Ο Γιώργος Σεφέρης, ως γνήσιος εκπρόσωπος του μοντερνισμού, αναζητά στο σύνολο του συγγραφικού έργου του, σε σημαντικό βαθμό, την έννοια της ελληνικής ταυτότητας. Παράλληλα, κινείται επαγγελματικά σε ένα «κοσμοπολίτικο» περιβάλλον διανοουμένων και εκπροσωπεί το ελληνικό κράτος ως διπλωμάτης. Το γεγονός δε ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκτός των συνόρων της Ελλάδας δημιουργεί ακόμη εντονότερη την εντύπωση της συγγένειάς του με τον αγγλοσαξονικό μοντερνισμό, οι κυριότεροι εκπρόσωποι του οποίου έζησαν επίσης και κυρίως εκτός των κρατών καταγωγής τους (Ezra Pound, T.S. Eliot, James Joyce). Η γεωγραφική αυτή απόσταση, καθώς και η κατά διαστήματα κατάργησή της έχουν διαμορφώσει μια ενδιαφέρουσα, δυναμική και ευρεία άποψη περί της ελληνικής ταυτότητας, κατά περίπτωση, σε σχέση με την εστίαση και τη συναισθηματική εμπλοκή ή φόρτιση του συγγραφέα.
Ας διευκρινιστεί εξαρχής ότι το ζήτημα του επαναπροσδιορισμού μιας ελληνικής ταυτότητας, όπως τη διαπραγματεύεται στο σύνολο του έργου του ο Σεφέρης, εμπεριέχει πολλές παραμέτρους και σχήματα, ώστε να καθίσταται αδύνατη η κάλυψή του σε αυτό το άρθρο. Εξάλλου, στόχος μου εδώ είναι η σύντομη ανίχνευση του θέματος μέσω του μακροβιότερου και πληρέστερου προσωπείου του συγγραφέα, του Στράτη Θαλασσινού. Το προσωπείο αυτό διατρέχει τόσο το ποιητικό όσο και το πεζογραφικό έργο του Σεφέρη, καθώς και τα ημερολόγια για περίοδο περίπου τριάντα χρόνων (καλοκαίρι 1924 έως τον Ιανουάριο 1955, με κάποιες μεταγενέστερες σποραδικές και εκ παραδρομής αναφορές έως τον Φεβρουάριο 1956[i]). Ο Στράτης αποτελεί το κατεξοχήν alter ego του συγγραφέα[ii] και εκφράζει συχνά ή κυρίως τη δεύτερη αφηγηματική φωνή ή την εναλλακτική θεώρηση των καταστάσεων και των γεγονότων. Επιπλέον, ας σημειωθεί ότι αρχικά αυτό το προσωπείο απαντάται ως Στράτης στα πρώτα πεζά κείμενα του Σεφέρη, ενώ η προσθήκη του επωνύμου Θαλασσινός εμφανίζεται μόλις το 1931, στην ημερολογιακή εγγραφή της 1ης Νοεμβρίου[iii], και παράλληλα στα ποιήματα αυτής της περιόδου[iv]. Το ότι τα δύο προσωπεία ταυτίζονται είναι, κατά τη γνώμη μου, σαφές και από τη μετέπειτα πορεία του Στράτη ή του Στράτη Θαλασσινού, καθώς και από διάσπαρτες ενδείξεις στις ημερολογιακές εγγραφές του Σεφέρη.
Ας παρακολουθήσουμε κατ’ αρχάς χρονολογικά τη γεωγραφική πορεία του Στράτη, παράλληλα με κάποιες βασικές βιογραφικές συντεταγμένες του Γιώργου Σεφέρη, προσέγγιση χρήσιμη, πιστεύω, όπως θα φανεί παρακάτω:
- Το καλοκαίρι του 1924 και αφού ο Σεφέρης ολοκληρώνει τις σπουδές του στο Παρίσι, εγκαθίσταται για μερικούς μήνες στο Λονδίνο. Εκεί, μεταξύ άλλων, σχεδιάζει το πρώτο του πεζό κείμενο: ένα μυθιστόρημα, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος. Τίτλος του Στο απέραντο σκάκι της «Κονκόρτας»[v]. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Παρίσι και το υλικό αντλείται προφανώς από βιώματα του συγγραφέα κατά τη διάρκεια των σπουδών του.
- Μετά το πέρας των σπουδών του και την επιστροφή του στην Αθήνα, ο Σεφέρης καταπιάνεται με την πρώτη γραφή ενός άλλου μυθιστορήματος, με τίτλο Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (Αθήνα, 1974). Η συγγραφή του θα διαρκέσει από το 1926 έως το 1930[vi], ενώ πολύ αργότερα ο συγγραφέας θα επανέλθει στο κείμενο (το 1954 στη Βηρυτό) για να οριστικοποιήσει τη μορφή του και να προσθέσει τα απαραίτητα στοιχεία διακειμενικότητας με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη[vii], χωρίς όμως να αλλάξει ουσιαστικά τον Στράτη. Η υπόθεση του ημερολογιακού μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στα 1928 στην Αθήνα και φέρει αυτούσιες ή ελαφρώς παραλλαγμένες πολλές εγγραφές από τις Μέρες Α’.
- Το 1931 ο Σεφέρης αναχωρεί για το Λονδίνο όπου διορίζεται υποπρόξενος. Εκεί συνθέτει, ανάμεσα σ’ άλλα, και κάποια ποιήματα, τα οποία αποδίδει στον «ποιητή» πια Στράτη Θαλασσινό. Όσα θεώρησε ολοκληρωμένα εντάχθηκαν αργότερα στο Τετράδιο γυμνασμάτων (Αθήνα, 1940). Σε αυτά τα ποιήματα αρχίζει ήδη να διακρίνεται η ταύτιση του Στράτη Θαλασσινού με τον μυθικό Οδυσσέα, ή έστω ασαφώς πολλά στοιχεία από την οδυσσειακή θεματολογία.
- Μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση κατά τη γερμανική κατοχή, το 1941, ο Σεφέρης μεταβαίνει στη Νότιο Αφρική και αργότερα, το 1942, στην Αίγυπτο όπου θα παραμείνει για δύο χρόνια. Απ’ αυτή την περίοδο βρίσκουμε δύο εκτενή ποιήματά του, τα οποία συμπεριλήφθηκαν στο Ημερολόγιο καταστρώματος β’ (Αλεξάνδρεια, 1944), και αποτελούν αμιγείς οδυσσειακές παραλλαγές του νόστου και της νέκυιας, αυτή τη φορά με τον Στράτη Θαλασσινό ως πρωταγωνιστή.
- Το 1952, ο Σεφέρης διορίζεται στη Βηρυτό πρέσβης για τη Μέση Ανατολή (Λίβανο, Συρία, Ιορδανία, Ιράκ), μέχρι και το 1956. Απ’ εκεί μεταβαίνει τρεις φορές στην Κύπρο, όπου και τον συνεπαίρνει η ελληνική, αλλά διαφορετική από του ελληνικού κράτους, ατμόσφαιρα στα χρόνια λίγο πριν από τον αντιαποικιακό αγώνα κατά των Άγγλων. Παράλληλα με τα ποιήματα που συνθέτει αυτή την περίοδο, σχεδιάζει και νέο μυθιστόρημα, τον Βαρνάβα Καλοστέφανο (Αθήνα, 2007), το οποίο έφερε αρχικά τον τίτλο Ο Στράτης Θαλασσινός στην Κύπρο. Στα αποσπάσματα αυτού του ανολοκλήρωτου έργου, το οποίο φαίνεται να εγκαταλείπει οριστικά στα 1956[viii], είναι προφανής η σταδιακή αποδέσμευση του συγγραφέα από το προσωπείο του Στράτη. Τα ποιήματα αυτής της περιόδου το αποδεικνύουν περίτρανα. Ο συγγραφέας άλλωστε, εν μέσω της σύνθεσης του μυθιστορήματος, δηλώνει στα ημερολόγιά του[ix] την αλλαγή του ονόματος του ήρωα από Στράτη σε Σταύρο. Έπειτα απ’ αυτή την ημερομηνία δεν απαντάται ξανά ονομαστικά ο Στράτης, παρεκτός σε κάποια –ίσως και μεταγενέστερα– αποσπάσματα του μυθιστορήματος, όπου προφανώς εκ παραδρομής ο Σταύρος ξαναβρίσκει την προγενέστερη ονομασία του[x].
Η αναζήτηση εκδοχών της ελληνικής ταυτότητας συνεξετάζεται παράλληλα με την ποιητική ωριμότητα του συγγραφέα. Εξάλλου, όπως φάνηκε και με την αμέσως προηγούμενη χρονολογική παρουσίαση της χρήσης του προσωπείου του Στράτη, όσο ο Σεφέρης κατασταλάζει ποιητικά, γλωσσικά και αισθητικά, τόσο απομακρύνεται από το alter ego του, για να προχωρήσει στη δημιουργική χρήση και ένταξη αρχέτυπων μορφών, όπως αυτών του Οδυσσέα, της Ελένης, του Τεύκρου κ.ο.κ.[xi], αλλά και για να απογυμνώσει το δικό του «εγώ» μέσα στην ποιητική έκταση[xii].
Ο Στράτης εμφανίζεται ήδη αρκετά νωρίς[xiii] στο έργο του συγγραφέα, ως η άλλη φωνή του, αποτελώντας κατ’ αυτό τον τρόπο ουσιαστικά ένα γλωσσικό ή αφηγηματικό τέχνασμα. Λειτουργεί ως επόπτης, με άξονα πάντα το παρελθόν (ιστορικό, μυθικό ή προσωπικό), της σχέσης του πρωταγωνιστή του κάθε έργου με τον παρόντα ιστορικό χρόνο, καθώς και της σχέσης του με την εκάστοτε κοινωνία που τον περιβάλλει, όπου και αν αυτή ορίζεται γεωγραφικά. Είναι δηλαδή ένας παρατηρητής που ενίοτε, βέβαια, συμμετέχει στη δράση, ο οποίος, μη κατέχοντας ανεπτυγμένα προσωπικά χαρακτηριστικά (ουδέποτε περιγράφεται ουσιαστικά ο χαρακτήρας του, παρά κάποιες εκφάνσεις της ψυχικής του διάθεσης προς διευκόλυνση της έκφρασης του λόγου του, αλλά ούτε και η εξωτερική του εμφάνιση), αποτελεί εντέλει ένα προσωπείο του συγγραφέα, το οποίο δρα και ως ο άλλος αφηγητής.
Ο Σεφέρης, αναζητώντας τα δικά του εργαλεία ώστε να διαμορφώσει μια προσωπική ποιητική, προς το είδος που του αρμόζει καλύτερα (ποίηση ή μυθιστόρημα[xiv]) πειραματίζεται, αν και σαφώς φαίνεται να προτιμά την ποίηση[xv]. Η θεματολογία του αντλείται τόσο από τα ιστορικά συμφραζόμενα, όσο και από τις προσωπικές και λεπτομερείς παρατηρήσεις συμβάντων μικρότερης ή και αυστηρώς προσωπικής κλίμακας, με βασικό εργαλείο, ιδίως στη δεύτερη περίπτωση, τα ημερολόγιά του, καθώς και αποκόμματα εφημερίδων.
