Δημήτρης Καλοκύρης, Σοφοκλής [Ο θηβαϊκός κύκλος]. Ο Οιδίποδας Τύραννος, Ο Οιδίποδας στον Κολωνό, Αντιγόνη, απόδοση: Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2020.
Ο Δημήτρης Καλοκύρης μεταφράζει ή επί το κυριολεκτικότερον αποδίδει στην τρέχουσα γλώσσα μας τρεις τραγωδίες του Σοφοκλή: τον Οιδίποδα Τύραννο, τον Οιδίποδα στον Κολωνό και την Αντιγόνη, εμβληματικά κείμενα της κλασικής μας φιλολογίας και έργα της ωριμότητας του ποιητή. Τα δύο εξ αυτών, η Αντιγόνη και ο Οιδίπους τύραννος, διδάσκονται στη Β΄ και Γ΄ Λυκείου αντιστοίχως.
Ο Δημήτρης Καλοκύρης αρχίζει το βιβλίο του με ένα σημείωμα από τις Μέρες Θ΄ του Σεφέρη. Ο μεγάλος νεοέλληνας Ποιητής, βρέθηκε στο Ηρώδειο για μία παράσταση του θεάτρου Νο (25.9.1965) και η ταξιθέτρια του ενεχείρισε μία μετάφραση των δρωμένων γιατί αλλιώς θα έκουγε «τσι, τσιν» προοικονομώντας την άγνοιά του στην ιαπωνική γλώσσα.
Ο μεταφραστής αξιοποιεί τη σημείωση αυτή, σαν να τονίζει, πλαγίως, την άγνοια –τσιν, τσιν– ενός κοινού, ασχέτως από το ότι όλοι, λίγο πολύ, έχουν διδαχτεί τουλάχιστον την Αντιγόνη. Τα αρχαία Ελληνικά, λοιπόν, ακουστικά, δεν είναι άλλο από κινέζικα ή κατά την περίσταση γιαπωνέζικα. Αλλιώς ακατανόητα και ας είναι η γλώσσα μας εγγονή της γλώσσας του Σοφοκλή. Γι’ αυτό λοιπόν η πρώτη φράση του εισαγωγικού σημειώματος του Καλοκύρη είναι: «Μεταφράζουμε για να διαβάσουμε βαθύτερα» γιατί, παρά τις τόσες και τόσες σκηνικές προσεγγίσεις, «στη μετάφραση δεν υπάρχουν λυμένα προβλήματα».
Το μέλημα είναι το τι και το πώς των ηρώων στα έργα. Ο Καλοκύρης επιλέγει ορισμένες σκηνές του έργου, στις οποίες δεν έχει δοθεί τελική απάντηση στον νεότερο αναγνώστη και μελετητή, όπως: «οι ραγδαίες ψυχικές μεταπτώσεις των προσώπων», που είναι ένα κέντρισμα για υφολογική ερμηνεία, καθώς και η «καφκική σχεδόν “αφελής άγνοια”» του Οιδίποδα που ρωτάει για τον Λάιο μετά από τόσα χρόνια. Ακόμα «οι χορευτικές πιρουέτες» του Οιδίποδα για το πού θα καθίσει, όταν φτάνει στον Κολωνό (άραγε, έχουν κάποια σχέση αυτές οι «πιρουέτες» με τις αντίστοιχες του ήρωα στη Θυσία του Ταρκόφσκι;). Η συμπεριφορά του Οιδίποδα προς τον Κρέοντα, η συνομιλία με τον φύλακα, η αδιαφορία της Αντιγόνης για τον Αίμονα, ενώ εκείνος «κυριολεκτικά σφάζεται γι’ αυτήν», η «ασύμμετρη λατρεία για τον αδελφό της» (κάτι ανάλογο άραγε συνιστά η φαινομενική των θυγατέρων του Βασιλιά Ληρ και εκ του αντιθέτου της Κορδέλιας στην αρχή της τραγωδίας;), η σχέση με την Ισμήνη, η απουσία των θεών, ο ρόλος του χορού (ναι μεν αλλά), όσο για τον μάντη, «εν τοις κέρδεσιν μόνον δέδορκε, την τέχνην δ’ έφυ τυφλός» (Οιδίπους Τύραννος, στ. 288 -290), και «λόγους αισχρούς καλώς λέγουσιν του κέρδους χάριν», Αντιγόνη στ. 1046-1047). Με άλλα λόγια είναι γνωστή η φιλοχρηματία των μάντεων και ανάλογα με τον πληρώνοντα και η ερμηνεία των σημείων.
