτσι να φτάσω στην Κόρινθο μισός άνθρωπος μισός διαδρομή
Και στη μέση άγριο μελίσσι θυμωμένο.
[Τα ποιήματα δημοσιεύονται με αφορμή την εκδήλωση του Κύκλου Ποιητών για τον Δ.Π. Παπαδίτσα (Σάμος 1922-Αθήνα 1987), «του καλύτερου ποιητή της γενιάς μας» κατά τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τη Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου στο Πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων, στις 6 μ.μ., με ομιλητή τον Δημήτρη Αγγελή. Το έργο που κοσμεί την ανάρτηση είναι του John Graham.]