Η ονομαστική είσοδος του Στράτη επιτελείται, λοιπόν, εκτός ελληνικού περιβάλλοντος. Στο Απέραντο σκάκι της «Κονκόρτας», αυτό που αρχικά μοιάζει να απασχολεί έντονα το alter ego του συγγραφέα, σ’ εκείνη την πρώτη δυτικοευρωπαϊκή περίοδο της ζωής του Σεφέρη, εκφράζεται ως σκέψη σημειωμένη στα χαρτιά του πρώιμου Στράτη. Παραθέτω:
[…] Κρίμα ν’ αρχίζουμε να διαβάζουμε ξένα βιβλία που καλά καλά δεν μπορούν να μας θρέψουν, αφού η δική μας μόρφωση δεν μας άσκησε σε τίποτε–
Θεέ μου αυτά που έμαθα σε τι θα μου χρησιμέψουν; Απόγνωση να αισθάνεσαι πως ανήκεις σε άλλο κόσμο: η σκέψη που σκέπτομαι είναι σωστή για όλους, εκτός για τους σημερινούς ανθρώπους της φυλής μου. […][xvi]
Σε αυτό το κείμενο ο Στράτης δηλώνει την αγωνία του για την ελληνική παιδεία –τις αδυναμίες της οποίας ενδεχομένως θα έχει εντοπίσει στη διάρκεια των σπουδών του στο Παρίσι–, καθώς και για τα αναγνώσματα των συμπατριωτών του εκείνης της εποχής. Εκφράζει συνάμα και κάποιους φόβους ως προς το θέμα της ελληνικής γλώσσας. Όχι τόσο ως συλλογικού προβλήματος (αν και ο Σεφέρης έλαβε θέση και στο γλωσσικό ζήτημα, υπέρ των δημοτικιστών), αλλά ως προσωπικού, συγγραφικού. Και αυτό φαίνεται λίγο παρακάτω στο κείμενο, όταν κάποια στιγμή ο Στράτης «χάνει» την ικανότητά του να γράψει ή ίσως και να μιλήσει στα ελληνικά: Κάποια στιγμή ο Σ. δεν μπορεί να εκφραστεί ελληνικά, παλεύει στο κενό.[xvii] Το κενό αυτό προβάλλει κυρίως ως προσωπικό αλλά και δημιουργικό άγχος. Ο συγγραφέας αναζητά το είδος στο οποίο θα εκφραστεί, αλλά και τον τρόπο. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, μήπως δεν επιδιώκει συνάμα να αφήσει και μια αιχμή –σε συνδυασμό και με το αμέσως προηγούμενο απόσπασμα– ότι ως Έλληνας συγγραφέας βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων Ευρωπαίων ή Αμερικανών συγγραφέων. Ακριβώς γιατί η πνευματική ζωή του τόπου είναι σε κάποιο βαθμό ανεπαρκής, εξαιτίας των ραγδαίων μεταβολών στις οποίες, εκείνη την εποχή, η κοινωνία υπόκειται.
Αυτά τα πρώτα ψήγματα της ποιητικής και γλωσσικής αγωνίας του νέου συγγραφέα, της θέσης της «φυλής» του –ιδιαίτερα των διανοουμένων της– στον παγκόσμιο χάρτη, ενσωματώνονται και αποτελούν πλέον μια από τις βασικότερες αφηγηματικές διαδρομές του δεύτερου και μόνου ολοκληρωμένου μυθιστορήματός του. Στις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, ο Στράτης, ως ένας από τους δύο αφηγητές –ο άλλος είναι ο παντογνώστης-αφηγητής (συγγραφέας)–, ολοένα επιδιώκει με τις ημερολογιακές εγγραφές του να ενισχύσει τη σύγκλιση των δύο φωνών, δηλαδή τη συνοχή του λόγου στο μυθιστόρημα. Καθότι η απουσία συνοχής στην αφήγηση θα ήταν σύμπτωμα της απουσίας μιας ακέραιης ταυτότητας[xviii], πρώτα του ίδιου του ατόμου του μέσα στην πόλη της Αθήνας και έπειτα της παρέας του μέσα στο αστικό τοπίο. Ως αυτοαναφορικό το έργο οδηγείται προς τη λύση του όσο ο Στράτης πλησιάζει την ενότητα στην αφήγηση.