Ο Καλοκύρης ερεύνησε διεξοδικά ακόμα και «μετρικούς υπαινιγμούς, «ρυθμικές προσομοιώσεις», συνηχήσεις και υποδόριες ρίμες στα χορικά, ακόμα μελέτησε και τα κενά των στίχων, πολλά άλλα για τη διευκόλυνση του σημερινού αναγνώστη που δεν ήταν απαραίτητα στον αρχαίο και αξιοποίησε στίχους ή αναφορές όπως «Τι περιμένετε συναθροισμένοι;», στα εισαγωγικά λόγια του Οιδίποδα Τυράννου, πράγμα που μας πάει στους Βαρβάρους του Καβάφη, αλλά και «χειρονομίες» που παραπέμπουν στη σύγχρονη ποιητική παράδοση (Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Μπόρχες).
Κάποιες ευτυχείς συνηχήσεις: ήπιος Κολωνός/ίππειος
(«ευίππου, ξένε, τάσδε χώρας ίκου/ .. τον αργήτα Κολωνόν»
«Είσαι στον ήπιο Κολωνό/ στον τόπο των περήφανων αλόγων», στχ. 669-670).
Κόρη- θυγατέρα/ κόρη ματιού:
(«ω τέκνα, πού ποτ’ εστέ; … / και σφω δακρύωˑ προσβλέπειν γαρ ου σθένω»
«Κορούλες μου πού είστε;… /Κλαίω και τις δυο σας κόρες των ματιών μου/
μη μπορώντας να σας δω», στ. 1480 και 1486).
Αίμονας/δαίμονας. Αρά/Αραί = κατάρα που περιστρέφεται γύρω από ένα σκληρό ρω και παραπέμπει στην τυραννία της μοίρας» (και τα «ρω» έγιναν οχτώ). Τέλος οι πένθιμοι ήχοι πίσω από τις μάσκες που πρέπει να φτάσουν μέχρι τις πάνω κερκίδες του θεάτρου, αλλά και να απλωθούν κάνουν το πένθος πιο βαθύ «Εξ ου, και στο εξής, θα ταιριάζει στην Ηλέκτρα» (συμπληρώνω: του Ευγένιου Ο’ Νήλ, για τα χρόνια της νιότης μας, Θάνος Κωτσόπουλος και Ελένη Χατζηαργύρη και έκτοτε άλλοι πολλοί).
Μετά το εξαιρετικό διεκρινιστικό εισαγωγικό Σημείωμα του μεταφραστή, έρχεται ένα σονέτο του Χόρχε Λούις Μπόρχες που και αυτός τυφλός, πώς αλλιώς, έχει ασχοληθεί με τον Οιδίποδα.
Εκεί διαβάζουμε: «Είμαστε ο Οιδίποδας… ό,τι θα γίνουμε και ό,τι υπήρξαμε ως τώρα». Μετά ακολουθούν αμετάφραστοι οι χρησμοί που δόθηκαν στον Λάιο και στον Οιδίποδα, «Το αίνιγμα της Σφιγγός» και η «Λύσις του αινίγματος». Τέλος από Το βιβλίο των φανταστικών όντων πάλι του Μπόρχες, σε μετάφραση Γιώργου Βέη, μας παραθέτει την ερμηνεία που πρότεινε ο Τόμας Ντε Κουίνσι για το αίνιγμα το 1849, όπου μεταξύ άλλων «το ζητούμενο του αινίγματος δεν είναι γενικά ο άνθρωπος αλλά ο συγκεκριμένος Οιδίποδας που…». Αντιθέτως, προσθέτουμε την άποψη του Γιώργου Σεφέρη, οποίος τονίζει πως η απόκριση ήταν ο άνθρωπος και «Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας, Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα» (Δοκιμές, τ. β΄ σελ. 161). Ο πίνακας του Νίκου Εγγονόπουλου, Οιδίπους και Σφιγξ με τη σημείωση: «Τίποτα στη ζωή δεν είναι αίνιγμα», 1969, βρίσκει την επιβεβαίωσή της στους στίχους του Γ. Βέη: Κανένα αίνιγμα/ διότι όλα είναι ξεκάθαρα πλέον/ πρώτη φορά σαν πλήρες/ ένα νόημα …» (Βράχια, «το αίνιγμα»).