Εν προκειμένω, η παρέα αποτελείται από διανοούμενους και η αγωνία τού μόλις επαναπατρισθέντα Στράτη για την πνευματική ζωή του τόπου, στο πλαίσιο αυτού του εν ζυμώσει αστικού χώρου, διατρέχει το μυθιστόρημα[xix]. Εξ ου και η απογοήτευσή του, ίσως και η απελπισία του, για τη δυνατότητα της Ελλάδας να ορθοποδήσει πνευματικά, με την αντίστοιχη δική του δυσκολία να γράψει ποίηση όπως επιθυμεί. Επιπλέον, αδυνατώντας ο ίδιος να ταυτιστεί με τον περιβάλλοντα κόσμο στην Αθήνα, βυθίζεται στη μοναξιά του. Όσο μάλιστα προχωράει η αφήγηση, φαίνεται ότι η λύση στο ζήτημα της συνοχής της παρέας[xx], καταρχήν μείζον θέμα ή αφορμή για τις συναντήσεις στην Ακρόπολη, δεν έχει πια ουσιαστικά ιδιαίτερη βαρύτητα και εγκαταλείπεται οριστικά. Αντίθετα, το θέμα της γλωσσικής και ποιητικής ταυτότητας του Στράτη, ο οποίος αναζητά τη φωνή του, τις ρίζες του, γίνεται ο οδηγός της πολυφωνικής αφήγησης ώσπου αυτός τελικά να κατορθώσει να συναντήσει την άλλη φωνή. Επιτυγχάνεται τότε περίπου μια σύζευξη μεταξύ του συγγραφέα και του προσωπείου του. Και έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ποιητική δημιουργικότητα του Στράτη απελευθερώνεται διαμέσου της ερωτικής σχέσης του με δύο συμπληρωματικές γυναίκες: τη Σαλώμη (Μπίλιω) και τη Λάλα, όταν μάλιστα ο ίδιος βρεθεί τελικά για λίγο στην ελληνική επαρχία, στο νησί της Σαλώμης. Ωσάν και έτσι να αποφεύγει τον χαοτικό κατακερματισμό του εαυτού του στην απρόσωπη πόλη. Ο Στράτης σημειώνει γι’ αυτές τις ξεχωριστές μέρες τα εξής:
[…] Το σπίτι μας είναι δυο κάμαρες. […] Έχω ένα τραπέζι και δυο βιβλία: την Οδύσσεια και τον Μακρυγιάννη. Από το παράθυρό μας φαίνεται η θάλασσα. Τρία ακατοίκητα νησιά και τίποτε άλλο, ώς τον ορίζοντα. […] Φαίνεται έχουμε εξαντλήσει τα λόγια. Συνεννοούμαστε με μονοσύλλαβα και χειρονομίες τυφλών. Μεγάλη ευλογία. […][xxi]
Φαίνεται, δηλαδή, ότι το ζήτημα της ελλιπούς πνευματικής ζωής του τόπου προκύπτει και από την αδυναμία της Αθήνας να αποτελέσει ουσιαστικά το αστικό κέντρο, το χωνευτήρι ιδεών και δημιουργίας. Ο Σεφέρης, εξάλλου, στην ημερολογιακή εγγραφή του με τίτλο «Κυριακή, Νοέμβρης 1927» εξηγεί τον κεντρικό άξονα της ιστορίας του μυθιστορήματός του: […] Κεντρική ιδέα είναι η αρρώστια της Αθήνας, η αρρώστια από την Αθήνα, όχι η παρουσίαση του τάδε ή του τάδε τύπου. […][xxii] Έτσι, μοιάζει λογικό ο Στράτης να βρίσκει την ενότητα του εαυτού του και του λόγου του, εντέλει την ποιητική φωνή του διά της απουσίας των λέξεων, καθώς και την πολυπόθητη και χαμένη στον αστικό κυκεώνα αυθεντικότητα μακριά από την πόλη. Αυτή η εύρεση της προσωπικής ποιητικής φωνής παραπέμπει και πάλι στη συνοχή της ατομικής ταυτότητας. Διότι, εάν ο Στράτης στο προηγούμενο χειρόγραφο, ευρισκόμενος στο Παρίσι, αντιμετώπιζε πρόβλημα με τα ελληνικά του, τότε ο νέος Στράτης στην Ακρόπολη αντιμετωπίζει παρόμοιες δυσκολίες μέσα στην καρδιά της Ελλάδας. Η εξορία από τη γλώσσα του αποτελεί, νομίζω, τον πυρήνα των δύο αυτών εμφανίσεων του προσωπείου του Στράτη, με τη δεύτερη τελικά να υπερβαίνει το πρόβλημα.
Έπειτα, ωσάν και η εύρεση φωνής για τον Στράτη-ποιητή στο μυθιστόρημα να αποτελούσε το εφαλτήριο για την ποιητική συνέχεια, ο Σεφέρης μάς πληροφορεί στο Τετράδιο γυμνασμάτων ότι ο κ. Στράτης Θαλασσινός συνθέτει τα δικά του ποιήματα[xxiii], χρονολογημένα ανάμεσα στα 1931 και 1933, και ξεκινάει την ενότητα βάζοντας μπροστά το μότο[xxiv] από τη Γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού ως δήλωση της επανεμφάνισής του στα συγγραφικά πράγματα. Τα ποιήματα του Στράτη χωρίζονται σε τρεις ενότητες: τα Πέντε ποιήματα του κ. Σ. Θαλασσινού, άλλα πέντε ποιήματα με γενικό τίτλο Ο Στράτης Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο και τέλος επτά ποιήματα για τις ημέρες της εβδομάδας στις Σημειώσεις για μια εβδομάδα. Και στις τρεις ενότητες κεντρικός άξονας είναι μεν και πάλι η αναζήτηση της ιδανικής ποιητικής, αλλά συνάμα παρουσιάζονται ατόφιες εικόνες ενός ελληνικού κόσμου, όπως αυτός αποσπασματικά περνάει μέσα στις αναμνήσεις του ξενιτεμένου Στράτη. Σε αυτές προστίθεται και η αγωνία της εξορίας ως αίσθηση αδυναμίας ταύτισης συναισθημάτων και τοπίου. Έντονο παράδειγμα αποτελεί το πρώτο ποίημα «Hampstead», όπου ενώ μια ευχάριστη ανάμνηση από την Ελλάδα επισκέπτεται τον Στράτη, ωστόσο ο ερχομός του δειλινού στο λονδρέζικο τοπίο προκαλεί βαθιά μελαγχολία[xxv], η οποία διαχέεται στους στίχους του ποιήματος και δεν υπάρχει παρά μια μοναδική επιθυμία για τον εξόριστο:
[…] Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία
θα μού ’φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο
ή σε μια ακρογιαλιά
θα μού ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου
ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι
απλωμένο σαν τη θάλασσα […][xxvi]
Η Ελλάδα ως τοπίο έρχεται να προσθέσει άλλη μια παράμετρο στην αναζήτηση μιας ταυτότητας στον Στράτη. Πέρα από τη γλώσσα, το περιβάλλον όπου αναπτύσσονται οι αισθήσεις του ανθρώπου έχει ιδιαίτερη σημασία. Γι’ αυτό και η Ελλάδα δεν είναι μόνο ό,τι συνταγματικά ορίζεται ως το κράτος της, αλλά και τοπίο. Ο άνθρωπος ορίζεται από το περιβάλλον του, αναπτύσσει συγκεκριμένες προτιμήσεις, μνήμες των αισθήσεων και του σώματος. Αυτά τα στοιχεία αναμφισβήτητα περνούν στην καλλιτεχνική δημιουργία, και ιδιαίτερα στον αφαιρετικό συμβολικό ποιητικό λόγο. Ωσάν εδώ ο Στράτης να ακυρώνει μεμιάς την πρόσφατη μνήμη μιας ευχάριστης μέρας, ανακαλώντας μια βαθύτερη ανάμνηση από τα παλιά, ενός τοπίου, που είναι το δικό του, κομμάτι του εαυτού του, της γλώσσας του. Και αυτό το τοπίο δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που αντικρίζει από το παράθυρό του.
Είναι αδύνατον να σχολιαστούν εδώ και τα δεκαεπτά ποιήματα, αλλά ας αναφερθεί ότι η δεύτερη ενότητα εξετάζει την απώλεια του ονείρου στη διάρκεια όλων των ηλικιακών φάσεων της ζωής ενός άντρα, οπότε αφορά την υπαρξιακή αγωνία του Στράτη μέσα στον χρόνο, ενώ η τρίτη ενότητα διαπραγματεύεται, ανάμεσα σ’ άλλα, και πάλι την αγωνία της ποιητικής έκφρασης, καθώς και του βάρους του ιστορικού παρελθόντος. Ο Στράτης, μελαγχολικός, αισθάνεται και πάλι ανίκανος να γράψει το ιδανικό έργο στη μητρική του γλώσσα. Αν ίσως το έγραφε με μια στάλα από το αίμα του; Εξάλλου το βάρος του ακρωτηριασμένου σήμερα ιστορικού του παρελθόντος τον στοιχειώνει. Έτσι το τελευταίο ποίημα της σειράς, με τίτλο «Κυριακή», κλείνει ως εξής:
[…] Σε λίγο θα νυχτώσει· βλέπω να με κοιτάζει ακόμη ένα αέτωμα γεμάτο αγάλματα ακρωτηριασμένα.
Πόσο βαριά είναι τα αγάλματα;
Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι.[xxvii]
Με παρόμοια συναισθήματα, υπό το βάρος πια της αναγκαστικής εξορίας, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική, ο Στράτης επανέρχεται σε δύο ποιητικές στιγμές του Σεφέρη, στο Ημερολόγιο καταστρώματος β’. Η αίσθηση του ξεριζωμού, της εξορίας και της αθεράπευτης νοσταλγίας προσδίδουν έναν σπαρακτικό τόνο αυτή τη φορά. Στο ποίημα «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους», η οδυσσειακή νέκυια καταλήγει σε απόλυτη διάψευση για κάθε ελπίδα επιστροφής, αφού ο Στράτης δεν κατορθώνει στον ξένο τόπο να μιλήσει με τους νεκρούς του. Ίσως διότι δεν είναι οι δικοί του νεκροί, αφού δεν πρόκειται εδώ για τον τόπο του, ίσως διότι δεν έχει εδώ ασφοδέλους, διαμέσου των οποίων γίνεται η ομηρική κατάβαση στον Άδη. Εξάλλου με αυτή κιόλας τη διαπίστωση ξεκινάει το ποίημα: Δεν έχει ασφοδίλια, μενεξέδες, μήτε υάκινθους·/ πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. […][xxviii] Χωρίς όμως αυτή την κατάβαση και την επιτυχή επικοινωνία με τους νεκρούς ο Οδυσσέας είναι αδύνατον να επιστρέψει, συνεπώς ούτε και ο Στράτης. Απομένει με πόνο να κοιτάζει την τραγική κατάληξη του ανώριμου συντρόφου του Ελπήνορα.
Στο δεύτερο ποίημα με τίτλο «Ο Στράτης Θαλασσινός στη Νεκρή Θάλασσα», ο Στράτης, πικραμένος και ειρωνικός, μάς ξεναγεί στην ακυβέρνητη πολιτεία της προσφυγιάς, την Ιερουσαλήμ, και μας δείχνει τη Νεκρή Θάλασσα, αντιπαραβάλλοντάς την με το ζωντανό Αιγαίο και με ό,τι δεν είναι η Ελλάδα. Η περιοδική επανάληψη στα αγγλικά του στίχου «This is the place gentlemen!» εντείνει την αίσθηση εξορίας. Εξάλλου ρητά αναφέρεται και πάλι η αίσθηση του ξενιτεμού. Παραθέτω κάποιους στίχους σχετικά:
[…] Στη Νεκρή θάλασσα
οχτρούς και φίλους
παιδιά, γυναίκα
και συγγενείς,
άει να τους βρεις.