Ο Οιδίποδας Τύραννος πρέπει να γράφτηκε μεταξύ 430-420 π.Χ. Εκεί ο Σοφοκλής δείχνει ότι η ανθρώπινη εξυπνάδα μπορεί να πάρει λάθος δρόμο και να νομίζει κανείς πως κρατάει καλά το νήμα της σωστής πορείας, επειδή όλα σωστά τα έπραξε. Λάθοςˑ άνω τελεία επέβαλε εδώ ο Σεφέρης και δεν ορίζουμε τίποτα. Τσουνάμι οι εξωγενείς παράγοντες που ανατρέπουν τις καλές προθέσεις. Οπότε καταλήγουμε στο «Μηδέν ολβίζειν, πριν αν τέρμα του βίου περάση, μηδέν αλγεινόν παθών» ή σε μετάφραση Καλοκύρη «Ποτέ μην πείτε άνθρωπο ευτυχισμένο/ μέχρι ν’ αφήσει και την τελευταία πνοή του/ ολοκληρώνοντας τον κύκλο της ζωής του/ χωρίς να ζήσει ούτ’ ένα δράμα τραγικό» ή, κατά Σόλωνα, Μηδένα προ του τέλους μακάριζε.
Ο Οιδίποδας στον Κολωνό γράφτηκε λίγο πριν από τον θάνατο του ποιητή, το 406, αλλά παίχτηκε πολύ μετά, το 401. Η φράση στην αγκύλη [πολλά χρόνια αργότερα], την οποία βάζει ως γέφυρα ο Καλοκύρης, αποκτά διπλή σήμανση. Πολλά χρόνια μετά τον μύθο γράφτηκε το έργο ή πολλά χρόνια μετά τον Τύραννο γράφτηκε ο δεύτερος Οιδίπους και, πολλά χρόνια μετά, διαβάζουμε εμείς.
Η υπόθεση είναι γνωστή και ο διωγμένος και τυφλός Οιδίπους βρίσκει άσυλο στην Αθήνα, στον «ίππειο» και «ήπιο» Κολωνό με τα δέντρα και τα αηδόνια, όπου και θα πεθάνει.
Ως «Ιντερμέδιο» παρατίθεται το κείμενο του Ανδρέα Εμπειρίκου, με τον τίτλο «Οιδίπους Ρεξ», το οποίο, πέραν του καθαρώς λειτουργικού του ρόλου (ελάφρυνση του βαρύτατου κλίματος του έργου) ενέχει εδώ και μία ακόμη λειτουργία, σαν τη μετάβαση του αρχαίου πρωτοτύπου, μέσω της καθαρεύουσας του Εμπειρίκου, στην τρέχουσα του Καλοκύρη.
Σ’ αυτήν την, κατά Εμπειρίκον, μεταποίηση του μύθου, η Αντιγόνη μόνο μέχρι τον Κιθαιρώνα συνόδευσε τον πατέρα της και εκεί τον παρέδωσε σε έναν κυνηγό ονόματι Χαβρία, ο οποίος τον βοήθησε να φτάσει στον Κολωνό. Σαν να έκανε κύκλο η ζωή του ήρωα, όταν από βοσκό πάνω στον Κιθαιρώνα παραδόθηκε, αθώο βρέφος, σε άλλον βοσκό που τον οδήγησε στην Κόρινθο, για να μην πεθάνει –επέζησε, μεγάλωσε, έπραξε και, ως πολλά παθών θνητός, σώθηκε– για να ξανακάνει τον ίδιο δρόμο και να πεθάνει οριστικά πλέον.