[…]
GENTLEMEN,
συνεχίζουμε την περιοδεία μας
πολλές οργιές κάτω απ’ την επιφάνεια του Αιγαίου.[xxix]
Σε γενικές γραμμές, η παρουσία του Στράτη στην ποίηση του Σεφέρη έχει αναμφισβήτητα και κάποια συγγένεια με τη δημοτική παράδοση και τα τραγούδια της ξενιτιάς, ένα επιπλέον στοιχείο της αναζήτησης. Βέβαια, κάπου μετά απ’ αυτό το σημείο, ο ποιητικός κύκλος του Στράτη κλείνει και χάνονται πια τα ίχνη του στην ποίηση του Σεφέρη. Η μορφή του μετουσιώνεται πια είτε στο «εγώ» του ποιητή είτε στη φιγούρα του Οδυσσέα. Δεν γίνεται πλέον καμιά αναφορά στον Στράτη, έως το 1954, όταν ο Σεφέρης ολοκληρώνει τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη και τρεις μέρες αργότερα σχεδιάζει και γράφει το κυπριακό μυθιστόρημά του, με αρχικό τίτλο Ο Στράτης Θαλασσινός στην Κύπρο.
Το μυθιστόρημα τελικά φέρει τον τίτλο Βαρνάβας Καλοστέφανος. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στην Κύπρο. Ο Στράτης / Σταύρος είναι ο Ελλαδίτης φίλος που καταφθάνει για να δει τον Κύπριο παλιό συμφοιτητή του στην Αγγλία, τον Βαρνάβα, μετά από είκοσι χρόνια. Στην εξέλιξη της ιστορίας εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα, αλλά καταλυτικό ρόλο παίζει η Ελλαδίτισσα Βάσω (φτιαγμένη κατά το πρότυπο της Μαρώς Σεφέρη), φίλη του Στράτη / Σταύρου, η οποία έρχεται και αυτή στην Κύπρο, όπου και έχει μια σύντομη ερωτική σχέση με τον Βαρνάβα, ενώ αυτός είναι παντρεμένος με τη Δανάη και έχουν μαζί παιδιά. Από τα αποσπάσματα που υπάρχουν στη διάθεσή μας, μπορούμε εν ολίγοις να μιλήσουμε για άλλο ένα έργο με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία του Σεφέρη. Αν και δεν χρησιμοποιεί –όπως στις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη– αυτούσια αποσπάσματα από τις ημερολογιακές εγγραφές του, εντούτοις είναι βέβαιο ότι σημαντική πηγή του αποτελούν οι Μέρες Στ’, όπου και εγγράφεται η αποκαλυπτική εμπειρία του Σεφέρη κατά τις τρεις επισκέψεις του στο νησί (1953, 1954 και 1955), εμπειρία που περιγράφεται έντονα και στο συνοδευτικό σημείωμα της συλλογής των ποιημάτων του με τίτλο …Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν… (ή Ημερολόγιο καταστρώματος γ’). Αντιγράφω ενδεικτικά ένα σύντομο απόσπασμα: […] Και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη. […][xxx] Ο Σεφέρης ανακαλύπτει ουσιαστικά στην Κύπρο την αγνή ελληνική ταυτότητα που έψαχνε, ίσως την επαρχιώτικη, εκεί ίσως όπου δεν περίμενε να τη βρει. Αποτελεί και αυτό, βέβαια, δείγμα των μοντερνιστικών αναζητήσεών του, κατά τα πρότυπα που προαναφέρθηκαν.
Κατά πόσον, σε αυτή την περίπτωση, ισχύει ότι ο Σεφέρης χρησιμοποιεί το προσωπείο του Στράτη για την αναμφισβήτητη απόπειρα προσδιορισμού της ελληνικής ταυτότητας στην Κύπρο είναι ενδεχομένως ένα ερώτημα που προκύπτει, διότι κατ’ αρχάς στους φακέλους των χειρόγραφών του ο Σεφέρης αναφέρει και το εξής: «Ο Σταύρος δεν είναι ο Στρ. Θαλασσινός, είναι ολωσδιόλου αντικειμενικό πρόσωπο, λεπτό, κριτικό.» (φ. 51)[xxxi] Οπότε τίθεται το ζήτημα εάν πρόκειται για προσωπείο ή πλέον για καθαρά λογοτεχνικό χαρακτήρα, αλλά και το θέμα της αλλαγής του ονόματος. Ωστόσο, κρίνω ότι στον βαθμό που έχει προχωρήσει η επεξεργασία του κειμένου και βάσει της αρχικής σύλληψης της ιδέας του μυθιστορήματος, καθώς και του ρόλου του Στράτη / Σταύρου ως παρατηρητή-σχολιαστή μάς επιτρέπεται η ταύτιση των δύο.
Στην ιστορία αυτή ο Στράτης / Σταύρος μάς παρέχει την οπτική του απ’ όπου παρακολουθούμε την εξέλιξη της πλοκής. Οι αναφορές στα πρόσφατα ιστορικά γεγονότα (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και Εμφύλιος) είναι πυκνές, αλλά και ο αναβρασμός της προετοιμασίας του αντιαποικιακού αγώνα κατά των Άγγλων είναι έντονα παρών. Ο Βαρνάβας –συναισθηματικός σαν πάντοτε, θα πει ο Στράτης / Σταύρος, ώστε να κατηγορηθεί από τον φίλο του ότι έχει κιόλας υιοθετήσει τις εκφράσεις των κατακτητών[xxxii]– θέτει επανειλημμένα το ζήτημα του αν και κατά πόσον οι Κύπριοι ανήκουν στο ελληνικό έθνος, αλλά και του κατά πόσον η Κύπρος πρέπει να αποτελέσει τμήμα του ελληνικού κράτους. Άλλοτε προσπαθώντας με επιχειρήματα και γεγονότα, άλλοτε βέβαια ωσάν σε παραλήρημα τρέλας, πνιγμένος μες στα συναισθήματά του. Διαβάζω από μια συνομιλία Στράτη / Σταύρου και Βαρνάβα:
[…] Πέταξε το τσιγάρο, σηκώθηκε και πήγε και πήρε μια μπουκάλα ουίσκι. Μισογέμισε το ποτήρι.