Ωστόσο, λέει πάντα ο Εμπειρίκος, άλλο ήταν το τέλος του Οιδίποδα και πάλι φριχρότατο, όσο για τους ποιητές «είτε εκ λάθους είτε κακοπίστως, άλλα αντ’ άλλων λέγουσιν». Και αυτό το «άλλο» εικάζεται από την τύχη του Θησέα στη Σκύρο από τον Λυκομήδη, όπως μας λέει ο Πλούταρχος στο δεύτερο Ιντερμέδιο, με το οποίο ο Καλοκύρης κάνει αυλαία.
Επιστρέφουμε στην αρχή. Σε ένα απόσπασμα από το «Ρόπτρο» του Γιάννη Ρίτσου, διακρίνεται ο Οιδίπους σε μια χαλκογραφία «στο άλσος του Κολωνού / κι ένα σωρό πουλιά τριγύρω του / μάλλον χελιδόνια».
Και εδώ ο Καλοκύρης μας παραδίδει τη σκηνή που σχολίασε στο εισαγωγικό του σημείωμα σαν «χορευτικές πιρουέτες … για το πού θα καθίσει» ο Οιδίπους:
«Αλλ’, ω τέκνον, θάκησιν ει τινα βλέπεις/ ή προς βεβήλους ή προς άλσεσιν θεών / στήσον με καξίδρυσον» (στ.9-11)
«Αν βλέπεις κάπου να καθίσω, κόρη μου,
σε μια άκρη του δρόμου ή στη σκιά κάποιου ιερού,
ας σταθούμε να ξαποστάσουμε»
Ο Οιδίπους βλέπει ακούγοντας αυτούς που έτρεξαν να δουν ποιοι ήρθαν και κάθονται στο ιερό. Μιλά ο Χορός:
«Τόλμα ξείνος επί ξένας,/ ω τλάμων, ο τι και πόλις/ τέτροφεν άφιλον αποστυγείν/ και το φίλον σέβεσθαι» (στ. 184-187).
«Ξένος σε ξένο τόπο όταν βρίσκεσαι,
ό,τι απαγορεύεται να το αποδέχεσαι, ξένε,
κι όποιες συνήθειες έχουν να τις σέβεσαι»
Ο επιβεβλημένος κανόνας για τη συμπεριφορά του πρόσφυγα και του κατατρεγμένου και πάντα επίκαιρος.
Και η Ισμήνη: «εγώ τα μεν παθήμαθ’ άπαθον, πάτερ,/… δις γαρ ουχί βούλομαι, / πονούσα τ’ αλγείν και λέγουσα’ αύθις πάλιν» – «Τα όσα τράβηξα πατέρα…/ δε θέλω να τα ξαναζήσω /και διηγώντας τα να κλαίω ξανά», στ. 361 (κι εδώ εντοπίζουμε τον απόηχο του Σολωμού, για τον οποίο μας ειδοποίησε ο Καλοκύρης από την αρχή).
«’ελλαία ταχύρρωστος πελειάς/ αιθερίας νεφέλας κύρσαιμι..»
«Αχ, να ’μουνα ’γοργόφτερο, άγριο περιστέρι, /να μ’ έφερνε στα σύννεφα ψηλά ο αέρας» (στ. 1081-1082)
«ο δ’ επίκουρος ισοτέλεστος… του Άδη (στ. 1211)
ο Άδης λυτρωτής λύνει το αίνιγμα» (και, Οδυσσέας Ελύτης: η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται)
Στην Αντιγόνη, ο Κρέων και η Αντιγόνη είναι δύο δυνάμεις που στέκονται αντιμέτωπες. Η πολιτεία και η οικογένεια, σαν δυο περιοχές με ίσα δικαιώματα, που οι υποστηρικτές τους με αναγκαιότητα καταστράφηκαν μέσα σ’ αυτή τη σύγκρουση (Αλμπιν Λέσκυ, 403).