–Να σου φέρω νερό; ρώτησε ο Σ.
–Όχι, φτάνουν τα μπασταρδέματα, θέλω να πιω ανέρωτο το ποτό της Αυτοκρατορίας.
Άδειασε το ποτήρι του μονοκοπανιά.
–Let the enemy entertain us, πώς το ’λεγε εκείνος ο φίλος σου στην Κρήτη […]
Ο Σ. σώπαινε πάντα· ένιωθε πως μια ελάχιστη αδέξια κίνηση μπορούσε να φέρει την τελειωτική καταστροφή. […][xxxiii]
Ας μην ξεχνάμε κιόλας ότι η πλοκή εκτυλίσσεται το 1953 όπου το ζήτημα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου έχει διεθνοποιηθεί και τεθεί ήδη στον ΟΗΕ. Η πιο επώδυνη ωστόσο διαπίστωση του Βαρνάβα είναι αυτή που συμπεριέλαβε και σε ένα από τα ποιήματά του …Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν… (ή Ημερολόγιο καταστρώματος γ’), το «Σαλαμίνα της Κύπρος». Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: […] Αφού θέλουν να μας κρατήσουν –δεν έχουν τίποτε άλλο στη διάθεσή τους παρά να μας αποστειρώσουν– αν ήταν ναζίδες, θα είχαν εγκαταστήσει αποστειρωτικά πρατήρια σ’ όλα τα χωριά του νησιού και δος του μεροκάματο το νυστέρι. Αλλά τούτοι έχουν το habeas corpus –μένουμε σωματικά ακέραιοι και «ελεύθεροι»– βγάλαν λοιπόν άλλη μηχανή, το πνευματικό νυστέρι –να μας κάνουν μπάσταρδους. (φ. 68)[xxxiv]
Επιπλέον, ένα άλλο ζήτημα που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στα διαθέσιμα χειρόγραφα είναι και αυτό του κινδύνου να ερμηνευτεί κάθε διαφορετική συνήθεια, κάθε ιδιωματισμός, ως σημάδι ή μάλλον απόδειξη του μη ανήκειν των Κυπρίων στο ελληνικό έθνος. Τέτοιες επιστημονικές αποδείξεις φαίνεται να αναζητούν εκείνη την εποχή οι Άγγλοι για να αμφισβητήσουν το ελληνικό στοιχείο στην Κύπρο. Ο Βαρνάβας αναφέρει κάπου μια επιστημονική εργασία ενός φίλου του, του Νεοκλή. Δεν μαθαίνουμε περισσότερα σχετικά, παρά μόνον ότι ο Νεοκλής αποφεύγει να τη δημοσιεύσει μέχρι να ελευθερωθεί η Κύπρος. Ο Ελλαδίτης Στράτης / Σταύρος αναρωτιέται γιατί, για να λάβει την εξής απάντηση: […] τώρα, όπως είναι τα πράγματα, κάθε εργασία που δείχνει την ιδιορρυθμία της Κύπρου μάς βλάπτει. Έχω την εντύπωση πως θα την αρπάξουν αυτοί (εννοούσε τους Άγγλους) για να προσθέσουν ένα ακόμη επιχείρημα πως δεν είμαστε Έλληνες, πως είμαστε αερόλιθοι που έπεσαν μέσα στην ποδιά του Ντισραέλι.[xxxv] Η απάντηση, όμως του Στράτη / Σταύρου είναι αποστομωτική, ίσως και να πρόκειται για τη μοναδική φορά στο έργο του Σεφέρη, όπου ο Στράτης ορίζει με τόση σιγουριά και αυτοπεποίθηση τι είναι ελληνικό: Μα, του είπα, όλη η Ελλάδα είναι έτσι, όπου και να πας θα βρεις μια τοπική παράδοση· ακόμη και στα άτομα είναι το ίδιο – τέτοιο είναι το σόι μας· δε δεκτήκαμε ποτέ τους οδοστρωτήρες. […][xxxvi]
Εδώ πιστεύω ότι ολοκληρώνεται ο κύκλος μιας αναζήτησης. Αφηγηματικά εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους μεν, σε ελληνικό περιβάλλον δε, ο Στράτης εγκαταλείπεται ως προσωπείο, αφού πρώτα έχει προσδιορίσει αρκετά ευκρινώς την έννοια του ανήκειν στον ελληνικό πολιτισμό. Η ποιητική συνέχεια του έργου του Σεφέρη αφομοιώνει και εντάσσει πλήρως όλα αυτά τα γλωσσικά στοιχεία, τις διακειμενικές συνδηλώσεις και τις αρχέτυπες μορφές που συνηγορούν υπέρ της οριστικής απάντησης στην αναζήτηση για έναν σαφή προσδιορισμό της ταυτότητας ενός έργου ζωής.
[i] Γιώργος Σεφέρης, Βαρνάβας Καλοστέφανος: τα σχεδιάσματα, εισαγ. και φιλολ. επιμ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2007, σσ. 18-19.
[ii] Roderick Beaton, «Η εμπλοκή του Ποιητή: ο μυθιστοριογράφος Γ. Σεφέρης», μτφρ. Αλ. Ζήρας, Γράμματα και Τέχνες, τχ. 38 (Φεβρουάριος 1985), σ. 7.