Η απόδοση ξεκινάει με μότο δυο στίχους του Νίκου Καρούζου και [Μερικές μέρες αργότερα] ακούμε την ηρωίδα στο προοίμιο να μιλάει για τα δεινά της οικογένειας στην Ισμήνη, όπως πανομοιότυπα είχε εκφραστεί ο Οιδίπους Τύραννος «Τι γαρ κακών άπεστι;» στ. 1496, «Όλα τα κακά εμάς έτυχαν».
«Κι αναρωτιέμαι αν υπάρχει έστω κι ένα
από τα μαρτύριά του που να μην τ’ άφησε ο θεός
κληρονομιά σ’ εμάς τις δύο».
Η συνετή Ισμήνη δεν θα αλλάξει τα μυαλά της παρορμητικής Αντιγόνης και τα πράγματα θα πάρουν τον δρόμο τους.
(«Αχ Αντιγόνη,/Μ᾿ αυτήν την αυστηρήν επιμονή/ που είναι, όπως και να το κάνουμε, παρωχημένη./ Μόνη εσύ…» σχολιάζει η Τασούλα Καραγεωργίου (Μετρό, «Αντιγόνη»)).
Όλοι οι απόγονοι των Λαβδακιδών θα καταστραφούν, κατά το αμαρτίες γονέων. Ο Οιδίπους από άγνοια, η Αντιγόνη από εμμονή στις παραδόσεις και ο Κρέων στην πολιτική του. Προγραμμένος από την προγραμματική του δήλωση:
« Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι κρύβει
ο χαρακτήρας κι η ψυχή του ανθρώπου,
μέχρι να αποκτήσει δύναμη και εξουσία»
θα ανακαλύψει την αλήθεια του, κόντρα στα όσα έλεγε «εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να λέγομαι βασιλιάς» (Οι. Τύρ. 588). Τώρα που είναι βασιλιάς και όλα έχουν αλλάξει, στηρίζεται πάνω στον νόμο που ο ίδιος όρισε για νόμο (αν και είναι αρχαίο άγραφο δίκαιο και αυτό, αλλά το ξεχνάμε συχνά). Η διαμάχη θα εκτραπεί και η συμφορά θα συμπαρασύρει και τον Αίμονα και τη μητέρα του την Ευρυδίκη και, τελικώς, έγινε ό,τι ήθελε η Αντιγόνη κι ό,τι ο Κρέων. Και τα σκυλιά έφαγαν τον νεκρό Πολυνείκη και ό,τι απέμεινε το έθαψαν οι άλλοι.
«Η ευτυχία βασίζεται στη φρόνηση, κυρίως
Ασέβεια μη δείχνουμε ποτέ στα θεία»
Δέκα χρόνια μετά ήρθαν οι Επίγονοι να εκδικηθούν τη Θήβα για τον θάνατο των Επτά γονιών τους. Ο Καλοκύρης θα κάνει μία εκτεταμένη επίσκεψη στα κείμενα που αφορούν τους Επιγόνους, θραύσμαστα χαμένων τραγωδιών και μύθων.
Η κατάληξη είναι αυτή που επισημαίνει η Jacqueline de Romilly στο Αρχαία Ελληνική τραγωδία (μτφ. Μίνα Καρδαμίτσα-Ψυχογιού, Ινστιτούτο του Βιβλίου 1997, σ. 107): «Όλοι οι ήρωες του Σοφοκλή βιώνουν αφόρητη μοναξιά μέσα στην υπέρμετρη μοναδικότητά τους».
Η «Απόδοση» των τριών τραγωδιών, δοσμένη σε γλώσσα με χωνεμένα μέσα όλα όσα την χαρακτηρίζουν ποιητική, λυρική, συναισθηματική και λογική, πολύ κοντά στο πρωτότυπο και, όπου πρέπει, πιο μακριά, για να καταστήσει σαφές στη τρέχουσα όσα πυκνά αποδίδει η αρχαία, με τόσα συνοδευτικά κείμενα αρχαίων και νεοτέρων δημιουργών. Δουλειά μοναδική στο είδος και θα ήταν ευχής έργο να την δούμε/ακούσουμε και στον φυσικό της χώρο, το αρχαίο θέατρο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: François-Xavier Fabre. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]