[iii] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β’: 24 Αυγούστου 1931 – 12 Φεβρουαρίου 1934, Ίκαρος, Αθήνα 20073 (1984), σ. 19.
[iv] Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής: Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος, Αθήνα 19912 (1979), σσ. 172-173.
[v] Το σχεδίασμα, αν και γραμμένο στα 1924, εντάχθηκε ως επίμετρο μετά τις ημερολογιακές εγγραφές του 1925, βλ. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α’: 16 Φεβρουαρίου 1925 – 17 Αυγούστου 1931, Ίκαρος, Αθήνα 20034 (1975), σσ. 27-37.
[vi] Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, Ερμής, Αθήνα 19982 (1974), σ. 256.
[vii] Σχετικά με αυτό το θέμα βλ. Άρης Μαραγκόπουλος, «Η Ακρόπολη ως Πουργατόριο», Ο Γιώργος Σεφέρης ως αναγνώστης της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 39-66.
[viii] Γιώργος Σεφέρης, Βαρνάβας Καλοστέφανος, 2007, σσ. 14-17.
[ix] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Στ’: 20 Απριλίου 1951 – 4 Αυγούστου 1956, Ίκαρος, Αθήνα 20082 (1986), σ. 175.
[x] Γιώργος Σεφέρης, Βαρνάβας Καλοστέφανος, ό.π., σσ. 18-19.
[xi] Για τη χρήση αρχέτυπων μυθολογικών μορφών στο έργο του Σεφέρη βλ. και τη μελέτη του Νίκου Α. Νικολάου, Μυθολογία Γιώργου Σεφέρη: Από τον Οδυσσέα στον Τεύκρο, Δαίδαλος Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1992.
[xii] Δώρα Μέντη, «Στράτης Θαλασσινός και Μαθιός Πασκάλης. Δύο προσωπεία του Γιώργου Σεφέρη», Ποίηση, τχ. 13 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1999), σ. 204.
[xiii] Χρονικά δεν απέχει πολύ η εμφάνιση του Στράτη Θαλασσινού (1924) από αυτήν του επίσης σημαντικού προσωπείου του Σεφέρη, του Μαθιού Πασκάλη (1928), ο οποίος φαίνεται να αποτελεί την πιο δυτικότροπη και ευρωπαϊκή εκφορά του σεφερικού ποιητικού λόγου. Γι’ αυτό το θέμα βλ. Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Ερμής, Αθήνα 19892 (1984), σσ. 106-107 και σ. 152, σημ. 6, καθώς και το κατατοπιστικό άρθρο της Δώρας Μέντη, ό.π., σσ. 188-204.
[xiv] Όσον αφορά το πεζογραφικό έργο του Σεφέρη βλ. και τα κείμενα των Δημήτρη Αγγελάτου, «Ο Σεφέρης και το μυθιστορηματικό είδος: προς μια ιστορική ποιητική του ημερολογίου», Γιώργος Σεφέρης: Φιλολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, επιμ. Μιχάλης Πιερής, Πατάκης, Αθήνα 1997, σσ. 149-164 και Νάσου Βαγενά, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη: το ημερολόγιο ως μυθιστόρημα», Διαβάζω, 142, Αθήνα 1986, σσ. 79-84.
[xv] Βλ. και την ανάλυση στο σχετικό άρθρο του Ζήση Δ. Αϊναλή, «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Η σκοτεινή πλευρά του ποιητή», e-poema, τχ. 10, (Φθινόπωρο 2009), http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=194.
[xvi] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α’, ό.π., σ. 29.
[xvii] Στο ίδιο, σ. 30.
[xviii] Claudiu Sfirschi-Laudat, «Το θέμα της συνοχής στο μυθιστόρημα Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», Πρακτικά Γ’ Διεθνούς Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών, Βουκουρέστι, 2-4 Ιουνίου 2006, passim, http://www.eens-congress.eu/, επιλογή «Θέματα», κατηγορία «Λογοτεχνία του 20ού αιώνα».
[xix] Άρης Μαραγκόπουλος, ό.π., σ. 65.
[xx] Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες…, ό.π., σσ. 18-19.
[xxi] Στο ίδιο, σ. 222.
[xxii] Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Α’, ό.π., σ. 95.
[xxiii] Για την πρόθεση του Σεφέρη να υποδυθεί τον εκδότη που ανακάλυψε το έργο κάποιου κ. Στράτη Θαλασσινού βλ. λεπτομερώς στο Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής…, ό.π., σσ. 140-143.
[xxiv] «Κι ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε», βλ. και το σχετικό σχόλιο της Δώρας Μέντη, ό.π., σ. 197.
[xxv] Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής…, ό.π., σ. 198.
[xxvi] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 19925 (1972), σσ. 105-106.
[xxvii] Στο ίδιο, σ. 135.
[xxviii] Στο ίδιο, σσ. 196-197.
[xxix] Στο ίδιο, σσ. 203-206.
[xxx] Μιχάλης Πιερής, «Σεφέρης και Κύπρος. Το ‘θαύμα’ ως εκδοχή του μοντέρνου», Γιώργος Σεφέρης: Φιλολογικές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις, επιμ. Μιχάλης Πιερής, Πατάκης, Αθήνα 1997, σ. 83.
[xxxi] Γιώργος Σεφέρης, Βαρνάβας Καλοστέφανος, 2007, σ. 19.
[xxxii] Στο ίδιο, σσ. 228-229.
[xxxiii] Στο ίδιο, σσ. 105-106.
[xxxiv] Στο ίδιο, σ. 51.
[xxxv] Στο ίδιο, σ. 112.
[xxxvi] Στο ίδιο.